Ο θαυμαστός Ναός του Επικούριου Απόλλωνα
Κρυμμένος μέσα στα Αρκαδικά βουνά, το Κωτίλιον, το Λυκαίο, το Τετράτζι και το Ελάιον βρίσκεται σε υψόμετρο 1.131 μ. ένας από τους σημαντικότερους ναούς της ελληνικής αρχαιότητας, ο Ναός του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες ή στη Φιγάλεια Αρκαδίας.
Στην περιοχή από την αρχαιότητα λατρεύονταν ο Απόλλωνας Βασσίτας, ο Δίας, ο Πάνας καθώς επίσης η Αφροδίτη και η Άρτεμη Ορθασία. Μάλιστα το 1903 κατά τη διάρκεια ανασκαφών σε μια μικρή κοιλάδα του όρους Κωτίλιον, 100 μέτρα ψηλότερα από ναό του Απόλλωνα, αποκαλύφθηκαν δύο ιερά, τα οποία αποδόθηκαν από τον Κ. Κουρουνιώτη, που διενήργησε τις ανασκαφές, στην Αφροδίτη και στην Άρτεμη Ορθασία. Ο Κ. Κουρουνιώτης στηρίχτηκε τόσο στις περιγραφές του Παυσανία όσο και σε χάλκινη πλάκα που βρέθηκε και η οποία αναφέρεται στον Απόλλωνα Βασσίτα, στην Άρτεμη Ορθασία και στον Σινόεντα Πάνα.
Δυτικά του ναού υπήρχε οικισμός από την αρχαϊκή εποχή που ονομαζόταν "Βάσσαι" από τις βάσσες ή βήσσες, δηλαδή τις μικρές κοιλάδες που βρίσκονται ανάμεσα στις βραχώδεις εκτάσεις. Σε απόσταση 13 χλμ. από το ναό βρίσκεται και η αρχαία Φιγάλεια, η πόλη στην οποία διοικητικά υπαγόταν ο ναός.
Ο ναός χτίστηκε περίπου το 420 - 400 π.Χ. από τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, τον Ικτίνο. Σχετικά μας πληροφορεί ο Παυσανίας:
Ἰκτίνος ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ ἐν Φιγαλίᾳ ναοῦ γεγονώς τῇ ἡλικίᾳ κατά Περικλέα καί Ἀθηναίοις τόν Παρθενῶνα καλούμενον κατασκευάσας.
(Παυσανίας VIII, 41,9)
Τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε ο Παυσανίας που γράφει λίγο παραπάνω:
Ναῶν δ' ὅσοι πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τόν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἄν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καί τῆς ἀρμονίας ἕνεκα.
(Παυσανίας VIII, 41,8)
Νότια του ναού αποκαλύφθηκε ένα επίμηκες κτήριο, μήκους 25 μ. και πλάτους 7,50 μ. που αποδόθηκε στον πρώτο αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα. Πολλοί όμως επιστήμονες διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι ο αρχαϊκός ναός βρίσκεται στα θεμέλια του κλασικού. Η άποψη αυτή ισχυροποιείται και θεωρείται επικρατέστερη από τα ανασκαφικά ευρήματα κάτω από τον κλασικό ναό, γιατί μετά από δοκιμαστικές τομές φανερώθηκε κτήριο με μήκος 16 μ. και πλάτος 6,20 μ. και με τον ίδιο προσανατολισμό με του κλασικού ναού.
Ανάμεσα στο πλήθος των ευρημάτων προκαλούν εντύπωση το πλήθος των όπλων, ιδιαίτερα των αμυντικών, που προφανώς προσφέρονταν στο θεό. Έτσι ίσως δικαιολογείται και το προσωνύμιο του θεού ως "επικούριου", επειδή βοήθησε τους Φιγαλείς να αντιμετωπίσουν το 659 π.Χ. τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του β' Μεσσηνιακού πολέμου. Η νίκη μάλιστα των Φιγαλείων στηρίχτηκε σε χρησμό που πήραν από το μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με τον οποίο θα νικούσαν τους Σπαρτιάτες μόνο αν πολεμούσαν μαζί τους οι Ορεσθάσιοι, οι οποίοι όμως θα σκοτώνονταν όλοι. Οι Ορεσθάσιοι πραγματικά έστειλαν 100 νέους, που φυσικά σκοτώθηκαν, οι Φιγαλείς όμως νίκησαν τους Σπαρτιάτες. Προφανώς λοιπόν ο θεός λατρευόταν ως πολεμικός θεός, γι' αυτό και η πληθώρα των αναθημάτων.
