Ὁ Τόμας Σ. Ἔλιοτ καί οἱ κλασσικές γλῶσσες
Φώτης Σχοινᾶς
Ὁ Τ. Σ. Ἔλιοτ εἶναι κορυφαῖος Ἀγγλοαμερικανός ποιητής τοῦ 20ου αἰῶνα. Μαζί μέ τόν δικό μας Κωνσταντῖνο Καβάφη θεωρεῖται ἀπό τήν λογοτεχνική κριτική ὡς ὁ κορυφαῖος ποιητής τῆς Εὐρώπης τόν 20ο αἰῶνα. Σημαντικό εἶναι ἐπίσης καί τό δοκιμιογραφικό ἔργο του. Τό ποιητικό καί δοκιμιογραφικό ἔργο του δίκαια τόν κατατάσσει στούς κορυφαίους στοχαστές τοῦ περασμένου αἰῶνα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ἀσπάσθηκε τό Ρωμαιοκαθολικό δόγμα καί προσεχώρησε στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἦταν δηλαδή πιστός καί συνειδητός Χριστιανός. Τό γεγονός αὐτό ἐπιτρέπει τόν χαρακτηρισμό του ὡς Χριστιανοῦ διανοητοῦ. Στό παρόν ἄρθρο θά δοῦμε τίς ἀπόψεις τοῦ Ἔλιοτ γιά τίς κλασσικές γλῶσσες, ἀρχαῖα ἑλληνικά καί λατινικά, καί τή συμβολή τους στή διαμόρφωση, συντήρηση καί ἐμπέδωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Κατά τόν Τ. Σ. Ἔλιοτ ὁ κόσμος εἰσέρχεται σέ μία περίοδο βαραβαρότητος. Προσπαθεῖ νά δημιουργήσει ἕνα ἀποχριστιανοποιημένο πολιτισμό, ἀλλ’αὐτό ἀποτελεῖ πράξη αὐτοκτονίας: «ὁ κόσμος πειραματίζεται δοκιμάζοντας νά διαμορφώσει μιά πολιτισμένη ἀλλά μή χριστιανική πνευματικότητα. Τό πείραμα θά ἀποτύχει· ὅμως πρέπει νά εἴμαστε πολύ καρτερικοί καθώς θά περιμένουμε τήν κατάρρευσή του· ἐξαγοράζοντας ἐν τῷ μεταξύ τόν χρόνο: ὥστε ἡ πίστη νά διατηρηθεῖ ζωντανή στήν διάρκεια τῶν σκοτεινῶν ἐποχῶν πού ἔρχονται· γιά νά κάνουμε καινούργιο καί νά ξανακτίσουμε τόν πολιτισμό καί νά σώσουμε τόν κόσμο ἀπό τήν αὐτοκτονία».[1]
Ἀπό τό ἀνωτέρω χωρίο διαπίστουμε πόσο προφητικός ὑπῆρξε ὁ Ἔλιοτ. Πράγματι στίς μέρες μας βλέπουμε τήν ἐργώδη, σκόπιμη καί ἐπιμελημένη προσπάθεια τῆς Εὐρώπης νά ἀποβάλει καί ἀποσιωπήσει ὁποιοδήποτε χριστιανικό στοιχεῖο χαρακτηρίζει τή διαμόρφωση τοῦ γενικώτερου πνεύματός της. Ὄντως ζοῦμε σέ μία μεταχριστιανική Εὐρώπη! Πῶς θά διατηρηθεῖ ὁ Χριστιανισμός στίς «σκοτεινές ἐποχές πού ἔρχονται»; Ἕνας τρόπος − ἀσφαλῶς βέβαια ὄχι ὁ μοναδικός – εἶναι ἡ διατήρηση τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν, ἡ συμβολή τῶν ὁποίων στή διαμόρφωση τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι θεμελιώδης. Ὁ Ἔλιοτ γράφει ἐπ’αὐτοῦ: «Προσπαθῶ ν’ἀναλάβω τή θεμελιώδη ὑπεράσπιση τῶν λατινικῶν καί ἑλληνικῶν καί ὄχι μόνο νά σᾶς δώσω μιά ἐπιλογή σπουδαίων λόγων γιά νά τά μελετήσετε, λόγους πού μπορεῖτε νά σκεφθεῖτε μόνοι σας. Ὑπάρχουν δύο καί μόνο δύο ὑποστηρίξιμες περιπτώσεις πάνω στή ζωή: ἡ καθολική (σ.σ. ἐννοεῖται ἡ χριστιανική Ρωμαιοκαθολική) καί ἡ ματεριαλιστική. Ἡ ὑπεράσπιση τῆς μελέτης τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν πρέπει τελικά νά στηρίζεται στή σχέση των μέ τήν πρώτη περίπτωση, ὅπως πρέπει νά ὑπερασπιζόμαστε τό ἀρχέτυπο συλλογικό πάθος πάνω ἀπό τήν ἐνεργητική ζωή... Εἶναι πολύ δυνατό, φυσικά, τό μέλλον νά μή φέρει οὔτε ματεριαλιστικό πολιτισμό, οὔτε χριστιανικό. Εἶναι πολύ δυνατό νά μή φέρει τίποτε ἄλλο ἀπό τό χάος ἤ τή νάρκη. Ἔτσι δέν μ’ἐνδιαφέρει τό μέλλον, ἐνδιαφέρομαι γιά τίς δυό ἐναλλαγές, πού μοῦ φαίνονται ἄξιες νά ἐνδιαφερθῶ γι’αὐτές. Στό θέμα μου μ’ἐνδιαφέρουν οἱ ἀναγνῶστες πού προετοιμάζονται νά προτιμήσουν ἕνα χριστιανικό πολιτισμό, ἄν τούς πιέσουν νά ἐπιλέξουν· καί μόνο γι’αὐτούς τούς ἀναγνῶστες πού θέλουν νά δοῦν ἕνα χριστιανικό πολιτισμό νά ἐπιζήσει καί ν’ἀναπτυχθεῖ, μόνο γι’αὐτούς ἐπιμένω στή σπουδαιότητα τῶν λατινικῶν καί τῶν ἑλληνικῶν. Ἄν ὁ χριστιανισμός δέν πρόκειται νά ἐπιζήσει, δέ μέ νοιάζει ἄν τά κείμενα ἔγιναν πιό σκοτεινά καί ξεχάστηκαν παρά τά κείμενα τῆς γλώσσας τῶν Ἐτρούσκων. Καί ἡ μόνη ἐλπίδα πού μπορῶ νά ἔχω γιά τή σπουδή τῶν λατινικῶν καί τῶν ἑλληνικῶν στόν κατάλληλο χῶρο τους καί γιά σωστούς λόγους εἶναι στήν ἀναβίωση καί ἐπέκταση τῆς διδασκαλίας τους στά Μοναχικά τάγματα. Ὑπάρχουν ἄλλοι λόγοι μεγάλης βαρύτητας γιά νά ἐπιθυμῶ νά δῶ μιάν ἀναγέννηση τῆς μοναστικῆς ζωῆς μέσα στήν ποικιλία της, ἀλλά ἡ διατήρηση τῆς χριστιανικῆς μόρφωσης δέν εἶναι λιγότερη ἀναγκαία. Τό πρῶτο μορφωτικό καθῆκον τῶν μοναχικῶν ταγμάτων εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἐκπαίδευσης μέσα στό μοναστήρι ἀμόλυντης ἀπό τόν κατακλυσμό τοῦ βαρβαρισμοῦ ἀπ’ἔξω. Τό δεύτερο καθῆκον τους εἶναι ὁ ἐφοδιασμός μέ μόρφωση τῶν κοσμικῶν πού θά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἐκπαίδευση γιά τούς πολιτικούς ὑπαλλήλους ἤ γιά τεχνική, ἐπαγγελματική ἀπόδοση ἤ γιά κοινωνική ἤ λαϊκή ἐπιτυχία. Δέν θά εἶναι ἐκεῖνο τό φανταχτερό “ψεύτικο” στόλισμα: μόρφωση γιά τίς ἐλεύθερες ὧρες. Καθώς ὁ κόσμος κατά τό πλεῖστο κοσμικοποιεῖται, ὁλοκληρωτικά ἡ ἀνάγκη γίνεται πιό ἐπιτακτική νά πρέπει ὁ χριστιανικός κόσμος νά ἔχει ὁμολογουμένως μιά μόρφωση χριστιανική, μιά μόρφωση πού νά ταιριάζει καί γι’αὐτόν τόν κόσμο καί γιά τή ζωή τῆς προσευχῆς μέσα σ’αὐτόν τόν κόσμο».[2]
Γιά τόν Ἔλιοτ ἰσχυρός καί ὡς ἕνα σημεῖο μοναδικός λόγος τῆς διατηρήσεως, σπουδῆς καί καλλιεργείας τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν εἶναι ἡ κεφαλαιώδης συμβολή τους στήν ἰδιοσυστασία καί ταυτότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ὁ Χριστιανισμός θά παύσει νά εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἄν σβήσουν οἱ κλασσικές γλῶσσες! Ἰδιαίτερα στήν ἀποχριστιανισμένη Εὐρώπη ἡ ζωντανή παρουσία τους εἶναι ὅρος sine qua non στήν διατήρηση τοῦ Χριστιανισμοῦ κατά τόν Ἔλιοτ. Στό σύγχρονο κόσμο παρατηρεῖται ἀναβίωση τῆς θρησκείας, στήν Εὐρώπη ὅμως τείνει νά κυριαρχίσει ἡ ἀποβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ στή δημόσια ζωή, στήν ἐπιστημονική, φιλοσοφική, λογοτεχική περιοχή, ἴσως δέ καί στήν προσωπική ζωή τῶν Εὐρωπαίων. Χαρακτηριστικό εἶναι τό κάτωθι δεῖγμα τῆς ἐπιθέσεως πού δέχεται ἡ θρησκεία – καί κυρίως ὁ Χριστιανισμός – στή σύγχρονη Εὐρώπη.Ὁ Μπερνάρ Ἀνρί-Λεβί ἔθεσε τό ἐρώτημα «Πῶς θά εἶναι ὁ κόσμος σέ 20 χρόνια;» μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση εἴκοσι χρόνων ἀπό τήν ἔκδοση τῆς ἐπιθεώρησης «Le regle du jeu» («Ὁ κανόνας τοῦ παιχνιδιοῦ») πού ἵδρυσε. Στήν πρόσκληση τοῦ Λεβί ἀνταποκρίθηκαν περισσότερες ἀπό 90 προσωπικότηες τῆς διανοήσεως μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Salman Rushdie (Σαλμάν Ρουσντί), Βρετανός Ἰνδικῆς καταγωγῆς συγγραφέας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε: «Δέν μπορῶ νά κάνω καμία πρόβλεψη γιά τό μέλλον. Εἶναι ἤδη ἀρκετά δύσκολο νά ζεῖς στό παρόν καί νά προσπαθεῖς νά τό κατανοήσεις...Ξέρω ὅτι τό μόνο πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι εἶναι ὅτι αὐτό πού θά συμβεῖ θά ξεπεράσει τήν ἱκανότητά μας νά προβλέπουμε. Μπορῶ νά πῶ τί θά μοῦ ἄρεσε νά δῶ; λιγότερη θρησκεία, περισσότερη δικαιοσύνη, λιγότερα ριάλιτι, περισσότερη φιλανθρωπία, λιγότερη σύγχυση στά tea parties, περισσότερη εὐφυΐα καί λιγότερο ποδόσφαιρο...Ἀλλά ἐάν εἶχα δικαίωμα σέ μία ἐπιλογή, τό “λιγότερη θρησκεία” θά ἦταν μιά χαρά. Πολύ λιγότερη θρησκεία. Μακάρι ἡ θρησκεία νά μήν ὑπῆρχε καθόλου. Αὐτό θά μείωνε τό ἐπίπεδο τῆς παγκόσμιας ἀνοησίας τοὐλάχιστον στό μισό − ἄν ὄχι περισσότερο. Αὐτό θά ἦταν ἀρκετό» (ἐφημερίδα Νέα 6 Νοεμβρίου 2010, σελ. 33). Ἡ σύγχρονη Εὐρωπαϊκή κουλτούρα εἶναι ὡς ἕνα σημεῖο ἄθεη καί ἐχθρική πρός τόν Χριστιανισμό κουλτούρα. Σύμφωνα μέ τόν Ἔλιοτ ἔχουμε ἤδη εἰσέλθει στούς «σκοτεινούς αἰῶνες», τούς αἰῶνες τῆς ἀθεΐας καί τοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ. Καί σύμφωνα πάλι μέ τόν Βρετανό ποιητή καί στοχαστή ἡ διατήρηση τῆς σπουδῆς καί χρήσεως τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν εἶναι ἀναγκαία γιά τήν διατήρηση τοῦ Χριστιανισμοῦ τούς σκοτεινούς αὐτούς αἰῶνες.