Ο ΠΙΟ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ


SOEREN KIERKEGAARD

ΔΙΗΓΗΜΑ

Λένε πὼς σὲ κάποιο μέρος τῆς Ἀγγλίας ὑπάρχει ἕνας τάφος ἀξιοσημείωτος ὄχι μονάχα γιὰ τὸ μεγαλεῖο του ἢ γιὰ τὴν ὄψη του τὴν παράξενα θλιβερὴ ἀλλὰ γιατὶ ἔχει τούτη τὴ σύντομη ἐπιγραφή: «Ὁ πιὸ δυστυχισμένος». Καὶ λένε ἀκόμα πὼς ὅταν τὸν ἄνοιξαν κάποτε βρέθηκε ἄδειος.

Πρέπει νὰ παραξενευτοῦμε ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς μέσ' στὸν τάφο ἢ περισσότερο ποὺ κάποιος σκέφτηκε νὰ τὸν ἀνοίξῃ;

Ἄν ὑπήρχε κανεὶς ἄνθρωπος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνη, ἂν ἔξαφνα ἦταν ἀληθινὸς ὁ θρύλος τοῦ περιπλανώμενου Ἰουδαίου, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ διστάσουμε νὰ τὸν ποῦμε αὐτὸν τὸν «πιὸ δυστυχισμένο»; Ὁ ἄδειος τάφος θὰ σήμαινε τότε πὼς ὁ «πιὸ δυστυχισμένος» εἶναι κεῖνος ποὺ δὲ μπόρεσε νὰ πεθάνῃ καὶ δὲν εἶχε τὴν τύχη νὰ βρῇ τὴν ὕστατη γαλήνη στὸ μνῆμα. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἀντίστροφα: εὐτυχισμένος ὄποιος πέθανε ἀφοῦ εἶχε φτάσει στὰ γηρατειά, πιὸ εὐτυχισμένος ὅποιος πέθανε νέος, ἀκόμα πιὸ εὐτυχισμένος ὅποιος πέθανε στὴ γέννα του καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ἀπ' ὅλους ὅποιος δὲ γεννήθηκε ποτέ.

Ποιός λοιπὸν νἄναι «ὁ πιὸ δυστυχισμένος»;

Ἰδοὺ ἐμεῖς καλοῦμε σὲ συναγερμὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τωρινοῦ καιροῦ καὶ κείνους τοῦ καιροῦ τοῦ περασμένου, ἀφίνοντας ἔξω μόνον τοὺς εὐτυχισμένους κι' ὅσους ἔχουν φόβο θανάτου. Καὶ δὲν ἀφίνουμε ἔξω τοὺς νεκρούς, γιατὶ κι' αὐτοὶ ἔχουν ζήσει. Τοὺς καλοῦμε ὅλους ἐδῶ, γύρω ἀπ' αὐτὸν τὸ βουβὸ τάφο.

Πρῶτο-πρῶτο ἦρθε ἕνα νέο κορίτσι καὶ κλαίγεται γιατὶ ὁ ἀγαπημένος της φάνηκε ἄπιστος. Γιὰ μᾶς αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία. Τὸν ἀγαποῦσε μ' ὅλη της τὴν ψυχή, μὲ τὸ κορμί, μὲ τὴ σκέψη —μόνον αὐτὸν ἀγαποῦσε στὸν κόσμο. Ἀλλὰ τώρα μπορεῖ νὰ θυμᾶται καὶ νὰ κλαίῃ.

Κι' αὐτὴ ποὺ παρουσιάζεται μπροστά μας εἶναι πλάσμα ἀληθινὸ ἢ φάντασμα; Εἶναι μιὰ ζωντανὴ ποὺ πεθαίνει ἢ μιὰ νεκρὴ ποὺ ζῇ; Εἶναι ἡ Νιόβη. Μὲ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν της ἔχασε μέσα σὲ λίγες στιγμὲς τὸ πᾶν: ἔχασε ὅ,τι εἶχε δόσῃ στὴ ζωὴ κι' ὃ,τι ἀποτελοῦσε ὅλη τὴ ζωή της. Τώρα ὅμως εἶναι πέτρινη καὶ στέκει πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, σὰ μνημεῖο. Καμμιὰ ἐλπίδα δὲν τὴν καλεῖ, κανένα μέλλον δὲν τὴ συγκινεῖ, καμμιὰ προοπτικὴ δὲν τὴ μαγεύει. Χωρὶς ἐλπίδα, στέκει ἀπολιθωμένη στὶς ἀναμνήσεις της. Ὁ κόσμος ὁλοένα ἀλλάζει, αὐτὴ ὅμως δὲ γνωρίζει ἀλλαγή. Ὁ καιρὸς περνάει, γι' αὐτὴ ὅμως μέλλον δὲν ὑπάρχει.

Καὶ νά, τελευταία τῆς καταραμένης γενιᾶς τοῦ Οἰδίποδα, ἡ Ἀντιγόνη. Ὅλος ὁ πόνος τῶν περασμένων ἔχει σωρευτῇ ἀπάνω της. Ὁ πόνος μιᾶς γενιᾶς ὁλόκληρης μπορεῖ νὰ φτάσῃ γιὰ μιὰ ἀνθρώπινη ζωή. Εὐτυχισμένη λοιπὸν νἆσαι, ὦ ἐράσμια Ἀντιγόνη! Εἴθε καμμιὰ λήθη νὰ μὴ σοῦ στερήσῃ τὴ θλίψη τῶν ἀναμνήσεων, εἶθε ἡ καθημερινὴ πίκρα τοῦ πόνου νὰ μὴ σ' ἀφίσῃ ποτέ!

Ἔπειτ' ἀπ' αὐτὴ μιὰ δυνατὴ μορφὴ προχωρεῖ κατὰ πάνω μας—καὶ δὲν εἶναι μόνη παρὰ ἔχει πολλοὺς συντρόφους μαζύ. Εἶναι ὁ πατριάρχης τοῦ πόνου, εἶναι ὁ Ἰώβ. Αὐτὸς ἔχει χάσει τὰ πάντα, ἀλλὰ σιγά-σιγά. Γιατὶ ὁ Κύριος τὰ πῆρε πίσω καὶ ὁ Κύριος τὰ πῆρε πίσω καὶ ὁ Κύριος τὰ πῆρε πίσω. Οἱ σύντροφοί του τὸν ἔμαθαν νὰ αἰσθάνεται τὴν πίκρα τοῦ χαμοῦ. Γιατὶ ὁ Κύριος τὰ εἶχε δόσει ὅλα καὶ ὁ Κύριος τὰ εἶχε δόσει ὅλα καὶ ὁ Κύριος τὰ εἶχε δόσει ὅλα. Ἔχασε τὰ πάντα, ἀλλὰ εἶχε ἀποχτήσῃ τὰ πάντα.

Ποιός εἶναι τώρα ἐκεῖνος ὁ ἄλλος μὲ τὰ γκρίζα μαλλιά, μὲ τὸ σκυμένο κεφάλι, μὲ τὸ πελιδνὸ πρόσωπο, μὲ τὴ θλιμένη ψυχή: Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ἀσώτου. Ὅπως ὁ Ἰώβ, ἔτσι κι' αὐτὸς ἔχασε ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀγαπητότερο στὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ γυιό του δὲν τοῦ τὸν πῆρε ὁ Κύριος, τοῦ τὸν ἅρπαξε ὁ Ἐχθρός. Στ' ἀλήθεια δὲν τὸν ἔχασε, ἀλλὰ ὅλο καὶ τὸν χάνει· δὲν τοῦ ἀφαιρέθηκε ἀλλὰ τὸν βλέπει νὰ ἐξαφανίζεται. Ἀφῆκε τὸ σπίτι του, ἀφῆκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ πάῃ ν' ἀναζητήσῃ τὸ χαμένο του γυιό. Ἁπλώνει τὰ χέρια, μὰ δὲ μπορεῖ νὰ τὸν πιάσῃ· τὸν καλεῖ, ἀλλὰ ἡ φωνή του δὲν τόν φτάνει. Μ' ὅλα ταῦτα αὐτὸς ἐλπίζει, ἔστω μέσα στὰ δάκρυα· τὸν διακρίνει, ἔστω μέσα σὲ ὀμίχλη· τὸν φτάνει, ἔστω μὲ τὸ θάνατο. Ἡ ἐλπίδα του ζῇ.

Καὶ ποιά εἶν' αὐτὴ ἡ ὠχρή, σβυσμένη μορφὴ ποὺ φαίνεται σὰν πτῶμα; Λησμονημένο εἶναι τ' ὄνομά του: αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τὸ μακρυνὸ ἐκεῖνο καιρό. Ἦταν ἕνας φανατικὸς νέος ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ μαρτύριο. Μέσα στὴν ξαναμένη φαντασία του ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του καρφωμένο στὸ σταυρό, ἔβλεπε τοὺς οὐρανοὺς νὰ τοῦ ἀνοίγονται. Ἡ πραγματικότητα ὅμως τὸν συνέτριψε, ἡ ἔκσταση διαλύθηκε κι' αὐτὸς ἀρνήθηκε τὸν Κύριό του καὶ τὸν ἴδιο του ἑαυτό. Ἔτσι ἔγινε δυστυχισμένος. Ἦταν ὅμως κι' εὐτυχισμένος, γιατὶ ἐπιτέλους ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Ἔγινε μάρτυρας, ἔστω κι' ἂν τὸ μαρτύριό του δὲν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ὀνειρευτῇ, ὁ σταυρὸς ἢ τὰ θηρία. Ἦταν μιὰ σιγανὴ φωτιὰ ποὺ λίγο-λίγο τὸν ἔλυωσε ζωντανό.

Ἰδοὺ ὅμως ἐπιτέλους ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς χώρας τῶν στεναγμῶν, ὁ ἐκλεκτὸς τῶν βασάνων, ὁ ἀπόστολος τῶν παθῶν, ὁ σιωπηλὸς φίλος τοῦ πόνου, ὁ ἄτυχος ἐραστὴς τῶν ἀναμνήσεων, μέσα στὶς ἀναπολήσεις του τὶς ταραγμένες ἀπ' τὸ φῶς τῆς ἐλπίδας, μέσα στὶς ἐλπίδες του τὶς διαψευμένες ἀπ' τὶς σκιὲς τῶν ἀναμνήσεων. Τὸ κεφάλι του φαίνεται σὰν καταχωνιασμένο, τὰ γόνατά του λυγίζουν—κι' ὅμως αὐτὸς στηρίζεται μόνον στὸν ἑαυτό του. Εἶναι ἐξαντλημένος κι' ὅμως δυνατός. Τὰ μάτια του φαίνονται περισσότερο νἄχουν πιεῖ παρὰ νἄχουν χύσει τόσα δάκρυα. Κι' ὅμως μέσα τους καίει μιὰ φωτιὰ ποὺ θὰ μποροῦσε —ναὶ—νὰ λυώσῃ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἀλλ' οὔτε ἕνα ἄτομο τοῦ πόνου ποὺ κλείνει τὸ στῆθος του.

Σηκωθῆτε ἀπάνω ὅλοι, ὦ συντρόφοι! Γίνετε μάρτυρες τοῦ πόνου ἐτούτη τὴν ἐπίσημη ὥρα. Χαῖρε, ὦ μεγάλε ἄγνωστε, ποὺ δὲν ξέρω τὸ ὄνομά σου. Σὲ χαιρετῶ μὲ τὸν τιμημένο τίτλο σου: ὁ πιὸ δυστυχισμένος! Σὲ χαιρετάει ἐδῶ ἡ κοινωνία τῶν δυστυχισμένων· σὲ χαιρετάει μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς χαμηλῆς κατοικίας τῶν ταπεινῶν, ποὺ μολαταῦτα εἶναι ὑπεροχότερη ἀπ' ὅλα τὰ παλάτια τοῦ κόσμου. Βλέπεις; Ἡ πλάκα ἀνασηκώθηκε, ἡ σκιὰ τοῦ τάφου σὲ περιμένει μὲ τὴν τερπνή της φρεσκάδα.

Ἴσως ὁ καιρὸς δὲν ἔφτασε ἀκόμα, ἴσως ὁ δρόμος εἶναι ἀκόμα μακρύς. Ἀλλὰ σοῦ δίνουμε τὴν ὑπόσχεση νὰ μαζευόμαστε ἐδῶ συχνὰ γιὰ νὰ σὲ ζηλεύομε γιὰ τὴν εὐτυχία σου. Ἡ εὐχή μας εἶναι τούτη: κανένας νὰ μὴ σὲ καταλαβαίνῃ ἀλλὰ ὅλοι νὰ σὲ μαντεύουν· κανένας φίλος νὰ μὴ σ' ἀκολουθῇ, καμμιὰ γυναίκα νὰ μὴ σ' ἀγαπάῃ· καμμιὰ μυστικὴ συμπάθεια νὰ μὴν ὑποπτευθῇ ποτὲ τὴ μοναχική σου θλίψη· κανένα μάτι νὰ μὴν ἀνακαλύψῃ τὸ βαθὺ σου πόνο, κανένα αὐτὶ νὰ μὴ συλλάβῃ ξαφνικὰ τὸ μυστικό σου στεναγμό.

Μὰ ἂν πάλι ἡ ψυχή σου ἀποκρούει αὐτὴ τὴν εὐχή, τὴ γεμάτη συμπόνια, καὶ περιφρονεῖ ἕνα τέτοιο ξαλάφρωμα, ὦ! εἴθε τότε νὰ σ' ἀγαποῦν οἱ γυναῖκες, εἴθε οἱ μανάδες νὰ ἐλπίζουν σὲ σένα καὶ οἱ ἑτοιμοθάνατοι νὰ ζητοῦν ἐπικουρία ἀπὸ σέ. Εἴθε οἱ νέοι νὰ σ' ἀκολουθοῦνε, οἱ ἡλικιωμένοι νὰ ὑπολογίζουν σὲ σένα καὶ οἱ γέροι νὰ πιάνονται ἀπάνω σου σὰν ἀπ' τὸ ὕστατο καταφύγιό τους. Εἴθε ὁ κόσμος ὁλόκληρος νὰ πιστεύη πὼς ἐσὺ μπορεῖς νὰ τόν κάνῃς εὐτυχισμένο.

Ζῆσε λοιπὸν εὐτυχισμένος ἐσὺ ὁ πιὸ δυστυχισμένος! Ἀλλὰ γιατὶ ὁ πιὸ δυστυχισμένος; Ἰδού: ἡ γλώσσα τὰ χάνει, ἡ σκέψη μπερδεύεται. Γιατί: ποιός εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἂν ὄχι ὁ πιὸ δυστυχισμένος; Καὶ ποιός εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄν ὄχι ὁ πιό εὐτυχισμένος; Καὶ τί ἀλλο εἶναι ἡ ζωὴ παρὰ ἀλλαφροσύνη, ἡ πίστη παρὰ τρέλλα, ἡ ἐλπίδα παρὰ ἡ «ὥρα τῆς χάριτος» πρὶν ἀπ' τὸ θάνατο, ὁ ἔρωτας παρὰ ξύδι στὴν πληγή;

*
**

Χάθηκε. Βρισκόμαστε ξανὰ μπροστὰ στὸν ἄδειο τάφο. Τοῦ εὐχόμαστε λοιπὸν γαλήνη, ἀνάπαψη, ὑγεία καὶ κάθε δυνατὴ εὐτυχία. Ἕνα γλήγορο θάνατο, μιὰ αἰώνια λήθη καὶ οὔτε μιά του ἀνάμνηση, γιὰ νὰ μὴν μπορέσῃ οὔτε ἡ ἀνάμνησή του νὰ κάνῃ κανέναν ἄλλον δυστυχισμένο.

Σηκωθῆτε λοιπὸν νὰ φύγουμε, ἀγαπητοὶ συντρόφοι. Ἡ νύχτα πέρασε κι' ἡ μέρα ξαναρχίζει τὸν ἀκούραστο γύρο της, ποὺ δὲν ἀπαυδίζει ποτὲ νὰ τὸν ξαναρχινᾷ εἰς αἰῶνα αἰῶνος...

Μεταφρ. ΘΕΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ-ΝΟΒΑΣ



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 512, 1948

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *