Ο Πόλεμος του οπίου
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Ο 19ος αιώνας απετέλεσε για την Κίνα την κομβική εκείνη χρονική περίοδο κατά την οποία ξεκίνησε ένα άνοιγμα προς τον δυτικό κόσμο. Από το 1644, που ένας μη κινεζικός λαός, οι Μαντσού, ίδρυσαν τη δυναστεία των Τσι-ίνγκ, μέχρι και το 1840 η Κίνα γνώρισε, ως επί το πλείστον, ειρήνη και ευημερία, αποκλεισμένη όμως από τις εξελίξεις του δυτικού κόσμου. Οι κινέζοι αυτοκράτορες όλα αυτά τα χρόνια θεωρούσαν την Κίνα ως την κορυφαία αυτοκρατορία του κόσμου και περιφρονούσαν επιδεικτικά τους δυτικούς. Μάλιστα όταν τον Ιούνιο του 1793 έφτασε στην Καντόνα βρετανική αντιπροσωπεία με πλούσια δώρα, μεταξύ των οποίων και μια τεράστια υδρόγειο που χρειαζόταν για την μεταφορά της πάνω από δώδεκα άντρες, ο πρέσβης έγινε δεκτός με περιφρόνηση από τους κινέζους αξιωματούχους. Η Κίνα θεωρούσε εαυτόν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος του κόσμου με πληθυσμό που κατά προσέγγιση άγγιζε τα 300 εκ. κατοίκους. Αυτός ήταν άλλωστε και ο κύριος στρατηγικός στόχος των Βρετανών, η κάλυψη των αναγκών αυτής της τεράστιας πελατείας με δυτικά βιομηχανικά προϊόντα.
Η γηραιά Αλβιόνα από νωρίς κατάλαβε τις προοπτικές που ανοίγονταν για το εμπόριο και την βιομηχανία της. Το κυριότερο όμως προϊόν που εμπορευόταν δεν προερχόταν από τις φάμπρικες της Βρετανίας, αλλά από την εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων εργατών της Ινδίας, που αποτελούσε και το διαμάντι του στέμματος με την «Εταιρεία των Ινδιών», και δεν ήταν άλλο από το όπιο. Από τα αρχαία χρόνια το όπιο ήταν η μόνη ουσία κατά του πόνου, αλλά μόνο με την έλευση του καπιταλισμού και την βιομηχανοποίηση των φαρμάκων έγινε δυνατή η εξαγωγή του οπίου σε άλλες χώρες, κυρίως δια του ιμπεριαλισμού. Οι Βρετανοί από νωρίς διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να αποκομίσουν αστρονομικά κέρδη από την φτηνή παραγωγή οπίου στην Ινδία και την εξαγωγή του στην Κίνα. Στην τελευταία, μάλιστα, η χρήση του οπίου ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια για θρησκευτικούς, ψυχολογικούς και ιατρικούς λόγους, η κατανάλωση όμως ήταν σχετικά μικρή. Αυτό σταδιακά θα άλλαζε. Οι Άγγλοι ανέτρεψαν την κατάσταση εισάγοντας τεράστιες ποσότητες οπίου σε χαμηλή τιμή. Ενδεικτικά έχει υπολογιστεί ότι μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα οι εξαγωγές της «Εταιρείας των Ινδιών» έφταναν τους 28 τόνους, ενώ με την αυγή του 19ου αιώνα εκτοξεύτηκαν στους 280 τόνους και ο αριθμός των τοξικομανών άγγιξε τα 10 εκ. …!
