«Ο νους μου τα βουνά κρατεί» φιλοσοφικές στιγμές στην κρητική μαντινάδα
Γιάννης Ματθαιουδάκης
«Ο νους μου τα βουνά κρατεί και μες τα δάση μπαίνει
κι όντε πετά στον ουρανό στα βάθη κατεβαίνει.»
Β. Κορνάρος. «Ερωτόκριτος».
«Στέκομαι μπροστά στο ψηλότερο βουνό μου
και μπροστά στο μακρύτερο ταξίδι μου:
γι΄αυτό πρέπει να κατέβω πιο βαθιά απ’ όσο κατέβηκα ποτέ…
Αυτός είναι ο κίνδυνος μου:
το ότι το βλέμμα μου ρίχνεται προς τα ύψη
και το χέρι μου κρατιέται και στηρίζεται στα βάθη.»
Φ. Νίτσε. «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα»
Στη μαντινάδα δεν βλέπουμε απλώς ένα μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, «Τέχνη για την Τέχνη» ή Τέχνη για λίγους και μυημένους, αλλά την εκδήλωση μιας συνολικής κουλτούρας της ύπαρξης. Το ουσιαστικό μέρος της ζωής ενός πολιτισμού που συνδιαλέγεται με τον εαυτό του και «τις σιγανές πηγές της ζωής». Αυτός ήταν και ο καταγωγικός σκοπός, η αποστολή της Φιλοσοφίας πριν καταλήξει στην σημερινή «επαγγελματική» της εκδοχή· η κατάκτηση δηλαδή ενός νοηματοδοτημένου, αγαθού και ευδαιμονικού βίου στο πλαίσιο μιας κοινότητας.
Οι επιστήμες της λαογραφίας και της φιλολογίας έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην καταγραφή, θεματοποίηση, ταξινόμηση και γλωσσολογική ανάλυση της κρητικής παράδοσης. Παρότι όμως αναγνωρίζουν το στοχαστικό της βάθος, δεν «νομιμοποιούνται» επιστημονικά να εκθέσουν μια συγκριτική φιλοσοφική ανάγνωση εκτός ελληνικής παράδοσης, από την στιγμή που απουσιάζει το κοινό έδαφος για δάνεια, επιρροές ή διακειμενικότητες. Είναι ωστόσο εφικτή μια δοκιμή πάνω στο θέμα. Προϋποθέτει μια μεθοριακή προσέγγιση. Ο Μπάρτοκ θα ζήσει μαζί με τους χωρικούς για να μελετήσει τα παραδοσιακά ουγγρικά τραγούδια και ο Χατζιδάκις πίστευε ότι για να καταλάβει κανείς το ρεμπέτικο «πρέπει να είναι λαϊκός με μόρφωση μεγαλοαστού». Κάποτε ρώτησαν τον Παπαγιώργη: «ανάμεσα σε ένα τραπέζι με ακαδημαϊκούς και σ’ ένα άλλο με λαϊκούς ανθρώπους, ποιο από τα δυο θα διαλέγατε να καθίσετε;» και απάντησε «δεν ενώνουμε τα τραπέζια;». Αυτό θα επιχειρήσουμε κι εδώ με τους δύο κόσμους ποιητικής έκφρασης· όχι εκβιαστικά ή εγκεφαλικά, αλλά με μια χειρονομία επικοινωνίας.
Αντλούμε από φιλοσόφους που γράφουν ποιητικά και από ποιητές που φιλοσοφούν. Εξέχοντα παραδείγματα οι Ηράκλειτος, Πλάτωνας, Γκαίτε, Νίτσε, Κίρκεργκωρ, Ουναμούνο, Θορώ, Σιοράν, Καμύ, Μπατάιγ, και αντιστοίχως οι Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βαλερύ, Ρίλκε, Πεσσόα, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Γκάτσος, Γκανάς μεταξύ πολλών άλλων. Όπως καίρια συνοψίζει ο Αντώνης Φωστιέρης: «Ο κινούμενος στα όρια του φιλοσοφικού στοχασμού ποιητικός λόγος, οφείλει να ισορροπεί κάθε στιγμή ιδανικά ανάμεσα στο αίσθημα και το νου, απαλείφοντας το βάρος του εννοιολογικού πλαισίου και εξυψώνοντας το κάλλος μέσω του ποιητικώς οράν». Να «βλέπεις» δηλαδή περιεκτικά, ανεβάζοντας το αισθητό του κόσμου στα άκρα της συνειδητότητας και της ευαισθησίας.
Οι συνάφειες που εντοπίζω -ευθείες κι όχι σχηματικές προβολές ή ελλειπτικές συσχετίσεις- θα αναδειχθούν μέσω μιας εκλογής μαντινάδων χαρακτηριστικών για το υπαρξιακό βάθος, αλλά και την αισθητική τους ποιότητα. Οι αναφορές - παραπομπές είναι ενσωματωμένες στο κείμενο ώστε να μην διακόπτεται η αφήγηση από τον υπέρμετρο υπομνηματισμό. Αποτολμώ επίσης μια συνδυαστική ερμηνεία με βάση τον ουσιώδη ρόλο της κοινότητας, καθώς και των σχετικών παραμέτρων όπως: ιστορικοί καθορισμοί, γεωμορφολογία και τρόπος ζωής, πλαστικότητα του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Ερωτόκριτος και προφορική παράδοση, χριστιανικό δόγμα.
