Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ
δρος Θ., Μ.Φ. Σχολικοῦ συμβούλου θεολόγων Πειραιῶς, Δ΄ Ἀθηνῶν, Κυκλάδων
Μέσα στὸ κύλισμα τῶν αἰώνων ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ κατακτητές, στρατηλάτες, πολέμαρχοι, ἐπαναστάτες, μεγάλες φυσιογνωμίες, ὅλοι μεγάλοι σὲ κάτι, ἀκόμη καὶ στὸ ἔγκλημα. Κανένας ὅμως, ἀπολύτως κανένας, δὲν ὑπῆρξε σὰν τὸν Ἀλέξανδρο Γ΄ τὸν Μακεδόνα, τὸν μέγιστο τῶν Ἑλλήνων. Ὅλοι αὐτοὶ συγκρινόμενοι μὲ τὸν γίγαντα αὐτὸν τῆς ἱστορίας ὑστεροῦν σὲ κάτι. Ἄλλος ὡς πρὸς τὴ στρατηγική, ἄλλος ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία, ἄλλος ὡς πρὸς τὴ διπλωματία, ἄλλος ὡς πρὸς τὴ δικαιοσύνη, ἄλλος ὡς πρὸς τὴν καλλιέργεια τοῦ πολιτισμοῦ, ἄλλος ὡς φορέας πολιτισμοῦ ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπερέχει ὅλων. Κι ἂν κάποιος ἄμοιρος ἱστορικῆς γνώσεως ἐπιχειρεῖ νὰ κατηγορήσει τὸν Ἀλέξανδρο ὡς κατακτητὴ δῆθεν βάρβαρο στὴ συμπεριφορὰ καὶ νὰ τὸν ἐξισώσει μὲ κάποιον καταστροφέα καὶ γενοκτόνο πρόσφατης ἢ παλαιότερης ἐποχῆς, ἂς μᾶς δείξει ἄλλον κατακτητή, ὁ ὁποῖος ἔκτισε ἑβδομῆντα καὶ παραπάνω πόλεις ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἂς μᾶς δείξει ἄλλον κατακτητή, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν κατέστρεψε τοὺς ἐχθρικοὺς λαούς, ἀλλὰ γνώριζε νὰ τοὺς παίρνει μὲ τὸ μέρος του, ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνονται ὑπόδουλοι. Ὁ Ἀλέξανδρος, αὐτός τὸν ὁποῖον οἱ Ρωμαῖοι ὀνόμασαν μέγα καὶ τὸ καθιέρωσαν στὴν παγκόσμια ἱστοριογραφία, ἀφοῦ ἡ ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία δὲν χάριζε τέτοια προσωνύμια σὲ κανέναν, ἦταν λοιπὸν μοναδικὴ καὶ πολύπλευρη προσωπικότητα.
Μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, γνώστης τοῦ Ὁμήρου, θαυμαστὴς τοῦ ὁμηρικοῦ Ἀχιλλέως, τὸν ὁποῖο εἶχε ὡς πρότυπο, δὲν ἐλησμόνησε τὸν πολιτισμό του, ὅταν κληρονόμησε τὸν θρόνο τοῦ πατέρα του. Ὡς κατακτητὴς δὲν διέπραξε τὶς βαρβαρότητες τὶς ὁποῖες διέπραξαν ἄλλοι πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον. Πῶς θυμᾶται π.χ. σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα ἕναν Ταμερλάνο, ὁ ὁποῖος ἔσπερνε ἅλας στὴν κατακτημένη γῆ, γιὰ νὰ μὴν καρποφορεῖ; Τὸ πέρασμα τῶν στρατευμάτων του ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς λεηλασία καὶ ἐρήμωση: «ἐξερχόμενοι δὲ ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἀπιέναι, τὴν καταλελειμμένην εἰς τόσον ἀφίεσαν ἔρημον ὅτι οὔτε κυνὸς ὑλακὴ τὸ παράπαν ἠκούετο οὐδὲ ὄρνιθος ἡμέρου κοκυσμὸς οὐδὲ παιδίου κλαυθμυρισμός.»