Ο Παυσανίας όμως αποδίδει στο θεό το προσωνύμιο επικούριος, γιατί προστάτευσε τους Φιγαλείς από την επιδημική νόσο που είχε πλήξει τον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.)
Στο γυμνό, βραχώδες τοπίο των Βασσών λοιπόν βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Ας δούμε πως τον περιγράφει η αρχαιολόγος Ολυμπία Βικάτου στη σελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού:
"Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ο Παυσανίας, μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό σε κάλλος και αρμονία (8.41.8). Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420-400 π.Χ. και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής.
Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., αντίστοιχα, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
Ο κλασικός ναός έχει θεμελιωθεί πάνω στο φυσικό βράχο, σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα. Δεν έχει το συνήθη προσανατολισμό Α-Δ, αλλά Β-Ν, ίσως για λατρευτικούς λόγους, που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση, δεδομένου ότι και άλλοι ναοί στην περιοχή παρουσιάζουν τον ίδιο προσανατολισμό. Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ ορισμένα μέρη της οροφής, τα κιονόκρανα του σηκού και ο γλυπτός διάκοσμος είναι από μάρμαρο.
Ο ναός είναι ο μοναδικός που συνδυάζει στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο. Έχει 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακρές πλευρές, αντί της καθιερωμένης για την εποχή αναλογίας 6 x 13. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης, όπως στους αρχαϊκούς ναούς. Στο εσωτερικό του σηκού, κατά μήκος των μακρών πλευρών υπάρχουν από πέντε ιωνικοί ημικίονες, που αποτελούν απόληξη κάθετων στον τοίχο τοιχαρίων, τα οποία διαμορφώνουν κόγχες. Το τελευταίο ζεύγος των ημικιόνων τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι υπόλοιποι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε ένας κίονας, που έφερε το αρχαιότερο γνωστό ως σήμερα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική κορινθιακό κιονόκρανο, το οποίο γνωρίζουμε από τα σχέδια των πρώτων περιηγητών (θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Κατά μία άποψη ο κίονας αυτός αποτελούσε ανεικονική παράσταση θεότητας, ακολουθώντας τις βαθιές λατρευτικές παραδόσεις της Αρκαδίας, ενώ σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κορινθιακοί ήταν και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες εκατέρωθεν του κεντρικού κορινθιακού. Στο άδυτο, που βρισκόταν πίσω από τον κίονα αυτό, πιθανότατα φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Στον ανατολικό του τοίχο υπάρχει θύρα, που οδηγούσε στο εξωτερικό πτερό, για την ύπαρξη της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη, κορινθιακού τύπου.
Το ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ ανάγλυφη διακόσμηση έφεραν μόνο οι εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, και του οπισθόδομου την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Είχε συνολικό μήκος 31 μ. και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και στις υπόλοιπες 11 η Κενταυρομαχία. Κατά την ανασκαφή του 1812 οι πλάκες βρέθηκαν σκεπασμένες με αρχιτεκτονικά μέλη στο σηκό και το 1815 μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και εκτίθενται σήμερα. Γλύπτης της ζωφόρου ίσως ήταν ο Παιώνιος, που φιλοτέχνησε στην Ολυμπία το περίφημο άγαλμα της Νίκης.
Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στην κεράμωσή του. Η πρώτη σημαντική καταστροφή του σημειώθηκε όταν έπεσε η στέγη του, λόγω της φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που τη συγκρατούσαν, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και από την ανθρώπινη επέμβαση, που έγινε για την απόσπαση του μετάλλου των συνδέσμων. Ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του έγινε το 1812 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων. Ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος, που ανέλαβε τον προγραμματισμό και τη σύνταξη των σχετικών μελετών για τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 έγινε ανασύσταση της επιτροπής και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε συστηματικά το εξαιρετικά δύσκολο έργο αποκατάστασης του μνημείου. Από το 1987 ο ναός προστατεύεται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες με ειδικό στέγαστρο, που θα απομακρυνθεί μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών.