Τοῦτο βέβαια ἴσως ἠχοῖ ὑπερβολικό ἀφοῦ σύμφωνα μέ τά Κυριακά λόγια αἱ πῦλαι τοῦ Ἅδου οὐ καταισχύσωσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανισμός ἀσφαλῶς καί θά ἐπιβιώσει εἴτε μέ εἴτε χωρίς τίς κλασσικές γλῶσσες. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὅμως ἡ ἐγκατάλειψη τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν θά ἀποτελέσει ἰσχυρό, ἰσχυρότατο πλῆγμα κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄν αὐτό ἰσχύει γιά τά Λατινικά πολλῷ μᾶλλον ἰσχύει γιά τά Ἑλληνικά. Στήν Ἑλληνική ἐγράφη πρωτοτύπως σχεδόν τό σύνολον τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Πατερική θεολογία, οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ Ὑμνογραφία, οἱ θεῖες Λειτουργεῖες.
Ὁ Τόμας Ἔλιοτ θεωρεῖ ἀκόμη χρήσιμες τίς κλασσικές γλῶσσες στή συγκρότηση μιᾶς ὁλοκληρωμένης μορφώσεως. Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ἕνας ἄλλος σφαλερός συλλογισμός τῆς ἐλεύθερης σπουδῆς εἶναι ὅτι ὁ σπουδαστής πού προχωρεῖ στό πανεπιστήμιο πρέπει νά καταπιαστεῖ μέ τή σπουδή αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου πού τόν ἐνδιαφέρει περισσότερο. Γιά ἕνα μικρό ἀριθμό σπουδαστῶν αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα οὐσιαστικό δικαίωμα. Ἀκόμα στό πρῶτο στάδιο τῆς σχολικῆς ζωῆς μποροῦμε νά ξεχωρίσομε λίγα ἄτομα μέ κάποια κλίση σπουδῶν ἤ μιά ἄλλη. Ὁ κίνδυνος γι’αὐτούς τούς προικισμένους, ἄν ἀφεθοῦν στόν ἑαυτό τους νά ὑπερεξειδικευθοῦν, εἶναι ὅτι θά ἀγνοήσουν τελείως τά γενικά συμφέροντα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἴματε ὅλοι κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, φυσικά, τεμπέληδες καί εἶναι πολύ εὐκολότερο νά περιοριστοῦμε στή σπουδή θεμάτων στά ὁποῖα ὑπερέχουμε. Ὅμως ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων πού προορίζονται νά σπουδάσουν εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν μιά δυνατή κλίση νά εἰδικευθοῦν, γιατί ἔχουν ὁρισμένα χαρίσματα ἤ γοῦστα. Καί αὐτοί τείνουν σέ ἐλαφρές γνώσεις. Ὡστόσο, κανένας δέν μπορεῖ νά μορφωθεῖ πραγματικά ἄν δέν ἀκολουθήσει κάποια σπουδή γιά τήν ὁποία δέν ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον – γιατί ἕνα μέρος τῆς πραγματικῆς μόρφωσης εἶναι νά κάνομε ἐνδιαφέροντα θέματα γιά τά ὁποῖα δέν ἔχομε ἰδιαίτερη κλίση. Ἡ ἀρχή νά μελετᾶμε τό θέμα πού μᾶς ἀρέσει – καί αὐτό τό υἱοθετοῦν τώρα οἱ περισσότεροι νέοι – εἶναι καταστρεπτική γιά κείνους πού τά ἐνδιαφέροντά τους βρίσκονται στό πεδίο τῶν μοντέρνων γλωσσῶν ἤ σ’αὐτό τῆς ἱστορίας κι ἀκόμα χειρότερα γιά κείνους πού φαντάζονται ὅτι θά γίνουν συγγραφεῖς. Γιατί γι’αὐτούς τούς ἀνθρώπους – καί ὑπάρχουν πολλοί ἀπ’αὐτούς − ἡ ἔλλειψη τῶν Λατινικῶν καί τῶν Ἑλληνικῶν εἶναι ἡ κακοτυχία τους. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν μιά πραγματική ἰδιοφυία γιά νά κατέχουν τίς νεκρές γλῶσσες εἶναι ἐλάχιστοι καί εἶναι πολύ πιθανόν ἀπό τήν ἴδια τους τήν ἀπόφαση ν’ἀφοσιωθοῦν στούς κλασσικούς − ἄν τούς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία. Ὡστόσο, ὑπάρχουν πολύ περισσότεροι ἀπό μᾶς πού ἔχουν τό χάρισμα νά ἀφοσιωθοῦν στίς μοντέρνες γλῶσσες, ἤ στή δική μας γλώσσα ἤ στήν ἱστορία καί πού δέν ἔχουν μέτρια ἱκανότητα νά μάθουν καλά λατινικά καί ἑλληνικά. Σ’αὐτό τό σημεῖο τονίζω πώς στήν ἐφηβική ἡλικία δέν εἴμαστε σέ θέση ν’ἀντιληφθοῦμε ὅτι, δίχως τά θεμέλια τῶν λατινικῶν καί τῶν ἑλληνικῶν, παραμένομε περιορισμένοι στή δύναμή μας πάνω σέ κεῖνα τά ἄλλα θέματα».[3] Ἡ ἐκμάθηση τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν ἀποτελεῖ τό γερό θεμέλιο τῆς ἄρτιας μορφώσεως, ὅσο ἐργώδης καί κοπιώδης κι ἄν εἶναι ἡ σπουδή τους. Ὁ Μονταίνιος λέγει κάπου στά δοκίμιά του ὅτι τά Λατινικά καί τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά ἀποτελοῦν πολύτιμο ἐμπόρευμα, τό ὁποῖο ὅμως κοστίζει ἀκριβά! Σημειωθήτω ἐπίσης ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ Τ. Ἔλιοτ γράφει στό δοκίμιό του Σκέψεις μετά τόν Λάμπεθ ὅτι δέν πρόκειται νά προσελκύσουμε τούς νέους στόν Χριστιανισμό κάνοντάς τον εὔκολο.[4]
Ἀξιοσημείωτες εἶναι ἀκόμη καί ὁρισμένες σκέψεις πού ἐκφράζει ὁ Ἀγγλοαμερικανός ποιητής στό δοκίμιό του Ἡ κοινωνική λειτουργία τῆς ποίησης γιά τήν ὑποχώρηση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως καί τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας καί συναισθήματος κατά τή σύγχρονη ἐποχή: «Ἔχουν εἰπωθεῖ πολλά παντοῦ γιά τήν παρακμή τῆς θρησκευτικῆς πίστης· δέν δόθηκε ὅμως ἡ πρέπουσα προσοχή στήν παρακμή τῆς θρησκευτικῆς αἰσθαντικότητας. Τό κακό μέ τήν μοντέρνα ἐποχή δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀνικανότητά μας νά πιστέψουμε ὁρισμένα πράγματα γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο στά ὁποῖα ἐπίστευαν οἱ πρόγονοί μας, ἀλλά ἡ ἀνικανότητά μας νά αἰσθανθοῦμε ὅπως ἐκεῖνοι γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μιά πίστη στήν ὁποία δέν πιστεύεις πιά εἶναι κάτι πού, ὡς ἕνα σημεῖο, μπορεῖς ἀκόμη νά τό καταλάβεις· ὅμως, ὅταν τό θρησκευτικό συναίσθημα ἐξαφανίζεται, οἱ λέξεις μέ τίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίσθηκαν νά τό ἐκφράσουν ἀποβαίνουν δίχως νόημα».[5] Ἐάν ἑρμηνεύουμε σωστά τή σκέψη τοῦ Ἔλιοτ, ὁ ποιητής πιστεύει ὅτι τό προέχον πέρα ἀπό τήν πίστη εἶναι ἡ ἐμπειρία καί ὅτι προηγεῖται ἡ θρησκευτική ἐμπειρία καί ἕπεται ἡ γλωσσική διατύπωσή της. Ὁ ἀφανισμός τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας καθιστᾶ ἀ-νόητη (ἄνευ νοήματος) τήν γλωσσική ἐκφορά της. Ὄχι τό ἐναντίον! Ἑπομένως τό προέχον εἶναι ἡ τόνωση τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία θά καταστήσει μεστή νοήματος τήν γλωσσική ἐκφορά της. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἔλιοτ γιά τήν ποιότητα τῆς ἐκπαιδεύσεως: «...μπορεῖ νά ἔχουμε ἀνώτερο πνευματικό πολιτισμό μέ λίγη ἐκπαίδευση...Ἡ πολλή ἐκπαίδευση δέν συνεπάγεται πνευματική πρόοδο...Ἄν ἤμασταν ὑποχρεωμένοι νά διαλέξουμε, θά ἔπρεπε νά προτιμήσουμε νά μορφώνουνται λίγοι καί καλά, παρά νά μορφώνουνται ὅλοι μέτρια»[6]. Ἡ ἀνωτέρω ἄποψη τοῦ Ἔλιοτ βρίσκεται στούς ἀντίποδες γιά τή σύγχρονη ἀντίληψη τῆς ἐκπαιδεύσεως ὡς μαζικῆς ἐκπαιδεύσεως. Μπορεῖ βέβαια νά χαρακτηρισθεῖ ἡ ἄποψη τοῦ Ἔλιοτ ὡς “ἐλιτίστικη”, “ἀριστοκρατική” ἀντίληψη γιά τήν ἐκπαίδευση, εἶναι ὅμως ρεαλιστική. Τό σύγχρονο μαζικό, “δημοκρατικό” σχολεῖο συνεπέφερε καί δραστική μείωση τῆς ποιότητος τῆς παρεχομένης ἐκπαιδεύσεως. Ὅ,τι κερδίσαμε σέ ποσότητα, χάσαμε σέ ποιότητα. Βεβαίως μιά μικρή ἐλίτ συνεχίζει νά ἀπολαμβάνει ὑψηλοτάτη ἐκπαίδευση – κυρίως σέ ὁρισμένα Ἀμερικανικά πανεπιστήμια. Ὅμως ἡ πλατιά, μαζική ἐκπαίδευση βρίσκεται σέ χαμηλό ἐπίπεδο. Ἡ στάθμη τῆς μαζικῆς ἐκπαιδεύσεως εἶναι χαμηλοτάτη. Ὁ Κρίστοφερ Λάς ὁμιλεῖ γιά «ἐξάπλωση τῆς ἀποβλάκωσης» καί γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ἐπέκταση τῆς τυπικῆς φοίτησης στά σχολεῖα ὁμάδων παλαιότερα ἀποκλεισμένων ἀπ’αὐτήν εἶναι μία ἀπό τίς πιό ἐντυπωσιακές ἐξελίξεις στήν νεότερη ἱστορία. Ἡ πείρα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καί τῶν Η. Π. Α. κατά τά διακόσια προηγούμενα χρόνια ὑποδεικνύει ὅτι ἡ μαζική ἐκπαίδευση παρέχει ἕνα ἀπό τά βασικά θεμέλια τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, καί οἱ ἐκσυγχρονιστές σέ ὁλόκληρο τόν ὑπόλοιπο κόσμο ἔχουν προσπαθήσει νά ἀντιγράψουν τά ἐπιτεύγματα τῆς Δύσης προσφέροντας ἐκπαίδευση στίς μᾶζες. Ἡ πίστη στίς θαυματουργές δυνάμεις τῆς ἐκπαίδευσης ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς εἶναι μία ἀπό τίς πιό ἀνθεκτικές συνιστῶσες τῆς φιλελεύθερης ἰδεολογίας, πού εὔκολα ἀφομοιώνεται ἀπό ἰδεολογίες ἐχθρικές πρός τόν ὑπόλοιπο φιλελευθερισμό. Ὡστόσο, ὁ ἐκδημοκρατισμός τῆς ἐκπαίδευσης ἔχει πετύχει λίγα πράγματα πού νά δικαιολογοῦν αὐτή τήν πίστη. Δέν ἔχει βελτιώσει τήν κατανόηση τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἀπό τό λαό, δέν ἔχει ἀνεβάσει τήν ποιότητα τῆς λαϊκῆς κουλτούρας καί δέν ἔχει μειώσει τό χάσμα ἀνάμεσα στόν πλοῦτο καί τή φτώχεια, πού παραμένει πλατύ ὅπως πάντα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἔχει συντελέσει στήν παρακμή τῆς κριτικῆς σκέψης καί στή διάβρωση τῶν διανοητικῶν γνωμόνων, ὁπότε μᾶς ἔχει ἀναγκάσει νά ἐξετάσουμε τό ἐνδεχόμενο, πού ὑποστήριζαν σταθερά οἱ συντηρητικοί, ὅτι ἡ μαζική ἐκπαίδευση εἶναι ἐγγενῶς ἀσυμβίβαστη μέ τή διατήρηση ὑψηλῆς ποιότητας στήν ἐκπαίδευση».[7] Οὐσιαστικά ἡ μαζική, “δημοκρατική” ἐκπαίδευση δέν ἀνέτρεψε τόν “ἐλιτίστικο”, “ἀριστοκρατικό” χαρακτῆρα της, ἀφοῦ μία ἐπιστημονική καί τεχνική μειοψηφία, ἀπαραίτητη γιά τήν ἀποτελεσματική διεκπεραίωση τῶν συμφερόντων τῆς παγκόσμιας οἰκονομικῆς ἐλίτ, λαμβάνει ὑψηλοτάτη ἐκπαίδευση στά Ἀμερικανικά κυρίως πανεπιστήμια.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί ὁ ἡμέτερος Ἰωάννης Συκουτρῆς ἔχει παραπλήσιες ἀπόψεις μέ αὐτές τοῦ Ἔλιοτ ὅσον ἀφορᾶ τήν μαζικότητα τῆς ἐκπαιδεύσεως. Παραθέτουμε τίς σχετικές ἀπόψεις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τίς ὁποῖες διετύπωσε σέ συνέντευξη πού παρεχώρησε στόν Μανώλη Σκουλούδη καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, ὄχι ἀποδεχόμενοι αὐτές ἐξ ὁλοκλήρου, ἀλλά γιά νά δείξουμε τό παραπλήσιον μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Ἔλιοτ καί ταυτοχρόνως νά δείξουμε ὅτι ὁ κορυφαῖος νεοέλληνας φιλόλογος εἶχε ἐπιφυλακτική ἕως ἀρνητική θέση γιά τήν μαζική μόρφωση τοῦ λαοῦ: «− Ἡ εὔκολη διάδοση δέν συντελεῖ ἴσως στό ξύπνημα τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ κοσμάκη γιά τό διάβασμα;
Μά τί σχέσιν ἔχει ὁ κοσμάκης μέ τήν πνευματικότητα; Ἴσα-ἴσα αὐτό εἶναι τό τρομερόν πού γίνεται μέ τάς ἐφημερίδας, ὅτι μεταβάλλει ἤ μᾶλλον καταβιβάζει κάθε μορφωμένον ἄνθρωπον εἰς τό ἐπίπεδον τοῦ κοσμάκη. Καταργεῖ μεταξύ τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ κάθε διαφοροποίησιν ἡλικίας, μορφώσεως, ἥθους, πνευματικῆς καλλιεργείας, καλαισθησίας, ἰδεολογίας. Καί ἡ ἰσοπέδωσις αὐτή, ὅπως κάθε ἰσοπέδωσις, γίνεται εἰς βάρος πάντοτε τῆς ὑπεροχῆς. Εἴδατε σεῖς ποτέ σας ὁδοστρωτῆρα πού νά ἐργάζεται διαφορετικά; Καί εἶναι ὁ χειρότερος ὁδοστρωτῆρας διά τήν πνευματικήν ζωήν ἑνός τόπου ἡ ἐφημερίδα, ἄν τύχῃ νά κατέχῃ τόν πρῶτον ρόλον εἰς τήν πνευματικήν του δίαιταν. Κινητήριος δύναμίς του ἡ εὐκολία, ἡ προχειρότης, ἡ ἁπλοποίησις καί ὅ,τι ἄλλο ἀντιπνευματικόν ὑπάρχει. Διότι πνευματικότης σημαίνει συγκέντρωσις...− Μήπως θά ἔπρεπε νά ἐπιδιωχθῇ ἀπ’ὅλους μας καί ἀπό τό κράτος τό μορφωτικό ἀνέβασμα τοῦ λαοῦ; − Ἀγαπητέ μου, ἄς ἀφήσωμεν τόν λαόν εἰς τήν δυστυχίαν του. Ὁ διανοούμενος δέν εἶναι ἀρθογράφος ἐφημερίδος ἤ κοινοβουλευτικός παράγων, ὥστε νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά πιστεύῃ (ἤ μᾶλλον νά κάνῃ πώς πιστεύει) εἰς αὐτήν τήν εἰδωλολατρείαν τοῦ Μολώχ τῆς δημοκοπίας, πού λέγεται Λαός. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό κοντά τόν λαόν καί τόν ἀγαπᾶ ἀληθινά, ξέρει πώς ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήμερα εἶναι κυρίως ψωμί, ὑγεία, καλή διοίκησις, ἠθική πίστις... Αὐτό πρέπει νά τοῦ προσφέρῃ (ἤ νά μήν τοῦ στερῇ τοὐλάχιστον) τό κράτος. Ἄς ἀφήσωμεν τάς οὐτοπίας ὅτι θά μποροῦν πεινασμένοι ἄνθρωποι, πού ζοῦν μέσα εἰς τήν δυστυχίαν καί τήν σκληρότητα καί ἀδικίαν τῆς βιοπάλης, νά “ἀναβοῦν” πνευματικῶς, προτοῦ νά δοθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρός τοῦτο. Ἡ μόρφωσις εἶναι ὡραῖον πρᾶγμα, ἀλλά δέν εἶναι καμμιά θαυματουργός ράβδος, μέ τήν ὁποίαν ἀντεισάγεται ἀντί τῆς μετριότητος ἡ πνευματική ἔξαρσις καί ἀντικαθίσταται ἡ ἀμβλύνοια καί νωθρότης μέ λεπταισθησίαν καί πρωτοτυπίαν. Ὅσον καί νά μορφωθῇ ἕνας λαός θά μείνῃ λαός, δηλαδή ἔξω ἀπό τό πλαίσιον τῆς ἐνεργοῦ πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία καί τά θέματά της καί τούς ἥρωάς της καί τούς φορεῖς της ἀπό τήν ἀριστοκρατίαν πάντοτε ἀντλεῖ. Εἶναι παρατηρημένον ἄλλωστε: ἡ ποιότης τῆς πνευματικῆς τροφῆς μιᾶς ὁμάδος εἶναι ἀντιστρόφος ἀνάλογος πρός τόν ἀριθμόν τῶν προσώπων που τήν ἀπαρτίζουν».[8] Οἱ ἀνωτέρω ἀπόψεις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ ἀληθεύουν ἐν μέρει ὄχι ὅμως ἐξ ὁλοκλήρου. Ἰδιαίτερα ὁ ἀριστοκρατικός χαρακτῆρας τῆς μορφώσεως μᾶς εὑρίσκει ἐπιφυλακτικούς καί ἕως, ἕνα σημεῖο τοὐλάχιστον, ἀρνητικούς. Πιστεύουμε ὅτι τό πνευματικό ἀνέβασμα τοῦ λαοῦ εἶναι, ὡς ἕνα ὑψηλό βαθμό, πραγματοποιήσιμο, ἀρκεῖ νά τό ἐπιθυμεῖ ὁ λαός, νά μή ραθυμεῖ διανοητικά καί νά μή τρέφεται πνευματικῶς μέ τά σκουπίδια τῆς τηλεοράσεως. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Συκουτρῆ ὅτι ἡ προχειρότητα, ἡ εὔκολία καί ἡ ἁπλοποίηση εἶναι ἀντιπνευματικές ἐνέργειες.
Σημειώσεις
[1] Βλ. στό βιβλίο τοῦ Ζ. Λορεντζάτου Μελέτες, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1967, σσ. 192-193. Παράθεμα ἀπό τό Τ. Σ. Ἔλιοτ, Δέν εἶναι ἡ ποίηση πού προέχει. Δοκίμια γιά τήν ποίηση καί τούς ποιητές, μετάφραση-σχόλια Στέφανος Μπεκατῶρος, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2001, 2002, σελ. 42.
[2] Thomas Stearns Eliot, “Ἡ μοντέρνα μόρφωση καί ