Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ*
Ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος, ποὺ «ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ», τὸν περασμένο μῆνα, δὲν εἶνε ἄλλος, παρὰ ὁ διηγηματογράφος καὶ ἀκαδημαϊκὸς Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Πρὶν ντυθεῖ τὸ «ἀγγελικὸν σχῆμα», ὑπῆρξε ἀναχωρητὴς μέσα στὴν πολυθόρυβη πρωτεύουσα. Σ' ἕνα ἀπόμερο δρομαλάκι τῶν Ἀθηνῶν, τὸ μοναχικό του δωμάτιο ἤτανε κελλὶ μοναστηριοῦ, ποὺ στὴν πόρτα του ἔσβυν' εὐλαβητικὰ τὸ κῦμα τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς. Κ' ἐκεῖ μέσα, τριγυρισμένος ἀπὸ ἱερὲς εἰκόνες, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀκοίμητης καντήλας, ποὺ φώτιζε τὰ χλωμὰ πρόσωπα τῶν ὁσίων καὶ τῶν μαρτύρων καὶ ποὺ φάνταζε στὴν σὰν ἕνας ἥλιος πνευματικῶν οὐρανῶν, ὁ μεγάλος Χριστιανός, ἀποτραβηγμένος ἀπὸ τὴν ζωή, ποὺ βούϊζε τριγύρω του, ἐψέλλιζε τὶς προσευχές του καί, νέος ὑμνῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συνέθετε, σὲ βυζαντινὰ μέλη, τὰ νέα τροπάρια τῶν ἡρώων τῆς πίστεως.
Ἡ μεταβολὴ ἦτο ἐντελῶς ἐξωτερική. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τίποτε δὲν εἶχε ἀλλάξει. Κάτω ἀπὸ τὸ λαϊκὸ ἔνδυμα τοῦ καθηγητοῦ, τοῦ διηγηματογράφου καὶ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ, ζοῦσε πάντα ὁ ἀσκητής. Κάτω ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος.
Ἤμουν παιδί, ὅταν τὸν πρωτογνώρισα, καὶ ἦταν ὥριμος ἄνδρας μὲ ὡραία κατάμαυρη γενειάδα. Μιὰ ἡμέρα τὸν ἀπάντησα σ' ἕνα καφενεῖον τῆς προκυμαίας τοῦ Πειραιῶς. Τὰ μάτια του καρφωμένα, νοσταλγικά, στὸ πανόραμα τοῦ λιμανιοῦ μὲ τὰ δεμένα καράβια καὶ τ' ἁπλωμένα πανιά, στὸ ἀπόβροχο τοῦ μακρινοῦ ἐκείνου δειλινοῦ. Ὁ νοῦς του ταξίδευε ποῦ ἀλλοῦ;-πρὸς τὰ «ρόδινα ἀκρογιάλια» τοῦ ἀγαπημένου νησιοῦ, τοῦ νησιοῦ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ δικοῦ του. Τὸν πλησίασα δειλά, ὅπως πλησιάζει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ προσεύχεται. Σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ μὲ κύτταξε μὲ τὸ γλυκὸ χαμόγελο, ποὺ φώτιζε πάντα τὸ πρόσωπό του, ἕνα χαμόγελο ποὺ ἔδινε θάρρος καὶ γεννοῦσε ἐμπιστοσύνη, τὸ χαμόγελο ποὺ διατήρησε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, ἐξιδανικευμένο τώρα στὰ τελευταῖα του χρόνια, σὰν κάποιο ἀντιφέγγισμα παραδοσιακοῦ φωτός.
— Καλῶς τὸ πατριωτάκι... μοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη.
Ὁ Σκιαθίτης δὲ λησμονοῦσε, πὼς ἡ Σκόπελος, ἡ πατρίδα μου, ἤτανε ἡ καταγάλανη ἀδελφούλα τῆς Σκιάθος.
— Καὶ πῶς μὲ τὸ καλὸ στὸν τόπο μας κύριε Ἀλέξανδρε; τοῦ εἶπα.
— Κατεβαίνω πότε-πότε —μου ἀποκρίθηκε— ὅταν ἔρχεται κανένα Σκιαθίτικο καράβι καὶ βλέπω τοὺς πατριῶτες. Ἀφοῦ δὲν μποροῦμε, βλέπεις, νὰ πᾶμε ἐμεῖς στὸ νησί, ἔρχεται τὸ νησί σ' ἐμᾶς.
Ἦταν ἀκόμα τότε καθηγητὴς Γυμνασίου, ἔμενε ὑποχρεωτικὰ στὴν Ἀθήνα καὶ τὸ εἶχε παρηγοριὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὰ Σκιαθίτικα καράβια, ὅταν ἔφταναν στὸν Πειραιᾶ. Πατώντας τὴν κουβέρτα τῶν καραβιῶν τῆς πατρίδας του, εἶχε τὴν ἐντύπωση πὼς πατεῖ τὰ ἀγαπημένα χώματα. Ἔτσι «τοῦ βορριᾶ τὰ κύματα», ποὺ ἔγιναν ἀργότερα ὁ τίτλος μιᾶς σειρᾶς θαλασσινῶν του σελίδων, τοῦ φέρνουν πάντα «χαιρετίσματα» ἀπ' τὸ νοσταλγημένου του νησί.
Σὲ λίγο, ἀλλάζοντας τόνο, σὰ νὰ ξαναγύριζε στὴν πραγματικότητα ἀπὸ ἕνα φανταστικὸ ταξίδι, μοῦ εἶπε κατευχαριστημένος:
— Μπράβο! Ἐδῶ στὸν Πειραιᾶ παρατηρῶ, ὅτι ἔχουν μεγάλη τάξη. Μακάρι νὰ τὴν εἴχαμε καὶ στὴν Ἀθήνα...
— Σὲ τὶ πρᾶμα, κύριε Ἀλέξανδρε; τὸν ρώτησα.
Μοῦ ἔδωσε μιὰ ἀπάντηση, ποὺ οὔτε τὴν περίμενα, οὔτε μποροῦσα νὰ τὴν φαντασθῶ, τότε, νεαρὸς ἄπιστος ἐγώ, ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς μορφωμένου ἀνθρώπου, ἑνὸς καθηγητοῦ τοῦ Γυμνασίου καὶ ἑνὸς συγγραφέως, ποὺ θαύμαζα. Μιὰ ἀπάντηση, ποὺ τώρα τὴν καταλαβαίνω σὲ ὅλο της τὸ βάθος:
— Παρατηρῶ -μοῦ εἶπε- ὅτι ἐδῶ στὸν Πειραιᾶ ὅλες οἱ καμπάνες τοῦ Ἑσπερινοῦ σημαίνουνε μαζί, τὴν ἴδια ὥρα. Ὄχι ὅπως στὴν Ἀθήνα, ποὺ κάθε ἐκκλησία ἔχει τὸ χαβά της.
Καὶ, σὲ λιγάκι, τονίζοντας τὴν ἐντύπωσί του, ξαναεῖπε σοβαρότερα:
— Μεγάλη τάξη. Μπράβο!
Ἁπλούστατα, ἐκείνη τὴν ὥρα, δὲ μιλοῦσε ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Μιλοῦσε -ἀπὸ τότε- ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος. Ἡ «κουρά» του στὰ ὀγδόντα του χρόνια δὲν ἤτανε παρὰ μιὰ ἁπλῆ ἐκπλήρωσις ἑνὸς τύπου.
Καὶ μὲ τὶ χαρὰ ντύθηκε τὸ «ἀγγελικὸν σχῆμα», ὡς «ἔνδυμα γάμου», γιὰ νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ! Ἕνα γράμμα του, ποὺ ἔστειλε λίγες μέρες ὕστερα σὲ μιὰ εὐλαβητικὴ γυναῖκα τῶν Ἀθηνῶν καὶ ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν «Ἑστία», νομίζει κανείς, πὼς εἶνε γραμμένο ἀπὸ καθολικὴ παρθένα δεκατεσσάρων ἐτῶν, ποὺ ἔκανε τὴν πρώτη της μετάληψη καὶ διηγεῖται σὲ μιὰ φιλενάδα της τὴ χερουβικὴ τελετή. Ἀπαράλλακτα ὁ Μωραϊτίδης, μ' ἕνα παρθενικὸ ὕφος, μιλεῖ γιὰ τὰ ρασάκια του, -καὶ τὶ ὡραῖα ποὺ τοῦ στέκανε,- γιὰ τὶς καμπάνες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ σήμαιναν χαρμόσυνα, γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη καὶ γιὰ τὶς εὐλαβητικὲς γυναῖκες τοῦ ἐκκλησιασμοῦ -γι' αὐτὲς μιλεῖ δυὸ φορὲς στὸ γράμμα του, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὶς καλὲς μυροφόρες- ποὺ δὲν χόρταιναν νὰ τὸν καμαρώνουν, μέσα στὸ «ἀγγελικό» του «σχῆμα». Πολλοὶ γέλασαν, διαβάζοντας τὸ γράμμα αὐτό. Εἶναι ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ αἰσθανθοῦν τὸν ὡραῖο παλμὸ μιᾶς πνευματικῆς φιλαρέσκειας, στὴν ὁποία ἕνας ὑπερούσιος σενσουαλισμὸς ἑνώνεται μὲ μιὰ βαθειὰ θρησκευτικότητα, στὸ ἴδιο κρᾶμα ποὺ χαρακτηρίζει ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ συγγραφέως τοῦ «Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ» καὶ τῆς «Χρυσῆς Καδένας», τοῦ συγγραφέως ποὺ ζωγράφιζε μὲ τὴν ἴδια τρυφερότητα τοὺς ἁγίους τῶν ἐρημικῶν τέμπλων καὶ τὶς ὥμορφες γυναικοῦλες τοῦ νησιοῦ του.
Τὰ «εἰρηνικά, ἀνώδυνα καὶ ἀνεπαίσχυντα τέλη» τοῦ δούλου τοῦ θεοῦ, μοναχοῦ Ἀνδρόνικου, στάθηκαν τὸ κορύφωμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
*Σημ. τ. «Νέας Ἑστίας». -Ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ τὴ «Νέα Ἑστία» τῆς 1ης Δεκεμβρίου 1929 καὶ εἶναι ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες σελίδες ποὺ γράφτηκαν ἀμέσως ἔπειτ' ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη.
Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 559, 1950
Ἑλλήνων Φῶς