Συντάκτης: Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Παρά τα αξιόλογα αρχαιολογικά συμπεράσματα και παρουσιάσεις απουσιάζει παραπάνω ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Ναού: ο Ναός αυτός φέρεται πως είναι περιστρεφόμενος (το ίδιο είχα διαβάσει πως συμβαίνει και με τον Παρθενώνα...) και περιστρέφεται κατά ορισμένες μοίρες το χρόνο διατηρώντας τον προσανατολισμό του στο άστρο του Σειρίου. Σύμφωνα με το μαθηματικό Στάλιο Πετράκη ο ναός είναι έτσι χτισμένος που γλιστρά πάνω σε ειδική βάση με γωνία 5ο,2 δευτερόλεπτα της μοίρας κάθε χρόνο, στοχεύοντας το ίδιο αστρικό σημείο, λόγω της κίνησης του άξονα της Γης με περίοδο 25.920 χρόνια, τον μεγάλο Ενιαυτό που αναφέρει δηλαδή ο Πλάτωνας. Δηλαδή μολονότι κάθε 2.160 χρόνια αλλάζει ο αστερισμός του μεσουρανήματος ο ναός εξακολουθεί να στοχεύει το ίδιο σημείο!
Αυτό το χαρακτηριστικό όμως της μεγαλοφυίας των προγόνων μας λησμόνησαν (?) να αναφέρουν οι αξιότιμοι αρχιολόγοι μας, περιοριζόμενοι στα λοιπά τεχνικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του...
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα πως παρά τις φθορές και τις λεηλασίες που υπέστη, ο ναός συνεχίζει ακόμη και σήμερα να διατηρεί με εντυπωσιακή ακρίβεια την προκαθορισμένη του τροχιά!
Θα αναρωτιέσται βέβαια που, σε ποιό σημείο στοχεύει ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα...
Μα στο άστρο του Σειρίου! Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός Απόλλων έφυγε από αυτό το ναό και εγκαταστάθηκε σε αυτό το άστρο και ο ναός παρέμεινε έτσι προσανατολισμένος ώστε να μπορεί να επιστρέψει ο θεός όποτε το θελήσει.
Ο ναός αυτός τα τελευταία χρόνια έχει καλυφθεί, για την "προστασία" του, όπως λένε οι "ειδικοί". Η συνθετική κάλυψη βέβαια με τίποτε δεν αρμόζει σε ένα τέτοιο αριστούργημα... πολύ περισσότερο θα έλεγα πως δημιουργεί την αίσθηση "τέντας τσίρκου"... Αθλιότητα κατανόησης ενός μεγαλείου που φτάνει μέχρι και στο σημείο να καταστρέφει ακόμη και τα σωζώμενα μνημεία, ξηλώνοντας τα γλυπτά από το φυσικό τους χώρο (όπως στην περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών), απομακρύνοντας τα από εκεί που ανήκουν και αμπαρώνοντας σε εκτρώματα "σύγχρονης κακοτεχνίας", που θέλει να ονομάζεται "μοντέρνα"... αψηφώντας την αρμονία...
Αναρωτιέμαι που αποσκοπεί όλη τούτη η συστηματική λεηλασία και το "κουκούλωμα" των μνημείων... αλλά από την άλλη πλευρά γνωρίζω πως τα ορυκτά, οι πέτρες έχουν μνήμη. Είναι η μνήμη του πλανήτη μας και μέσα από αυτά μπορούμε να συντονιστούμε με άλλες χωροχρονικές διαστάσεις... Όπως άλλωστε μνήμη έχουν και τα κόκκαλα μας, μέσα στα οποία παράγεται το αίμα μας... ή αν θέλετε μέσα στο αίμα μας κυλά όλη η αλήθεια και η ιστορία της ανθρωπότητας και των προγώνων μας...
Μέσα από αυτό το σφιχτό δέσιμο και την άρρικτη συνέχεια, ποτέ και με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να μας κάνουν να ξεχάσουμε ποιοί είμαστε!
Αρκεί εμείς να αφουγκραστούμε τι μας ψιθυρίζουν οι κολώνες των ναών, το αίμα που κυλά στις φλέβες μας, αλλά και τα ιερά οστά των προγόνων μας...
Αθάνατη Ελληνική Γη...
Αθάνατο Ελληνικό Πνεύμα...
Πηγή: ΤΟΞΟΤΗΣ