Χωρίς τοπικιστικές εξιδανικεύσεις ή νοσταλγία για κάποια χαμένη γραφικότητα, το δοκίμιο αφορά την περίπτωση της Κρήτης, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί σε άλλες περιοχές, και τις δικές τους κάθε φορά διακριτές ιστορικές διαδρομές. Το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το μαλαϊκό παντούμ, το περσικό ρουμπάι ή το ιαπωνικό ρένκου αποτελούν αντίστοιχες, πηγαίες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης. «Κάθε πολιτισμός είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί, ιδιαίτερες και μεταβλητές εκφάνσεις μιας κοινής ανθρώπινης φύσης», θα πει με αυτήν την έννοια ο Φεγεράμπεντ. Φωτίζουμε τη λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου στην οικουμενική της όψη, απαλλαγμένη από τις συνήθεις στερεοτυπικές της προσλήψεις, είτε αυτές είναι αρνητικές, αποδομητικές είτε είναι μουσειακές και εξωραϊστικές.
Στην εποχή μας, διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες όπως οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού, απαισθητοποιημένου τρόπου ζωής. Τι επιφυλάσσει αυτή η μεταβατική διαδικασία για την μαντινάδα και κατ’ επέκταση τον λαϊκό ψυχισμό, το εξετάζουμε στο επίμετρο.
Η κρητική γη στις εκτάσεις του Χρόνου
Η παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία των πόλεων, σύμφωνα με ένα γνωστό αφορισμό[1]. Ομοίως και στην Κρήτη, οι καθοριστικές τομές του ιστορικού γίγνεσθαι, «τα κύματα των γεγονότων», επηρεάζουν πρωτίστως τα παράκτια κέντρα του νησιού. Στον απόηχο τους κι όταν οι εντάσεις καταλαγιάσουν, προσαρμόζεται και η ορεινή ενδοχώρα. Ωστόσο εκεί ο χρόνος κυλάει ανιστορικά, ακολουθεί περισσότερο την κυκλική, περιοδική πορεία της φύσης και της ζωής, τους φυσικούς ρυθμούς των ποιμένων, της εργασίας, της συγκομιδής, του έρωτα και της γέννησης των παιδιών. Ο σφυγμός της αιωνιότητας. Η ενδο-ιστορία[2] του απλού λαού που βγαίνει στην επιφάνεια στις κρίσιμες στιγμές. Αυτό οφείλεται και στη γεωμορφολογία του νησιού. Η Κρήτη είναι κατά 95% ορεινό έδαφος, «άκανθος βράχος». Οι τρεις μεγάλες οροσειρές Ίδη, Δίκτη και Λευκά Όρη, με κορυφές που φτάνουν τα 2500 μέτρα, σηκώνουν το έδαφος και το αυλακώνουν με γκρεμούς και φαράγγια μέχρι τη θάλασσα. Το τοπίο αγριεύει και απομονώνει, αλλά για αυτό ακριβώς προσφέρει εποπτεία και ανεξαρτησία.
Τίθεται λοιπόν άμεσα το δίλημμα σε όποιον βρεθεί εδώ: παραίτηση και φυγή ή αυθυπέρβαση και παραμονή. Δεν υπάρχει μέση άνετη οδός, περιθώριο για εκλογίκευση και στάθμιση των επιλογών. «Ένα τοπίο είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη».[3] Πανάρχαιες συλλογικότητες ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση της Φύσης και της Ιστορίας, με το μεγάλο Ναι, την κατάφαση στη Ζωή, στη χαρά, στη δημιουργία. Αυτή είναι μια απόφαση στη βάση της υπερβατική. Μια κοινή Βούληση που ανοίγεται στο παράλογο. «Τέλεια σύνταξη της πέτρας με τον αιθέρα». Αυτός είναι και ο βαθύτερος πυρήνας της χαρακτηριστικής κρητικής υπερβολής: Αντιστρέφει το αρνητικό, το δυσχερές και το δύσκολο, σε θετικό και επιθυμητό, βλέπει το όμορφο στο αναγκαίο, και το επιλέγει με θριαμβευτική ευγνωμοσύνη. Αυτο-εναντίωση και άσκηση νεανικής αψηφησιάς· έρωτας, πόλεμος και τραγούδι: «Σα δεν ακούσω κοντυλιές και βρούχω των αρμάτω / και τση κεράς μου τη μιλιά δεν πάν’ οι πίκρες κάτω».[4]
Ο ημίκλειστος ορεινός χώρος, η ελληνική γλώσσα, η χριστιανική πίστη, η ανάγκη και οι κοινοί αγώνες, θα οριοθετήσουν ένα συλλογικό πεπρωμένο, ένα ελάχιστο σύμπαν. Η κρητική συνείδηση είναι πάνω απ’ όλα μια μεγάλη αλληλεγγύη, για να δανειστώ έναν ορισμό του Ρενάν[5]. Οι κοινές δόξες του παρελθόντος, η κοινή βούληση του παρόντος.