(1) Πῶς θυμᾶται σήμερα ἡ Ἑλλάδα τὴν τουρκικὴ κατάκτηση; Ἂς δοῦμε μιὰ εἰκόνα δοσμένη ἀπὸ ἀμερόληπτο μάτι: «Τὰ λιμάνια γέμισαν ἄμμους, οἱ δρόμοι καταστράφηκαν ἀπ τὶς βροχές, οἱ γέφυρες παρασύρθηκαν ἀπ’ τοὺς χειμάρρους, οἱ πεδιάδες ἀπογυμνώθηκαν ἀπ’ τὸ κυνηγητὸ τῶν ἀνθρώπων, οἱ πόλεις ἐρειπώθηκαν καὶ ἄδειασαν ἀπ’ τὶς φυλακίσεις, τὶς ἐξορίες, τὶς πυρπολήσεις καὶ τὶς σφαγές!».(2)Τέτοιος ὅμως δὲν ὑπῆρξε ὁ Ἀλέξανδρος, γι’ αὐτὸ καὶ ὠφέλησε ἀπὸ ὅπου πέρασε! Ἡ ὠφέλιμη ἐπίδρασή του δέν ὑπῆρξε τυχαία, ἀλλὰ ὀργανωμένη καὶ βάσει σχεδίου. Βάσει σχεδίου διέδωσε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, τὴ γλῶσσα, τὴν ἐπιστήμη, τὰ γράμματα. Εἶναι γνωστὸ ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸ καὶ κυβερνητικό του ἐπιτελεῖο, εἶχε καὶ τὸ ἐπιστημονικό του ἐπιτελεῖο, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὶς ἐκστρατεῖες του παντοῦ. Ἐπεδίωκε νὰ διαδώσει τὸν ἑλληνικὸ τρόπο ζωῆς σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο. Γι’ αὐτὸ ὅρισε νὰ μαθαίνουν οἱ Πέρσες τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὴν κατέστησε ἐπίσημη γλῶσσα σὲ ὁλόκληρο τὸ κράτος του, ἐνῷ τὸ περσικὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος κατέλυσε, ἦταν πολύγλωσσο καὶ χρησιμοποιοῦσε στὴ διοίκηση ὅλες τὶς γλῶσσες τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα εἶχαν ὑποταχθεῖ σὲ αὐτό.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἐπέδρασαν καὶ ὅλες οἱ πόλεις, κάποιοι τὶς ὑπολογίζουν σὲ ἑκατό, τὶς ὁποῖες ἵδρυσε στὶς κατακτημένες χῶρες μέχρι τὸν Ἰαξάρτη καὶ τὸν Ἰνδὸ καὶ τὶς ἐποίκισε μὲ Ἕλληνες. Αὐτὲς ἔγιναν τὸ πρότυπο γιὰ τὶς στρατιωτικὲς ἀποικίες, τὶς ὁποῖες ἵδρυσε λίγο ἀργότερα ἡ Ρώμη στὴν Ἰταλία καὶ μέσῳ αὐτῶν τὴν ἐκλατίνισε βάσει σχεδίου. Στὸν σκοπὸ αὐτό, τῆς διαδόσεως τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, βοηθοῦσαν καὶ οἱ μεγάλες ἑορταστικὲς παραστάσεις, τὶς ὁποῖες διοργάνωνε ὁ Ἀλέξανδρος παντοῦ, καὶ προβάλλονταν σὲ αὐτὲς τὰ ὑπέροχα ἔργα τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ μουσικῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαποτίσθηκε ἀπὸ τὰ πολὺ νεαρά της χρόνια ἡ νέα γενιὰ τῶν κατακτημένων λαῶν (3).
Ὀφείλουμε βέβαια νὰ τονίσουμε ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς πράξεις τοῦ Ἀλεξάνδρου βασίζονται σὲ προηγούμενες ἀποφάσεις μιᾶς ἄλλης μεγαλοφυΐας, τοῦ πατέρα του Φιλίππου Β΄(4). Ἡ κατάκτηση τῆς Ἀσίας ὑπῆρξε σχέδιο καὶ ἐπιδίωξη τοῦ Φιλίππου, τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ πραγματοποιήσει ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐπίσης, ἀπόφαση τοῦ Φιλίππου ὑπῆρξε ἡ υἱοθεσία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου ὡς ἐπίσημης γλωσσικῆς ἐκφράσεως τοῦ κράτους του καὶ ὁ μὴ περιορισμός του στὴ μακεδονικὴ διάλεκτο, ἡ ὁποία ἦταν μία πιὸ ἁπλοϊκὴ καὶ πιὸ φτωχικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (5). Χρειαζόταν λοιπόν μιὰ γλῶσσα πλούσια, μιὰ γλῶσσα περιοπῆς καὶ γι’ αὐτὸ υἱοθέτησε στὸν γραπτὸ λόγο τὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως τοῦ Φιλίππου παρέμεινε ἡ μακεδονικὴ ἑλληνικὴ γιὰ πάντα προφορικὴ διάλεκτος καὶ δὲν ὑπάρχουν γραπτὰ μνημεῖα σὲ αὐτήν. Τὶς ἰδιομορφίες της γνωρίζουμε σήμερα ἀπὸ κάποια λήμματα σχετικὰ μὲ αὐτήν, τὰ ὁποῖα παρέθεσαν ἀρχαῖοι λεξικογράφοι.
Ἡ πολιτικὴ ἕνωση τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Μακεδονίας, καὶ οἱ κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἔφεραν καὶ τὴ γλωσσικὴ ἕνωση τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων σὲ μία κοινὴ ἑλληνική. Ἡ ἀττικὴ διάλεκτος, υἱοθετημένη ὡς ἐπίσημη κρατικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸ βασίλειο τῆς Μακεδονίας, τὸ ὁποῖο μετὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἔγινε οἰκουμενικὸ βασίλειο, ὁμιλήθηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς κατακτημένους λαούς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπέφερε τὴν ἁπλοποίησή της καὶ τὸν ἐπηρεασμό της καὶ ἀπὸ ἄλλες ἑλληνικὲς διαλέκτους καὶ ἔτσι ἐξελίχθηκε στὴ γνωστὴ «ἀλεξανδρινὴ κοινή». Ὡς πρὸς τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι κακῶς ὀνομάζεται ἀπὸ ὁρισμένους «ἑλληνιστική», ὅπως καὶ ἡ ἐποχή, ἀλλὰ καὶ τὰ κράτη τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου κακῶς ὀνομάζονται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο.
«Ἑλληνιστὲς» ὀνομάζονται στὴν Καινὴ Διαθήκη (6) οἱ Ἑβραῖοι οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐπίσης υἱοθετοῦν διάφορα ἄλλα στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως ἑλληνικὰ κύρια ὀνόματα ἢ μετέχουν σὲ ἀθλητικὲς ἐκδηλώσεις. Ἐὰν δεχθοῦμε τὸ ὄνομα «ἑλληνιστικὰ» γιὰ τὴ γλῶσσα, τὴν ἐποχή, τὸν πολιτισμό, τὰ κράτη, τότε εἶναι σὰν νὰ δεχόμαστε ὅτι ὅλα ὀφείλονταν στοὺς μὴ Ἕλληνες τὸ γένος, οἱ ὁποῖοι υἱοθέτησαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὸν πολιτισμὸ καὶ ὅτι τάχα οἱ Ἕλληνες τὸ γένος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἢ ἐξαφανίσθηκαν ἢ μεταβλήθηκαν σὲ ἁπλοὺς θεατὲς ὅσων οἱ ἑλληνιστές, ὡς πρωταγωνιστὲς τῆς ἱστορίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπεφάσιζαν καὶ ἐκτελοῦσαν! Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν συνέβη, θεωροῦμε ὡς σωστὸ γιὰ τὴ γλῶσσα τὸν τεχνικὸ ὅρο «ἀλεξανδρινὴ κοινὴ» καὶ ὡς σωστὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλείων τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸν τεχνικὸ ὅρο «μεταλεξανδρινή».
Ἡ γλῶσσα κατὰ τὴ μεταλεξανδρινὴ ἐποχὴ δὲν ἀφέθηκε στὴν τύχη της. Ἡ παιδεία καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἐπέβλεπαν τὴν πορεία της. Τὰ μεγάλα ἐπιστημονικὰ ἱδρύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὀφείλονταν στὴν πνευματικὴ κληρονομία τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Τὰ περίφημα παγκόσμια ἐπιστημονικὰ καὶ πνευματικὰ κέντρα τῆς μεταλεξανδρινῆς ἐποχῆς ἦταν, ὡς γνωστόν, ἡ βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ περίφημο «μουσεῖο», καὶ ἡ βιβλιοθήκη τῆς Περγάμου. Τὰ ἐπιστημονικὰ αὐτὰ ἱδρύματα συνέλεξαν ὅλη τὴν πνευματικὴ παραγωγὴ τοῦ τότε κόσμου καὶ καλλιέργησαν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες. Ἰδιαιτέρως καλλιεργήθηκε ἡ γλωσσικὴ ἐπιστήμη, ἡ ἐπιστήμη τῆς φιλολογίας, τὰ θεμέλια τῆς ὁποίας ἔθεσαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ γραμματικοί. Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἀποτελοῦσαν κρατικὴ μέριμνα μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα ἔτη ὑπάρξεως τῶν μεταλεξανδρινῶν βασιλείων.
Ἔτσι λοιπὸν «ἀπὸ ἕνα χωρίο τοῦ Βίου τοῦ Ἀντωνίου τοῦ Πλουτάρχου, μὲ θέμα τὶς ἐξαιρετικὲς γλωσσικὲς ἱκανότητες τῆς Κλεοπάτρας, μαθαίνουμε ὅτι οἱ Πτολεμαῖοι δὲν περιφρονοῦσαν μόνο τὴν αἰγυπτιακὴ γλῶσσα, ἀλλὰ ἀπέφευγαν ἀκόμη καὶ τὸ μακεδονίζειν: διακρίνεται ἐδῶ μία στάση αὐθεντικὴ ἑλληνόφωνης «καθαρολογίας». Στὴ γλῶσσα τῶν «ἀποικιστῶν» μεταφράσθηκαν τὰ βιβλία «ὁλόκληρου τοῦ κόσμου», ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀριστέα, ὅπου περιγράφεται ἀκριβῶς τὸ ἐντατικὸ ἔργο μεταγλώττισης ποὺ προώθησαν οἱ Πτολεμαῖοι. […] Ἐπιχειρήθηκε μὲ αὐτὴν τὴ μέθοδο νὰ γίνει ἀπολύτως «βατὴ» στοὺς κυρίαρχους ἡ κουλτούρα τῶν κυριαρχουμένων καὶ νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἡ ἀποκλειστικὴ κατοχὴ ὁποιασδήποτε γνώσης: βλέπουμε ἐδῶ ἕνα πραγματικὸ ἔργο ἀνώδυνης πολιτισμικῆς «ἀπαλλοτρίωσης».(7) Κατὰ τὸ πρότυπο τῶν βιβλιοθηκῶν αὐτῶν δημιουργήθηκε κατὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ μεγάλη βιβλιοθήκη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία τὶς διαδέχθηκε καὶ ὑπῆρξε ἐφάμιλλης ἐπιστημονικῆς ἀξίας μὲ ἐκεῖνες (8).
Ἡ ἀλεξανδρινὴ κοινὴ ἄκμασε γιὰ ἑξακόσια χρόνια: 300 π.Χ. – 300 μ.Χ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ μετὰ τὴν ὑποδούλωση τῶν μεταλεξανδρινῶν κρατῶν στὴ Ρώμη ἡ γλῶσσα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀκμάζει, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἑλληνικὴ πολιτισμικὴ ἐξάπλωση. Αὐτὸ ὁδήγησε τὸν Ρωμαῖο φιλόσοφο Σενέκα (9) νὰ γράψει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ λόγια: «Τί θέλουν οἱ ἑλληνικὲς πόλεις ἀνάμεσα σὲ περιοχὲς βαρβάρων; Τί θέλει ἡ γλῶσσα τῶν Μακεδόνων ἀνάμεσα στοὺς Ἰνδοὺς καὶ τοὺς Πέρσες;» (10) Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς της ἡ ἀλεξανδρινὴ κοινὴ κατέστη γλῶσσα τῶν συναλλαγῶν, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐν τέλει τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Σὲ αὐτὴν μεταφράσθηκε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ὁποία μετάφραση, γνωστὴ ὡς μετάφραση τῶν Ο΄, τὴν κατέστησε κτῆμα ὅλου τοῦ κόσμου. Σέ αὐτὴν γράφτηκαν ὅλα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (11), σὲ αὐτὴν ἐκφράσθηκαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοια θέση παγκοσμίως δὲν ἔχει ἀναλάβει ἄλλη γλῶσσα μέχρι σήμερα. Διότι ναὶ μὲν ἡ Ἀγγλικὴ εἶναι διεθνὴς γλῶσσα συναλλαγῶν, ἀλλὰ ὡς γλῶσσα πολιτισμοῦ δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ, ἀφοῦ πλέον κάθε πολιτισμὸς ἔχει τὴ δική του γλῶσσα, ἡ ὁποία ἔχει λάβει, μηδὲ τῆς ἀγγλικῆς ἐξαιρουμένης (12), τὶς ὑψηλὲς ἔννοιές της καὶ τὴν ὀργάνωσή της ἀπὸ τὴν ἑλληνική. Διότι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ἀλεξανδρινὴ κοινή, ἔλαβαν ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς μεταλεξανδρινῆς ἐποχῆς, κατακτημένοι καὶ μή, τὶς βασικὲς φιλοσοφικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς ἔννοιες, οἱ ὁποῖες δὲν ὑπῆρχαν σὲ καμμία ἄλλη γλῶσσα καὶ ἀποτελοῦν τὶς βάσεις κάθε ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ μέχρι σήμερα. Ἡ ἀλεξανδρινὴ κοινὴ (13) εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξή της κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή διαμόρφωσε τὴ φυσιογνωμία τῆς νέας ἑλληνικῆς. (14)
Ἔχει ἀπὸ τὴ σύγχρονη γλωσσολογικὴ ἐπιστήμη παρατηρηθεῖ ὅτι «ἡ δομικὴ συνοχὴ τῆς ἑλληνικῆς – ἀντίθετα μὲ ὅ,τι συνέβη σὲ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες – οὐδέποτε διασπάστηκε» (15). Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὴν πνευματικὴ κληρονομία τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ τοῦ μεγάλου. Ποιός θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γνωρίζει τί θὰ συνέβαινε, ἂν στὴ θέση τοῦ ἐκπολιτιστῆ κατακτητῆ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν πεπαιδευμένων διαδόχων του βρισκόταν ἕνας μονάρχης καὶ ἕνα ἐπιτελεῖο ἀνθρώπων ἐθισμένων μονομερῶς στὴ στρατιωτικὴ ζωή, οἱ ὁποῖοι θὰ μετέτρεπαν τοὺς Ἕλληνες σὲ στρατοκρατικὸ λαό;
1. Κωνσταντῖνος Ἰ. Ἄμαντος, Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὸν μεσαίωνα, ἐκδ. Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, Ἀθῆναι 1919, ἀνατύπωσις 2005, σ. 81.
2. Victor Bérard, Κρητικὲς ὑποθέσεις, Ὁδοιπορικὸ 1897, Μέρες ναυάρχων καὶ ἐπανάστασης, Χανιὰ – Ρέθυμνο -Ἡράκλειο – Σητεία – Σφακιά, Μετάφραση – Εἰσαγωγὴ – Σχόλια Γ. Μόραγλης, ἐκδ. τὸ Βῆμα, Ἀθήνα 2010, σ. 162.
3. πρβλ. Theodor Birt, Ἀλέξανδρος ὁ μέγας καὶ ὁ παγκόσμιος ἑλληνισμὸς μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, μετάφρ. Νικ. Κ. Παπαρρόδου, Ἀθῆναι 1956, σ. 257.
4. Ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Φιλίππου Β΄ ἐπισκιάσθηκε μέσα στὴν ἱστορία, τόσο λόγῳ τοῦ πρόωρου βίαιου θανάτου του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ὡς διάδοχο τὴ μεγαλοφυΐα τοῦ γιοῦ του Ἀλεξάνδρου Γ΄. Ὅμοια στὴ νεότερη ἑλληνικὴ ἱστορία ἡ μορφὴ τοῦ ἀπαράμιλλου στρατιωτικοῦ ἡγέτη Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος δολοφονήθηκε νέος καὶ μὲ παρασπονδία, ἐπισκιάσθηκε ἀπὸ τὴ μεγαλοφυΐα τοῦ γιοῦ του Θεοδώρου ἀρχιστρατήγου τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
5. Πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ ἀρχαῖες ἑλληνικὲς διάλεκτοι δὲν ἦταν διαφορετικὲς γλῶσσες καὶ ποτὲ δὲν ἐξελίχθηκαν σὲ τέτοιες, διότι ὑπῆρχε μεταξὺ τους ἀμοιβαία κατανόηση, ἦταν ποικιλίες τῆς ἴδιας γλώσσας.
6. Πράξεις Ἀποστόλων 6,1.
7. Λουτσιάνο Κάνφορα, Ἑλληνισμός, Ἑρμηνεία τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, μετάφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1992, σ. 113.
8. Βλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Στάϊκος, Βιβλιοθήκη ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἕως τὴν Ἀναγέννηση καὶ Σημαντικὲς Οὐμανιστικὲς καὶ Μοναστη- ριακὲς Βιβλιοθῆκες (3000 π.Χ. – 1600 μ.Χ.) Προλεγόμενα Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ, Ἀθήνα 1996, σ. 147.
9. 4 π.Χ.-65 μ.Χ.
10. «Quid sibi volunt in mediis barbarorum regionibus Graecae civitates? Quid inter Indos Persasque Macedonicus sermo?», Βλ. Λουτσιάνο Κάνφορα, Ἑλληνισμός, Ἑρμηνεία τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, μετάφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1992, σ. 121-122.
11. Κατὰ καιροὺς εἶχε ἀπασχολήσει τὴν ἔρευνα ἡ φυσιογνωμία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶχε ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ διαφόρους ὅτι πρόκειται γιὰ μία καθαρὴ ἑλληνικὴ χωρὶς ἐπηρεασμούς, ἀπὸ ἄλλους εἶχε ὑποστηριχθεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ γλῶσσα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸν ἑβραϊκὸ τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς καὶ ὅτι τάχα ἀποτελοῦσε ἕναν ἰδιαίτερο κλάδο τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινῆς, τὴ βιβλικὴ ἑλληνική, ἄποψη ἡ ὁποία ἔτεινε νὰ ἐπικρατήσει κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα. Ὅμως βάσει τῶν ἐρευνῶν τοῦ Γερμανοῦ πάστορος Adolf Deissmann ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἡ λαϊκὴ γλῶσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία διασώθηκε στοὺς παπύρους, τὶς ἐπιγραφὲς καὶ τὰ ὄστρακα. (πρβλ. Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Α. Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἰνστιτοῦτο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2001, σ. 481.) Παρ’ ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε ὅτι οἱ λόγιες λέξεις τὶς ὁποῖες περιέχει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἀποτελοῦν ἀμελητέα ποσότητα.
12. Πρέπει νὰ τονισθεῖ, γιὰ ἄλλη μία φορά, ὅτι ἡ ἀγγλικὴ γλώσσα θὰ ἦταν παντελῶς ἀνίκανη νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὶς διεθνεῖς συναλλαγές, ἐὰν δὲν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λεξιλογικὸ πλοῦτο καὶ ὀργάνωση μὲ γραμματικὴ καὶ συντακτικό.
13. Οἱ ἰδιομορφίες τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινῆς δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπασχολήσουν τὸ παρὸν ἄρθρο, τὸ ὁποῖο ἐπικεντρώνεται στὴ διαχρονικὴ ἐπίδραση τῆς ἀπαράμιλλης προσωπικότητας τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ ἐνδιαφερόμενος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ πληροφορηθεῖ τὶς ἰδιομορφίες αὐτὲς ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἔργο: Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια ‘A. Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας, Ἰνστιτοῦτο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2001, σ. 442-530.
14. πρβλ Γ. Μπαμπινιώτης, Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας γενικὴ ἐπισκόπηση, περιλαμβάνεται στὸ συλλογικὸ ἔργο: Ἑλλάς, Ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς μέχρι σήμερα, Ἐκδοτικὸς Ὀργανισμὸς Πάπυρος, Ἀθήνα 1997, σ. 22. 15. Γ. Μπαμπινιώτης, Ἑλληνικὴ γλῶσσα, παρελθὸν – παρὸν – μέλλον, μελετήματα, διαλέξεις καὶ ἄρθρα 1977-1993, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2000, σ. κζ΄, κη΄.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη