Ο ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ
Σέ συνάρτηση μέ τήν κλασσική Ἑλλάδα, ἔτσι ἐννοημένη στήν οὐσία της, ὁ Σεφέρης μᾶς ἐμπιστεύτηκε μιά ἰδιωτική στιγμή του, πού δέν πρέπει νά φτάνει σέ ὧτα βέβηλα. Μιά ἄγρια νύχτα στήν Ἀφρική, καθώς διάβαζε τήν ἐπίκληση πού ἔκανε ὁ Προμηθέας στόν αἰθέρα στίς πηγές καί στόν ἥλιο, ἐξαιτίας τά βάσανα πού τραβοῦσε, ξέσπασε σέ λυγμούς. Ἀπό πού ἀνέβηκαν ἐκείνα τά κλάματα τοῦ Σεφέρη τό ΄νιωσα, καί φαντάζομαι πώς θά τό ΄χει νιώσει κι ὁ καθένας μέ τό δικό του τρόπο, ἄν ἠμπορεῖ νά αἰσθάνεται τόν "ἐλληνικό ἐλληνισμό", ὅταν ἕνα καλοκαίρι διάβασα λίγες γραμμές τοῦ Ντοστογιέφσκι γιά τήν Ἑλλάδα.
Στήν νουβέλα του Τό ὄνειρο ἕνός γελοίου, ὁ Ντοστογιέφσκι ἐπιχειρεῖ νά ξαναντύσει τόν ἄνθρωπο μέ τό κάλλος τῆς ἀρχαίας στολής του. Νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἀρχική του καθαρότητα.
Σέ μιά παραλία τοῦ σύμπαντος, πέρα ἀπό τόν ἀστερισμό τῆς Τρόπιδας καί τίς ροές τοῦ Ἠριδανοῦ, ὁ συγγραφέας άνακαλύπτει νά ξεμακραίνει ἡ χαμένη Παράδεισος. Ἀπό κεῖνο τό μυχό τοῦ ἀπείρου ἡ γῆ φάνταζε κόκκος μικρός μέ κουνήματα μέδουσας. Ἐκεῖ ὁ χρόνος, συνεχίζει ὁ Ντοστογιέφσκι, δέν κουβαλοῦσε δηλαδή τό ψέμμα, τήν ἠδυπάθεια, τή ζηλοτυπία, τόν ψόγο, τίς ντροπές, τήν τιμή, τή θλίψη, τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιστήμη, τήν ἰδιοκτησία, τό δίκαιο, τή λαιμητόμο, τά ὄνειρα, τή δουλειά, τή δουλεία, τόν πόλεμο, τήν ἀπάτη, τό δόλο, τούς ναούς.
Αὐτοῦ τοῦ τόπου κι αὐτοῦ τοῦ τρόπου τό κλῖμα καί τό σχῆμα, τό χρῶμα καί τό πνεῦμα, ὁ μεγάλος σλάβος δέν μπόρεσε νά τά φαντασθεῖ διαφορετικά ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας.
"Μοῦ φαινότανε", γράφει, "πῶς βρισκόμουνα σ΄ ἕνα ἀπό κεῖνα τά νησιά, πού στή δική μας γῆ σχηματίζουν τό ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος. Ἤ σέ κάποια ἀκτῆ ἀπέναντι ἀπό τίς θάλασσες τοῦ Αἰγαίου. Ὦ! ὅλα ἐκεῖ ἧσαν ὅπως εἶναι καί σέ μᾶς. Ἡ μόνη διαφορά ἧταν πώς ὅλα ἔμοιαζε νά τά λούζει ἡ χαρά τῆς γιορτῆς καί νά ἀστροποβολοῦν. Γιατί εἶχαν φθάσει στό μέγα καί στό ἱερό τέρμα τοῦ θριάμβου".
Ἔτσι φαντάστηκε τόν οὐρανό καί στήν Ἑλλάδα ὁ Ντοστογιέφσκι. Εἶναι τάχα ἡ άγνόηση τῆς ἀνάγκης, αὐτό πού τό εἶπαν "ἀφέλεια" στούς Ἑλληνες πού ἄφηκε νά λάμψει αὐτή τῆς Ἑλλάδας; Ὄχι, θά εἰπεῖ ὁ τραγικός Αἰσχῦλος. Καθώς ὁ Προμηθέας ἀποθέτει στήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων τό βάρος τῆς ἀντοχῆς τῶν θεῶν, θά τρίψει τά ἀπολιθώματα τῶν στεναγμῶν του στή χρυσόσκονη τῶν ἐντόμων, στό γαργαρητό τῶν πηγῶν καί στήν ἡλιοσύνη τοῦ αἰθέρα. Τραβώντας ἔτσι τά πάθη της ἡ ζωῆ στήν Ἑλλάδα κωδωνοκρούει τήν Ἀνάληψη τοῦ τόπου στό φέγγος τῶν ἀνέμων, καί στό ἀσταμάτητο γέλιο τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας:
Ποντίων τε κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα.
Οἱ Ἕλληνες ἧσαν ὁ εὐφυέστερος λαός τῆς ἀρχαιότητας, λέει ὁ Φρόυντ, ἀκριβῶς γιατί εἶχαν κατανοήσει ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς φύσης εἶναι πάνω ἀπό τή δύναμη καί τῶν θεῶν ἀκόμη.
Πηγή: Ο ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ, Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ἐκδόσεις Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς
῾... δέν μπόρεσε νά κλέψει ἀπό τόν Ὅλυμπο, μαζί μέ τή φωτιά καί τήν τεχνική γνώση, τήν πολιτική γνώση."
"... κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν
πυρί ―ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ
χρησίμην γενέσθαι― καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν
μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ
πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. "
"... να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία."
"..Ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ την ἀρετή, ἐφόσον με τόν τρόπο ποῦ ζεῖ καταφέρνει νά ἀποτρέπει τήν εἴσοδο του στήν τροχιά τῆς εὐθύνης γιά τήν αὐτοκαταστροφή του..Ἀρετή εἶναι ἡ εἰλικρίνεια πού δείχνουμε στόν ἴδιο τον ἑαυτό μας."
"...Ἐφόσον ἡ εἰλικρίνεια ἔχει σχέση μέ τήν ἀλήθεια, καί ὅλοι γνωρίζουμε πώς εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα, γίνεται ἀμέσως φανερός ὁ δεσμός τῆς ἀρετῆς μέ τήν ἀλήθεια."