Ὁ Μέγας Ἀντώνιος (περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του)
Τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου
17 Ἰανουαρίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΣΗΜΕΡΑ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Θὰ ποῦμε μερικὰ διδακτικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του.
* * *
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸν τρίτο αἰῶνα μετὰ Χριστόν, τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὴν Ἀλεξάνδρεια. Εἶχε εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ πλουσίους γονεῖς, ποὺ πεθαίνοντας τὸν ἄφησαν κληρονόμο μεγάλης περιουσίας. Γράμματα ὅμως δὲν θέλησε νὰ μάθῃ.
Νέος στὴν ἡλικία πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μιὰ Κυριακὴ ἄκουσε στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέῃ ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο ἐκεῖνο νέο ποὺ ζητοῦσε τὴν τελειότητα· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21), νὰ πουλήσῃ δηλαδὴ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Κ' ἐμεῖς τὸ ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸ πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν μᾶς κάνει τόση ἐντύπωσι. Ἐκεῖνος τ' ἄκουσε γιὰ πρώτη φορά, καὶ δὲν χρειάστηκε νὰ τὸ ξανακούσῃ. Ἀμέσως εἶπε· «Αὐτὸς ὁ λόγος ἁρμόζει σ' ἐμένα». Καὶ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, εἶχε πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι καὶ προχώρησε· πούλησε ὅλα ὅσα κληρονόμησε, τριακόσια ἐκλεκτὰ χωράφια, ἔδωσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, κι ἀφοῦ φρόντισε γιὰ τὴν ὀρφανὴ μικρὴ ἀδελφή του ἀνεχώρησε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ ἔζησε πολλὰ χρόνια, ὀγδονταπέντε καὶ πλέον. Ποιός μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὸ σκληρὸ ἀγῶνα του ἐκεῖ ἐναντίον τῶν δαιμόνων;
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρχαν σοφοί, ποὺ διάβαζαν βιβλία πολλά. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴ φήμη του κι ἀποροῦσαν, πῶς ἕνας ἀγράμματος κατώρθωσε νὰ φτάσῃ σὲ τέτοια ἐπίπεδα. Πῆγαν λοιπὸν καὶ τὸν βρῆκαν στὴν ἔρημο. Τὸ ρωτᾶνε·
―Ἐμεῖς κοπιάζουμε διαβάζοντας Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, τόσους σοφούς. Ἐσὺ τί βιβλία διαβάζεις;
―Ἐγώ, λέει, μελετῶ βιβλία ποὺ ἐσεῖς δὲν τὰ προσέχετε.
―Ποιά εἶνε τὰ βιβλία αὐτά;
―Εἶνε τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται μπροστά μας. Πρῶτο βιβλίο εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει τὴν ἡμέρα, μᾶς θερμαίνει, μᾶς ζωογονεῖ. «Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου». «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…» (καὶ μέχρι σήμερα πράγματι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει πεῖ τὴν τελευταία λέξι της, ἀλλ' ἀκόμη μελετᾷ τὸν ἥλιο). Ἄλλο βιβλίο εἶνε ἡ σελήνη μὲ τὸ κατανυκτικό της φῶς τὴ νύχτα. Βιβλίο εἶνε ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε. Βιβλίο ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντος, βιβλίο οἱ ποταμοί, βιβλίο τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα, βιβλίο τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, βιβλίο ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Βιβλίο εἶνε ἡ φύσις. Αὐτὰ εἶνε, λέει, τὰ βίβλια ποὺ διαβάζω καὶ μελετῶ. Καὶ θαυμάζω καὶ λέω κ' ἐγώ· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
Ἔμειναν κατάπληκτοι κ᾿ ἔφυγαν σκεπτικοί.
Ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸν θαύμαζε καὶ τοῦ ἔστειλε μιὰ ἐπιστολή. Ὅταν ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴ στὴν ἔρημο, οἱ μαθηταί του ἔλεγαν·
―Πόσο τιμᾷ ὁ βασιλιᾶς τὸ διδάσκαλό μας!
