Ο Μάνος Χατζιδάκις, λέει
Πανάρχαια βούληση του ανθρώπου, να υποτάξει τον Χρόνο, να τόνε βάλει στο χέρι του, για να μπορέσει η επιλεγμένη στιγμή, να παραμείνει αιώνια και μετέωρη στον ορίζοντα, σημάδι κολακευτικό από το πέρασμά του, μια και η στιγμή, η επιλεγμένη, τον φανερώνει, πρώτη φορά, ολόκληρο. Πόσες φορές δεν ζήτησα να θανατώσω τον Χρόνο, για να κρατήσω τη μια στιγμή, ετούτη τη μοναδική, απόλυτα δική μου.
- Δοκίμασε, μου λέει, και θα δεις - ο Χρόνος.
- Θα δοκιμάσω κι ας μην δω - λέω του Χρόνου.
Κι έτσι, ο αγώνας αρχινάει αστόχαστος, και σπρώχνομαι να αγκιστρωθώ στο λεπτοδείχτη για να μην προχωρήσει η στιγμή, τούτη που με φωτίζει ολόκληρον, συμπληρωμένο με το άλλο πρόσωπο που αύριο θα ΄ναι μακριά μου. Και όλο το πάθος μου, δεν με βοηθάει παρά να σπάσω το άγκιστρο του ρολογιού και να βρεθώ στο πάτωμα πεσμένος, με ένα ασημένιο τόξο στο λαιμό, και με το χέρι κόκκινο από το αίμα. Η ώρα προχωράει αμείλικτη - καθώς και η αποσύνθεσή μου. Πώς να δεχτώ ότι κάποτε εγώ δεν θα σ' αγγίζω και ο Χρόνος δεν θα σε περιέχει; Και ακόμα πώς να αποδεχτώ τον κόσμο σαν πραγματικό, όταν δεν θα τον βλέπω, δεν θα τον αισθάνομαι και δεν θα με περιέχει;
Η άσκηση του νου και της ψυχής, με στόχο τον βαθμιαίο αφανισμό μας, αρχίζει με τεχνική οδυνηρή για να συνθέσει την οριστική εξαφάνιση. Να ένα παιχνίδι ελκυστικό που καίει τα χέρια και το αίσθημα και καθιστά τους εραστές του Χρόνου ανάπηρους και διαπλανητικούς.
Πηγή: «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ» τχ. 75-76, 1994