Οι Άγγλοι προσπάθησαν επανειλημμένα να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους, αλλά εις μάτην. Όταν η κυβέρνηση της Κίνας το 1839 απαγορεύει πλήρως την εισαγωγή οπίου, η αγγλική κυβέρνηση αποφασίζει ότι αρκετά ανέχτηκε τον κινεζικό σνομπισμό και αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της… Ο Πάλμερστον από την Βουλή των κοινοτήτων ανακοινώνει ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσουν τα όπλα. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο λόγο του, η επέμβαση ήταν αναγκαία «για να διασώσει την μελλοντική ασφάλεια του βρετανικού εμπορίου». Ουσιαστικά επρόκειτο για το άνοιγμα, δια της βίας, της κινεζικής αγοράς στα βρετανικά προιόντα. Από την μεριά τους οι Κινέζοι θεωρούσαν ότι «οι Άγγλοι είναι ασήμαντη και απεχθής φυλή και στηρίζονται στα δυνατά πλοία και τα μεγάλα όπλα τους. Οι τεράστιες αποστάσεις που διέσχισαν θα καταστήσουν αδύνατη την έγκαιρη άφιξη προμηθειών, και οι στρατιώτες τους μετά από μια και μόνο ήττα […] θα χάσουν το κουράγιο τους και κάθε ελπίδα». Τα μέσα που διαθέτουν οι Άγγλοι είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Μια ναυτική μοίρα και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα απέναντι σε περίπου 300.000 στρατεύματα του αυτοκρατορικού στρατού! Οι Βρετανοί όμως διαθέτουν έναν άσσο στο μανίκι τους. Από τα τέλη του 18ου αιώνα στην κινεζική επικράτεια ξεσπούν πλήθος αντιδυναστικά κινήματα, που οργανώνονται από διάφορες μυστικές οργανώσεις. Έτσι η αυτοκρατορία ουσιαστικά μαχόταν έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό εχθρό, με τη δύναμη πυρός του τελευταίου να ξεπερνά οτιδήποτε είχαν δει οι Κινέζοι. Απέναντι στους μπαρουτοκαπνισμένους «redcoats» και στα πελώρια «ships of the line» οι Κινέζοι παρέτασσαν έναν στρατό βγαλμένο από τα μεσαιωνικά χρονικά… Μουσκέτα με φυτίλι και ξεπερασμένα ιστιοφόρα αποτέλεσαν εύκολη λεία για τους Άγγλους.
Έπειτα από περίπου τρία χρόνια μαχών η Κίνα υποκύπτει πλήρως στις απαιτήσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 29 Αυγούστου 1842 υπογράφουν την συνθήκη της Νανκίν. Με την συνθήκη αυτή οι Βρετανοί αποκτούν πρόσβαση στα λιμάνια της Καντόνα, του Χονγκ Κονγκ, του Αμόυ, του Φοτσόου, του Νίνγκπο και της Σαγκάης. Με βάση αυτήν την συμφωνία οι Άγγλοι επιτρεπόταν να εμπορεύονται απευθείας με Κινέζους πελάτες, οι τελωνειακοί δασμοί περιορίζονταν στο 5% επί της αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων και, το κερασάκι στην τούρτα, οι Κινέζοι υποχρεώνονταν να δεχτούν το θεσμό της ετεροδικίας. Ακολουθούν αντίστοιχες εμπορικές συμφωνίες με τους Αμερικάνους, τον Ιούλιο του 1844 και με τους Γάλλους, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Οι μεγάλες όμως αποικιακές δυνάμεις δεν έμειναν απόλυτα ευχαριστημένες από τις παραχωρήσεις. Το 1857 οι Βρετανοί εξαπολύουν και δεύτερο πόλεμο πολιορκώντας την Καντόνα με 5.000 στρατιώτες, ενώ αργότερα συνεργάζονται με τους Γάλλους και πολιορκούν το Πεκίνο με 20.000 στρατιώτες.
Οι λεόντειες συνθήκες που επέβαλαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις ουσιαστικά δημιουργούσαν μικρές εμπορικές αποικίες κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Κίνας, αποδυναμώνοντας το κινεζικό κράτος και στερώντας του τη δυνατότητα να ελέγχει το εμπόριο. Η κατάσταση αυτή κλόνισε ακόμη περισσότερο την παρακμάζουσα αυτοκρατορία των Ματσού που δεχόταν πίεση και από το εσωτερικό, αφού η θέση των αγροτών επιδεινωνόταν και οι χρήστες οπίου αυξάνονταν με θεαματικούς ρυθμούς. Από αυτές τις συνθήκες ξεπετάχτηκε ένας δάσκαλος που προσπάθησε να εκφράσει τις αντιαποικιακές διαθέσεις της κινεζικής κοινωνίας αλλά και την αγανάκτηση του λαού για την συνεχιζόμενη παρακμή της αυτοκρατορίας. Ο Χουνγκ Σιου-Τσουάν, γόνος μιας αγροτικής οικογένειας, ισχυριζόταν ότι είδε σε όραμα πως ήταν αδελφός του Ιησού και πως ο Θεός τον είχε διατάξει να εγκαθιδρύσει ένα «Ουράνιο Βασίλειο» της «Μεγάλης Ειρήνης», Τάι- πινγκ στα κινεζικά. Το κήρυγμα του, ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για την εποχή του, αναφερόταν στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, στην ίση διαίρεση της γης καθώς και στην κατάργηση των παλαιών κοινωνικών διακρίσεων. Με 2.000.000 μέλη το 1853, καταλαμβάνει τη Νανκίνγκ εγκαθιδρύοντας ένα κράτος εν κράτει, που ελέγχει σχεδόν τη μισή αυτοκρατορία. Οι προσδοκίες όμως των ακολούθων γρήγορα διαψεύστηκαν, αφού ο Χουνγκ άρχισε τις καταχρήσεις. Σπατάλες, χλιδή στα ανώτερα εξουσιαστικά κλιμάκια με πλήθος παλλακίδων, απομόνωσαν την εξουσία του κινήματος από την εξαθλιωμένη αγροτική βάση. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε το 1864 όταν βρετανικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα πολιόρκησαν τη Νανκίνγκ καταλαμβάνοντας τη και αφήνοντας πίσω τους 100.000 νεκρούς.
Ουσιαστικά οι «πόλεμοι του οπίου» απετέλεσαν την μεγαλύτερη οικονομική επιχείρηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην Ασία. Απέδειξαν πόσο ευάλωτες ήταν οι παραδοσιακές αυτοκρατορίες της ανατολής μπροστά στα σύγχρονα πολεμικά μέσα των βιομηχανικών εθνών. Απώτερος στόχος των προηγμένων κρατών της δύσης δεν ήταν τόσο ο διαφωτισμός των καθυστερημένων κινεζικών αγροτικών μαζών, όσο η παραμονή τους σε καθεστώς άγνοιας και καταπίεσης. Οι συνθήκες ζωής τους άλλωστε, όπως εν πολλοίς συμβαίνει και στις μέρες μας, εγγυούνταν την συνεχή κατανάλωση ναρκωτικών με σκοπό την ανακούφιση από τις ταλαιπωρίες της καθημερινότητας. Η ανάπτυξη δε της φαρμακευτικής βιομηχανίας δημιούργησε σταδιακά ένα πλήθος ουσιών που εξασφάλιζαν γρήγορο και απρόσκοπτο πλουτισμό για τις νεοαναδυόμενες αυτές βιομηχανίες. Πέραν του άμεσου οικονομικού οφέλους, η Βρετανία του Πάλμερστον κατέδειξε με τον πλέον βαρύγδουπο τρόπο πως εννοούσε τις διαπραγματεύσεις με τα λιγότερο αναπτυγμένα έθνη. Η «πολιτική των κανονιοφόρων» αποδείχτηκε επιτυχημένη πέρα από κάθε φαντασία του Foreign Office. Σειρά πήραν σταδιακά και άλλα έθνη συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας με τον οικονομικό αποκλεισμό του ναυάρχου Πάρκερ των λιμανιών του νεότευκτου κράτους στα 1850.
Διαβάστε:
- W. Travis Hanes & Frank Sanello, «Οι πόλεμοι του οπίου», εκδ. Γκοβόστη.
Πηγή: Ερανιστής