Οι βιοτικές μέριμνες και οι συλλογικοί κώδικες απορρέουν από την πρώτη αυτή απόφαση, την υπηρετούν και τη δικαιώνουν. Με αυτή την έννοια, προσήλωση στην παράδοση, στους πρώτους τύπους, στην ταυτότητα καταγωγής και στα αιώνια πρότυπα, σημαίνει να μένεις σταθερός μες τη γενική ροή και αστάθεια, όχι από ακαμψία ή απολίθωση, αλλά από πληρότητα ζωής. Μια έμπρακτη μεταφυσική.[6] Αυτό εννοεί και ο Γιάννης Βάρδας όταν παραπονιέται στον Θεό για τον άνυδρο τόπο, αλλά αμέσως συνέρχεται και δεν διανοείται διαφορετική μοίρα: «Θέ μου, κι αν ξαναγεννηθώ και ‘ρθώ στον κόσμο πάλι… Στην Κρήτη και στον Κρούστα ξαναρίξε με, Μεγαλοδύναμέ μου, θες βρέχε θες μη βρέχεις». Νερό δεν έχει μα τα μάτια του λάμπουν.[7]
Η ιεροτελεστία της «παρέας»
Η μαντινάδα είναι ένα «ρυθμικά - σκεπτόμενο - αίσθημα»[8]. Δημιουργία αυθόρμητη των απλών ανθρώπων, συνδεδεμένη με τα έθιμα και τις τελετές του γάμου, της γέννησης, του θανάτου, της συγκομιδής - εκφράζει τα συναισθήματα του λαϊκού ανθρώπου του χωριού, καλύπτει όλες τις εκδηλώσεις του συλλογικού βίου, στιχουργεί το άδηλο μεγαλείο των καθημερινών πραγμάτων. Τραγούδι της γης, του αγροτικού μόχθου, της αγάπης για τον φυσικό κόσμο που μοιραζόμαστε. «Κέντημα αισθητικής στην ενατένιση της ομορφιάς της ζωής».[9]
Το φυσιοκρατικό φαντασιακό θα γεννήσει ποιητικές μεταφορές υψηλής αισθητικής, που υπερβαίνουν την καταναγκαστική κυριολεξία της βιοτικής μέριμνας. Η Ποίηση εδώ δίνει βήμα στη Φύση με λέξεις φρέσκιες, φυσικές, «με χώμα απ’ τις ρίζες τους», αλλά ποτέ απλοϊκά. Τα σημαινόμενα της μαντινάδας υπερβαίνουν τα σημαίνοντα. «Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν», θα πει ο Παπαδιαμάντης. Οι λέξεις και η γλώσσα ανυψώνονται στη συμβολική τους λειτουργία, ενοποιούν τις διάσπαρτες παραστάσεις και δίνουν νόημα στον Κόσμο. Μετάληψη της μεταφυσικής ρίζας του βίου στη γλώσσα της λαϊκής ποίησης.
Η πηγαία και η αγνή συναισθηματική προέλευση της μαντινάδας δεν ξεπέφτει σε ρηχή αισθηματολογία, ούτε υποχωρεί βιαστικά στις νέες τάσεις. Την προστατεύει το ενστικτώδες λαϊκό μέτρο και αισθητήριο· είναι η αισθαντικότητα μιας εσωτερικής αυλής, ενός περίβολου μοναστηριού.[10] Έκφραση απέριττη, καίρια και «στέρεα», όπως θα σημειώσει ο Τ. Άγρας.
Η αντοχή της κρητικής δημοτικής ποίησης δεν οφείλεται στην οριζόντια διάστασή της, δηλαδή στην εξάπλωση και τη δημοτικότητά της, αυτό είναι όψιμο φαινόμενο, αλλά στην κάθετη διαχρονική διάστασή της. Αυτή την «κατακόρυφη» διάσταση επέμενε να τονίζει ο Σολωμός προς τους επίδοξους ποιητές και τις απόπειρές τους να μιμηθούν ανέξοδα το παραδοσιακό ύφος. Μια υπόμνηση και για τους σημερινούς μαντιναδολόγους.
Η ποιητική γλώσσα της μαντινάδας είναι το κρητικό ιδίωμα, δηλαδή η ελληνική γλώσσα[11] μέσα από τη διακριτή της διαδρομή στην Κρήτη. «Υπάρχουμε μονάχα στη γλώσσα μας». Στα ριζίτικα τραγούδια θα δούμε χαρακτηριστικά την αφομοιωτική της δύναμη, με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις να συγκατοικούν αρμονικά με τις λατινογενείς: «στρώσε των τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν / στρώσε των παραπέζουλα να θέσουν τ’ άρματα ντω» (κλίνη και θέτω - τάβλα και άρματα)· η γλώσσα του Ομήρου δίπλα στου Δάντη.[12]
Η πλαστικότητα του ιδιώματος θα συναντηθεί πολλές φορές με το λαϊκό ποιητικό ένστικτο στις «παραβάσεις» της γραμματικής, πάντα στην υπηρεσία και τις ανάγκες της ποιητικής δημιουργίας. Η έννοια της «υπέρθεσης» σύμφωνα με την νομιμοποιητική απόπειρα του Κακριδή[13]. Σε αυτήν την παράδοση θα γυμναστεί ο Σολωμός, θα αναδείξει με το κριτικό του ταλέντο ο Παλαμάς[14], και θα επαναφέρει ως πρόταγμα γλωσσικής κατεύθυνσης και εθνικής αυτογνωσίας ο Σεφέρης[15].
Η μαντινάδα είναι πρωτίστως δεσμός επικοινωνίας· συνεπώς κάτι βαθύτερο από ένα μέσο διασκέδασης. Η γλώσσα ως συντόμευση για κοινά βιώματα, κοινούς αγώνες, όπως θα πει ο Νίτσε.[16] Στα χρόνια της υποτέλειας θα λειτουργήσει ως άσκηση αντιλογίας και οξύνοιας, αλλά και διπλωματίας. Χαρακτηριστικά που διακρίνουν και σήμερα τον Κρητικό[17].
Η μαντινάδα επίσης μεταφέρει ήθος στην κοινότητα διαγενεακά. Η λέξη «ήθος» αρχικά σήμαινε τόπος.[18] Έχει δηλαδή διαπλαστική και παιδευτική αξία χωρίς όμως να καταφεύγει στον διδακτισμό. Ισορροπία δύσκολη όπως γνωρίζει καλά κάθε επίδοξος ηθικός αναμορφωτής. «Ποίηση διδακτική χωρίς πάθος δεν νοείται», απαντούσε ο Πόε στον Γουόρντσγουορθ, σε ένα κύκλο επιχειρημάτων που επανέρχεται συχνά μέσα στην ιστορία των ιδεών. Έτσι και ο νεαρός βοσκός των μαδάρων μαθαίνει τον κόσμο με το σώμα και επιβεβαιώνει τη φυσική του κλίση στα λόγια του Γκαίτε: απεχθάνομαι όσα με διδάσκουν χωρίς να ζωογονούν τη δραστηριότητά μου.
Η έμμετρη κατασκευή της μαντινάδας προσδίδει τη δική της μουσικότητα και ευνοεί την απομνημόνευση στην υπηρεσία της προφορικότητας. Ο Λεοπάρντι, στα αισθητικά του δοκίμια, υποστηρίζει ότι αρχαίες τραγωδίες ήταν έμμετρες και συνοδεύονταν από μουσική (όρχησις) ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ο παραδοσιακός μετρικός προκαθορισμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου δεν επιτρέπει την εσωτερική πολυρυθμία και τις τονικές αποκλίσεις μεταξύ των ημιστιχίων. Όσο όμως μας δεσμεύει η μορφή τόσο εντονότερη προβάλλει η ποιητική ιδέα. «Ο ουρανός όταν τον βλέπεις ανάμεσα από δύο γωνίες, δίνει μια ζωηρότερη εικόνα του γαλανού απείρου».[19]
«Χόρεψε πρώτα, ύστερα σκέψου. Αυτή είναι η φυσική σειρά», αποφαίνεται ο Μπέκετ. Η μαντινάδα συνυπάρχει οργανικά και σε θαυμαστή ενότητα με τη μελωδία και τον χορό· ακριβώς όπως ο λαϊκός άνθρωπος της υπαίθρου υπάρχει και δρα με φυσικότητα. Η ποίησή του· το παροντικό στοιχείο που δικαιώνει τη σχέση με τους άλλους και ο ρυθμός· το αναγκαίο στοιχείο της ατομικής και συλλογικής αφήγησης. Η λέξη ηχάδιον για το τραγούδι προέρχεται από το φροντίζω, περιποιούμαι· και αντίστοιχα μέλος - μελωδία σημαίνει καταπραϋντικό μέσο. Η μαντινάδα είναι μια αμοιβαιότητα.
Η κρητική μαντινάδα συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό
Εν αρχή είναι ο Ερωτόκριτος. Το Άσμα ασμάτων της κρητικής αναγέννησης. Το ερωτικό έπος που έθεσε τις βάσεις της νεοελληνικής ποίησης και γλώσσας. Ο θεμέλιος φθόγγος. Το αναγνωστικό των βοσκών στα όρη, αλλά και το πεδίο άσκησης του Σολωμού. Ένας σημερινός Άγγλος θα δυσκολευτεί διαβάζοντας Σαίξπηρ στο πρωτότυπο, ο Κρητικός[20] δεν θα βρει άγνωστες λέξεις στον Ερωτόκριτο. Είναι αυτή η οικειότητα του ύφους, η παροιμιώδης σοφία της διδαχής και η εκλεπτυσμένη λόγια μυθιστορία όπως συνυφαίνεται με τις λαϊκές εικόνες, που συνέβαλαν στην πάνδημη αποδοχή του.
Η φιλοσοφία έχει πραγματευτεί διά μακρών τη φύση και τις συνέπειες των ανθρώπινων παθών, καθώς και τη σχέση τους με τον Λόγο. «Δώσε μου τον άνθρωπο που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω μες την καρδιά μου, στης καρδιάς μου την καρδιά».[21] Ο Κορνάρος δεν τα πραγματεύεται θεωρητικά, φιλοσοφεί αφηγούμενος μια ιστορία των παθών.
Τραγουδισμένος σε δίστιχα και σαν λαϊκό παραμύθι σε όλο το νησί, ο Ερωτόκριτος θα γίνει ο Κανόνας της κρητικής μαντινάδας, και ο ποιητής, με την ευγενική του πρόσκληση στο τέλος του έργου: «οι στίχοι θέλου διόρθωσι και σάσμα όσο μπορούσι / γι’ αυτούς που τους διαβάζουσι καλά να τους γροικούσι», θα δώσει τη σκυτάλη στους λαϊκούς ανθρώπους του νησιού.
Ο Λόγος απέναντι στα Πάθη λοιπόν και πιάνουμε το νήμα από το δίστιχο:
Χίλια μάτιά‘χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν
«Πάντα ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», θα πει στον πασίγνωστο στίχο του κι ο Σολωμός, ένας μακρινός του συγγενής[22]. Το έργο γράφεται λίγο μετά την καρτεσιανή επανάσταση του «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Η εποχή της δυτικής λογοκρατίας έχει ξεκινήσει. Ο Κορνάρος με τον πρώτο στίχο αναγνωρίζει τη διαρκή εποπτεία του νου, αλλά όπως θα συμπληρώσει με τον δεύτερο στίχο, η καρδιά, το «επιθυμητικόν» αντιλαμβάνεται περισσότερα, προκαταλαμβάνοντας τον Χιουμ και το δικό του «η λογική είναι η σκλάβα των παθών». Ο Καντ θα αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην προσπάθεια να συμβιβάσει στις Κριτικές του αυτές τις δύο απόψεις[23], καθορίζοντας με τη σειρά του την πορεία όλης της μετέπειτα φιλοσοφίας.
Η κοινή χρήση από τον Κορνάρο των «ματιών» και για τους δύο τρόπους πρόσληψης[24] της πραγματικότητας, τον φέρνει πιο κοντά στην άποψη μιας άλλης ιδιοφυίας της εποχής, τον Πασκάλ: «Γνωρίζουμε την αλήθεια όχι μόνο με τη λογική αλλά και με την καρδιά. Ας μην αποκλείουμε τη λογική από τον έρωτα, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του». Ο έρωτας συνεπώς δεν είναι τυφλός ούτε παράλογος, το αντίθετο. «Ο έρωτας προσδίδει πνεύμα και στηρίζεται από το πνεύμα». Το τελευταίο παραπέμπει στο στίχο «κάνει και τον ακάτεχο να ξέρει πάσα χάρη». Και τέλος στους Στοχασμούς: «Η καρδιά δια-λογίζεται με τρόπο που η λογική αγνοεί».
Η λαϊκή ποίηση θα κρατήσει τον δυισμό νου - καρδιάς: Το θυμοειδές και το επιθυμητικόν, κατά τον πλατωνικό καταμερισμό της ψυχής, συγχωνεύονται, και μαζί με τα ηρωικά αισθήματα εδράζονται στην καρδιά, στο στήθος, στον «μπέτη». Απέναντί τους τοποθετείται το λογιστικόν μέρος, δηλαδή το δέον, οι ηθικοί κώδικες, «τα πρέπει» και η λογική. Η διαλεκτική τους θα πλουτίσει την κρητική στιχουργία.
Εχάρισά σου την καρδιά, τη βάση του κορμιού μου,
και δεν ευχαριστήθηκες και πήρες και το νου μου
(Παραδοσιακή)
Ο νους μου πάλι σήμερο δεν είναι με τα `μένα
μόνο `ναι στα θολά νερά και τ’ ανακατωμένα
(Παραδοσιακή)
Εσκέφτηκα να σ’ αρνηθώ και ν αγαπήσω άλλη,
μα δεν εδέχτηκε η καρδιά υπογραφή να βάλει
(Ψαραντώνης)
Εσκέφτηκα να σ’ αρνηθώ μα δεν εβρήκα τρόπο
γιατί η καρδιά μου σ’ έκρυψε στον πιο βαθύ τση τόπο
(Σκορδαλός δισκογραφία)
✥
Ω τη παντέρμη τη ζωή ίντα λογιώς γυρίζει
ποσπέρας να’ ναι αστροφεγγιά και το πρωί χιονίζει
(Ανωγειανή μαντινάδα)
Είδα κι εγώ τα πράγματα πολλές φορές κι αλλάξα
το καλοκαίρι σύννεφα και το χειμώνα κάψα
(Επαρχία Αγ. Βασιλείου)
Ο αμφίβολος χαρακτήρας της ύπαρξης, η εγγενής αβεβαιότητα που δεν σταματά να εκπλήσσει και να ανατρέπει τα ανθρώπινα σχέδια. Τα όρια και η επισφάλεια των γνώσεων, των υπολογισμών και των προβλέψεων σε έναν κόσμο ασταθή, χαοτικό. Στον Θεόκριτο με την ίδια αλληγορική έννοια: «Ο Ζευς άλλες φορές κάνει καλό καιρό και άλλες φορές ρίχνει μεγάλη βροχή», καθώς μέσω των θεών οι αρχαίοι απέδιδαν αιτίες στα φαινόμενα κι έτσι τα διευθετούσαν, ταξινομούσαν τον κόσμο. «Πάντα πλήρη θεών». Στον Παλλαδά επίσης, «κανείς δεν ξέρει πόσα θα μεσολαβήσουν μέχρι τα χείλη το ποτήρι ν’ ακουμπήσουν» - επίγραμμα εμπνευσμένο από τη σκηνή όπου ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο με ένα βέλος πριν αυτός προλάβει να φέρει την κούπα στο στόμα του για να πιει.
Η τοπική αγροτική οικονομία είναι εκτεθειμένη στα κέφια της ατμόσφαιρας. Μια βροχή τη σωστή ώρα είναι ευλογία και την άλλη στιγμή καταστροφή. Ο Ε. Λόρεντζ θα αναπτύξει τη θεωρία του χάους και θα εισαγάγει την περίφημη έννοια «σύνδρομο της πεταλούδας», στην προσπάθεια του να επιλύσει προβλήματα μετεωρολογίας. Κι ο Θαλής ο Μιλήσιος, κατά το θρύλο, έγινε πάμπλουτος σε μια χρονιά μέσα, προβλέποντας σωστά την επερχόμενη σοδειά λαδιού, με μια επενδυτική κίνηση ανάλογη του σημερινού προθεσμιακού συμβολαίου.
Πολλές φορές η αβεβαιότητα εκδηλώνεται ως ασυμμετρία μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Μικρή αιτία - «αψήφιστη», οδηγεί σε δραματικό, δυσανάλογα επώδυνο τέλος: «Σπίθα μικρή κι αψήφιστη, κρυμμένη στην αιθάλη / ποιος το ’λπιζε πώς θα γενεί τέθοια φωθιά μεγάλη». Άλλες φορές πάλι τα προειδοποιητικά σημάδια ήταν εκεί αλλά αγνοήθηκαν: «Αρχή καλή, μέση κακή, το τέλος μαύρο φέρνει / κλαδί που σέρνει ο ποταμός, κύμα το παραδέρνει». Η βαθμιαία διολίσθηση οδηγεί σωρευτικά στην αρνητική κατάληξη. Ομοίως κι ο σπουδαίος Πουανκαρέ - πρωτοπόρος επίσης στα μαθηματικά του χάους και της αβεβαιότητας[25], θα πει «ένα μικρό λάθος σε αυτά που προηγούνται παράγει ένα τεράστιο λάθος σε αυτά που έπονται».
Με αυτή την επίγνωση, λένε οι κρητικοί μπροστά σε μια άγνωστη κατάσταση τη φράση: «με την απαλάδα τση χέρας σου τι ψυχανεμίζεσαι;». Η ψηλάφηση της αβεβαιότητας κατά κυριολεξία. Η ζωή επιβάλει την ανάληψη δράσης με προβλήματα, διλήμματα, κρίσιμες αποφάσεις. Στη συνείδηση του «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» υπάρχει ο κίνδυνος να παραλύσει κανείς από αναποφασιστικότητα[26]. Στο βρετανικό πρακτικό πνεύμα αυτό αποσοβείται με την προτροπή «make an educated guess».
✥
Ο Έρωντας κι ο Θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε
κι δυο με τρόπο σιωπηλό κι ύπουλο σε χτυπούνε
Έλα κι απόψε κοπελιά στην εδική μου αγκάλη
να κλέψωμε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι
Καθοριστική μορφή στη σύγχρονη μαντινάδα ο Μήτσος Σταυρακάκης. Αγωνιστής, λόγιος, μουσικός, τεχνίτης του μετάλλου και του κοσμήματος.
Το αρχετυπικό μέγα-θέμα[27]. Έρως και Θάνατος ισόθεοι, δυνάμεις κοσμογονικές. Ο ένας σμίγει και προσθέτει, ο άλλος αφαιρεί και ξεχωρίζει. Άδης και Διόνυσος στον Ηράκλειτο. «Φίλος» και «Νείκος» στον Εμπεδοκλή. «Τι έρωτας τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξεις» στη δημοτική μας ποίηση. «Μόλις είναι έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος», στον Σολωμό. Ομώνυμο σονέτο επίσης του Λορέντζου Μαβίλη[28], μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Σπαθιά κρατούν κι δύο, άρα θέλει γενναιότητα για να ερωτευθείς και για να πεθάνεις. «Κραταιά ως Θάνατος Αγάπη». Ο ερωτευμένος είναι το άλλο όνομα του μελλοθάνατου· κοινό σύμβολο το γαλάζιο άνθος στον Νοβάλις. «Αδέλφια στον ίδιο χρόνο, ο έρωτας κι ο θάνατος θα γεννήσουν το πεπρωμένο», τραγουδά ο Λεοπάρντι.
Για τον Χέγκελ ο αληθινός έρωτας είναι η απόλυτη ολοκλήρωση, προϋποθέτει όμως την αποκήρυξη του εαυτού κι έτσι γίνεται συνώνυμος του θανάτου. Ο Μπατάιγ[29] θα προεκτείνει αυτή την άποψη λέγοντας ότι ο έρωτας είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής.[30] «Σε θάνατο δικάστηκα κι εσύ είσαι ο δικαστής μου…», τραγουδά τώρα ο Σκορδαλός. Όσο για το χτύπημα του έρωτα, «σιωπηλό και ύπουλο», σαν το ερπετό το γλυκόπικρο και ακατανίκητο της Σαπφούς.
Ο χωρισμός επίσης μας φέρνει καταπρόσωπο με τον θάνατο. «Δε με φοβίζει ο θάνατος γιατί τον έχω ζήσει / όντε την παρακάλουνε να με ξαναγαπήσει».[31] Ο έρωτας, όσο κράτησε, γεύση αθανασίας, μακαριότητα παραδείσου αλλά και αναμενόμενη πτώση. «Τον θάνατο στα χείλη σου, να ‘χεις θα σε φιλήσω / να πω πως όλα τα ‘νιωσα στο λίγο που θα ζήσω».[32]
Στη δεύτερη μαντινάδα ο έρωτας παίρνει τη μορφή προσωρινής αντίστασης στην παντοδυναμία του Χάρου. «Δως μου απ’ τα χείλη σου νερό τον Χρόνο να λαβώσω», στο ίδιο νόημα κι ο όμορφος στίχος του Γ. Αθανασόπουλου. Ο έρωτας είναι η παρηγοριά του απαρηγόρητου. Στο δοκίμιό του για τον ερωτισμό συμπληρώνει ο Μπατάιγ: «Η ηδονή δεν είναι το ουσιώδες στη ζωή, αλλά το όργανο της απόλαυσης, το μέλι της σάρκας[33] και μας διδάσκει ότι με ύπουλο τρόπο θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη χαρά, μακριά από τη φρίκη του θανάτου, ο χώρος του ερωτισμού ανήκει στο δόλο», να κλέψωμε μια δεκαριά μέρες του Χάρου πάλι. Αυτό το προαίσθημα θανάτου βλέπει κι ο Σιοράν στους μορφασμούς της κλινοπάλης των εραστών. «Σα ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά / μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά / στων προσώπων μας οι ζάρες», θα πει ο Άσιμος με την ίδια έννοια. Σχοινοβατούμε στον γκρεμό του θανάτου «μεθ’ ηδονής».
Αυτή η συνείδηση που βλέπει την ηδονή μέσα από την προοπτική του θανάτου και του αφανισμού μας, είναι τελικά ο στοχασμός που ολοκληρώνεται μέσα στην υπέρβαση και τη θεϊκή συνάντηση, στην ανακάλυψη της ευτυχίας, του απείρου.
✥
Πως θα ποθάνω αμοναχός κατέχω το μα ελπίζω
γι' αυτό και τσι βασιλικούς στη γλάστρα μου ποτίζω
(Μυρτιά Πεδιάδος)
Ο μαντιναδολόγος παραδέχεται με ειλικρίνεια τα κίνητρα πίσω από την αγάπη του για τον βασιλικό. Μια θεμιτή ιδιοτέλεια των περιποιητικών φροντίδων στην υπηρεσία της ζωής. Αγαπούμε γιατί ζούμε. Στην Χαρούμενη Επιστήμη ρωτούν τον Νίτσε «τι αγαπάς στους άλλους;» και απαντά: «τις ελπίδες μου». Ερχόμαστε μόνοι στη ζωή αλλά κυρίως φεύγουμε μόνοι από αυτήν. Δίνουμε νόημα στο ενδιάμεσο φροντίζοντας το έργο, τους ανθρώπους, τα πάθη, τις σχέσεις, τα αποκτήματά μας, οτιδήποτε γενικά διασκεδάζει, αποκοιμίζει, αποδιώχνει ή ακόμα και αρνείται τη σκέψη του αναπότρεπτου. Η αγάπη ως ενστικτώδες ενέργημα για να μην ξεραθεί ο κήπος της ζωής, μαζί και η ανεπίγνωστη ελπίδα ότι κάτι από εμάς θα επιβιώσει του βιολογικού τέλους.
Ο μαντιναδολόγος αναγνωρίζει εξαρχής τον αυτοπροστατευτικό μηχανισμό υπέρβασης του φόβου και ελπίζει συνειδητά, χωρίς εξωραϊσμούς και απωθήσεις, σχεδόν ηρωικά. «Πως θα ποθάνω αμοναχός κατέχω το μα ελπίζω». Κατά τον Σιοράν είμαστε τόσο μόνοι σ’ αυτή τη ζωή, που πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως η μοναξιά του θανάτου δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης. «Όσο τα χρόνια ασπρίζαν στην κορφή μου, τόσο βαθιά μου μάτωνεν η ελπίδα» θα πει ο Βάρναλης[34] και πιο πίσω στην ποιητική μας παράδοση ο Ανακρέων: «Η κόμη μου ασπρίζει οι κρόταφοί μου, γκρίζοι. Τα νιάτα μαραμένα... Λίγος καιρός μου μένει ζωή γλυκιά, χαμένη. Γι’ αυτό συχνά στενάζω με τους νεκρούς τρομάζω. Φρικτό το βάθος του Άδη, απύθμενο πηγάδι...».
Η ελπίδα μόνο διατηρεί την πίστη στον μέλλοντα χρόνο· το «καθοριστικό έναυσμα» στον Σπινόζα, το «πάθος της δυνατότητας» στον Κίρκεγκωρ, η «θέληση για τύχη» στον Μπατάιγ, η «θεία σταλαγματιά» στον Καρυωτάκη, η καλή μοίρα στη λαϊκή παράδοση. Αυτή είναι το ουσιώδες συστατικό της ικανότητάς μας για πράξη. Στερούμενη ελπίδας, η ανθρώπινη δράση θα ήταν χωρίς έρεισμα και μάταιη. Ακόμη κι ο ασκητισμός, το εκστατικό αντίθετο της Φύσης, είναι μια θέληση απόλυτα στραμμένη στον Θεό. Ο Βουδισμός μπορεί να καταδικάζει την ελπίδα μέσω της εκμηδένισης της επιθυμίας, παραμένει έστω κι έτσι μια «θέληση για το Τίποτα». Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην θέλει, κι άρα να μην ελπίζει.
Ήρθε και τούτη η Άνοιξη κι εμίσεψενε πάλι
και φύλαξα τσ ελπίδες μου για τη χρονιά την άλλη
(Μύρων Σκουλάς)
Αυτός που ξέρει ν’ αγαπά και να ελπίζει ξέρει
μέσα στη νύχτα πολεμά ξημέρωμα να φέρει
(Παραδοσιακή)
Αφού χασά τσ ελπίδες μου έπρεπε να τα κλείσω
τα παραθύρια τση καρδιάς να μην ξαναγαπήσω
(Ανωγειανή μαντινάδα)
Βαρέθηκα μες τη ζωή να ζω χωρίς ελπίδα
τη τύχη τη δοκίμασα, τη μοίρα μου την είδα
(Επαρχία Αγ. Βασιλείου)
Ωσάν το ριζοχάρακο στο φρούδι σ΄ένα δέτι
κρέμεται η ελπίδα μου κι όμως ποτέ δεν πέφτει
(Γιώργης Βρέντζος)
Δώσ’ μου ελπίδες ψεύτικες είναι κι αυτό μια λύση
με την ελπίδα (ο) άρρωστος χρόνια μπορεί να ζήσει
(Πολογιάννης)
Εγέρασα να σ’ αγαπώ κι όμως ευχαριστιέμαι
γιατι με την ελπίδα σου αζωντανός κρατιέμαι
(Παραδοσιακή)
Σημειώσεις
[1] Σπένγκλερ, Ο. Η παρακμή της Δύσης.
[2] Ουναμούνο.
[3] Ελύτης στα Δημόσια και Ιδιωτικά.
[4] παπά Στεφανής Νίκας.
[5] Ορισμό που είχε αξιοποιήσει και ο Ελ. Βενιζέλος στη διάσκεψη του Παρισιού το 1918 εναντίον των βουλγαρικών αξιώσεων.
[6] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea.
[7] Οκτάβιο Πας, Το Χωριό.
[8] Ορισμός της ποίησης κατά τον Α. Φωστιέρη
[9] Σ. Μυριβήλης στην Καθημερινή.
[10] Ζ. Λορεντζάτος.
[11] «Αρχαία, μεταγενέστερα, μεσαιωνική και νέα Ελληνική, πάσαι αύται αι φάσεις δεν δύνανται να ερευνώνται κεχωρισμένως, διότι η μία διαφωτίζει την άλλην και πάσαι άλλήλας». Χατζιδάκις, Γ. Περί ενότητος της ελληνικής γλώσσης.
[12] Επίσης: αλισάχνη, ρέγομαι, θαμάζομαι, ανεστορούμαι, θωρώ, κλώθω - φιόρε, λουρίσκο, μαντάτο, βούρια, μουζούρι, αρόδου κλπ
[13] Κακριδής, Ι. Θ., Προσφορά στον νεοελληνικό λόγο.
[14] Ο Παλαμάς στους Βωμούς του ορίζει τον Κορνάρο ως ποιητικό του πατέρα.
[15] Με τον Λ. Πολίτη και τον Κ.Θ. Δημαρά.
[16] Πέρα από το Καλό και το Κακό.
[17] κρητικό, με την υπερκείμενη έννοια του ανθρώπου.
[18] Κ. Γεωργουσόπουλος.
[19] Αισθητική άποψη του Κ. Παράσχου.
[20] Νίκος Βρέντζος ή Μπουργονίκος.
[21] Άμλετ.
[22] Οι Σολωμοί ήταν αρχοντική οικογένεια ενετών από τον Χανδρά Σητείας.
[23] Καθοριστική μορφή στην εξέλιξη αυτών των ιδεών ο Λάιμπνιτς
[24] αισθητότητα και κατανόηση στην καντιανή ορολογία.
[25] Η Αξία της Επιστήμης.
[26] Οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι μη βρίσκοντας αντικειμενικό έρεισμα πουθενά στον κόσμο αποφάσισαν να μείνουν στο περιθώριο της ζωής, να «επέχουν».
[27] Κατά τη μαρωνίτεια ορολογία.
[28] Πολέμησε στην Κρητική Επανάσταση του 1896.
[29] Μέσω του Κοζέβ ήρθε σε επαφή με τις χεγκελιανές ιδέες.
[30] Μελέτες για τον Ερωτισμό.
[31] Μ. Δραμουντάνης.
[32] Δ. Σπαντιδάκη.
[33] Πορφύριος στο Περί του εν Οδυσσεία των νυμφών άντρου.
[34] Οργή λαού.
Από το βιβλίο: Ο νους μου τα βουνά κρατεί – δοκίμιο στην κρητική μαντινάδα του Γιάννη Ματθαιουδάκη, έκδ. Μιχάλη Σιδέρη.
Πηγή: Αντίφωνο