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶπε·
―Θαυμάζετε ποὺ ἕνας ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλε σ' ἐμένα ἐπιστολή; Νὰ θαυμάζετε, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ βασιλεῖς εἶνε ἕνα μηδενικό, μᾶς ἔστειλε γράμμα. Καὶ τὸ γράμμα του εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Τὸ διαβάζουμε ἆραγε μὲ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον;
Θυμᾶμαι, ὅτι ὅταν ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς βρέθηκα κ' ἐγὼ σὲ ἕνα προκεχωρημένο φυλάκιο εἶδα ἀπὸ πίσω, χωρὶς νὰ μὲ ἔχῃ ἀντιληφθῆ, ἕνα στρατιώτη ποὺ κάτι διάβαζε καὶ ἔκλαιγε. Τὸν πλησίασα. Τί διάβαζε; Εἶχε λάβει γράμμα ἀπὸ τὴ μάνα του. Ὅπως λοιπὸν αὐτὸς ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας, ὅταν λάβουμε γράμμα ἀπὸ πρόσωπο ἀγαπημένο, τὸ διαβάζουμε καὶ τὸ ξαναδιαβάζουμε, κατὰ παρόμοιο τρόπο, λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πρέπει νὰ διαβάζουμε ―καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε― τὴν ἁγία Γραφή.
Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε πόλεμο ἀπὸ τὸν πονηρό. Κάποτε, σὲ στιγμὴ πειρασμοῦ, ὁ σατανᾶς τοῦ εἶπε· «Ἀντώνιε, ἄλλος ἀπὸ σένα δὲν ὑπάρχει. Εἶσαι ὁ πιὸ ἅγιος πάνω στὴ γῆ…». Ἐπικίνδυνος ὁ λογισμὸς τῆς ὑπερηφανείας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος τὸν ἔδιωξε. Ἄκουσε ὅμως τότε καὶ μιὰ ἄλλη φωνὴ ἀπὸ τὸ Θεό·
―Θέλεις νὰ δῇς, ποιός εἶνε ὁ πιὸ ἅγιος; Πήγαινε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια (στὴ μεγάλη πόλι μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ διαφθορά), κ' ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇς.
Κατεβαίνει στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι ἀφοῦ πέρασε κεντρικὰ κι ἀπόμερα μέρη, φθάνει μπροστὰ σ᾿ ἕνα ὑπόγειο. «Ἐδῶ», τοῦ εἶπε ἄγγελος Κυρίου, «κατοικεῖ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου». Ὅταν μπῆκε εἶδε ἕνα τσαγκάρη.
―Ἐσύ, τὸν ἐρωτᾷ, τί κάνεις; Πῶς ζῇς;
―Σηκώνομαι τὸ πρωῒ καὶ κάνω τὸ σταυρό μου. Μαζεύω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου, κάνουμε προσευχὴ καὶ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο. Μετὰ ἔρχομαι ἐδῶ στὸ τσαγκαράδικο καὶ δουλεύω. Ἀπ᾿ ὅ,τι βγάζω, δίνω καὶ σὲ κανένα πιὸ φτωχό. Κλαίω γιὰ τ' ἁμαρτήματά μου καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
―Δὲν κάνεις τίποτ᾿ ἄλλο;
―Τίποτ' ἄλλο.
Καὶ θαύμασε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ν' ἀσκητεύῃς σὲ μιὰ σπηλιά, κι ὅμως νὰ πᾷς στὴν κόλασι· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσα στὴν πιὸ διεφθαρμένη πόλι καὶ κοινωνία, καὶ νὰ ζήσῃς ὄχι μόνο μὲ σωφροσύνη ἀλλὰ καὶ μὲ παρθενία.
Κάτι ἀκόμη.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας τυφλὸς θεολόγος. Λεγόταν Δίδυμος καὶ ἤξερε ἀπ' ἔξω τὴν ἁγία Γραφή. Τὸν συνήντησε λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τοῦ λέει·
«Μὴ λυπᾶσαι ποὺ δὲν ἔχεις μάτια σωματικά. Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ οἱ μυῖγες καὶ τὰ κουνούπια κι ὅλα τὰ ζῷα. Ἐσὺ ἔχεις ἄλλα μάτια, μάτια ἀγγελικά, ποὺ βλέπουν τὸ Θεὸ καὶ τὸ φῶς του».
«Μακάροι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε τυφλοί. Μέσ' στοὺς χίλιους πόσοι βλέπουν;
Ἕνας ἀπὸ 'κείνους ποὺ τὸν πλησίασαν καὶ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ὁ ἀββᾶς Σισώης, εἶπε· Ἂν εἶχα ἕνα λογισμὸ τοῦ Ἀντωνίου, «ἐγινόμην ὅλος πῦρ» (9' ΕΠΕ Φιλοκαλία 1,664). Θαυμάζω, λέει, τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Ἐμεῖς δὲν σκεπτόμαστε τὸ Θεό, ἐνῷ αὐτὸς συνεχῶς ἐκεῖνον σκέπτεται. Δός μου, λέει, Θεέ μου, ἕνα λογισμὸ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ γίνω «ὅλος πῦρ».
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν, καὶ τοὺς πολεμοῦσε. Κυρίως ὅμως πολέμησε τὸ σατανᾶ στὴν ἔρημο.
Καὶ ἔφτασε, παρακαλῶ, νὰ περάσῃ τὰ ἑκατὸ χρόνια. Τί ἔτρωγε; Ἦταν φοβερὸς νηστευτής. Ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ ἔπινε νερὸ ἀπὸ τὸ Νεῖλο. Ἔλα, ἐσὺ μὲ τὰ μπιφτέκια σου, νὰ ζήσῃς 105 χρόνια, ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος! Σήμερα τὸ πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων εἶνε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32). Εἶνε ἐποχὴ τῆς καταναλώσεως. Ἐνῷ ἡ νηστεία εἶνε φάρμακο μακροβιότητος. Ἐξαρτᾶται λοιπὸν καὶ ἀπὸ 'μᾶς ἡ μακροβιότης.
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας. Καὶ τώρα ἐμεῖς τί θὰ κάνουμε; Μιά φορὰ ἄκουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τὸν ἐφήρμοσε. Ἐμεῖς τ' ἀκοῦμε τ' ἀκοῦμε, καὶ δὲν τὰ πιστεύουμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς συμπληρώνοντας τὸν ἅγιο Ἀντώνιο· «Σοῦ λέει ὁ Χριστὸς νὰ πουλήσῃς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ νὰ τὰ δώσῃς στοὺς φτωχούς, καὶ δὲν τὸ κάνεις. Ἔ, τότε κάνε τὸ ἄλλο· δῶσε τὰ μισά. Οὔτε αὐτὸ τὸ κάνεις; Τότε δῶσε τὸ ἓν δέκατο. Τίποτα!». Ἀπόδειξις ὅταν γίνεται ἔρανος· οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνταποκρίνονται γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἂν ἐφαρμόσουμε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, φτάνει· δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλα «εὐαγγέλια»· οὔτε τοῦ Νίτσε, οὔτε τοῦ Λένιν, οὔτε τοῦ Μάρξ, οὔτε ὁποιουδήποτε ἄλλου. Ἐὰν ἐφαρμόσουμε ὅλοι τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ὁ πλανήτης μας θὰ μποροῦσε νὰ θρέψῃ τετραπλάσιο πληθυσμό. Ἐνῷ τώρα πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ἄνθρωποι κάτω στὴ Σομαλία καὶ σὲ ἄλλα μέρη.
Ἂς ζήσουμε λοιπὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε, νὰ μᾶς ἀξιώνῃ νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἁγία του ἑορτή. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Κυριακὴ 17-1-1993. Τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἐλειτούργησε· παρέστη μόνο στὴν θ. λειτουργία καὶ ὡμίλησε, γιατί ἦτο ἀσθενής. Ὑπῆρχε δὲ καὶ ψῦχος)
Πηγή: Αυγουστίνος Καντιώτης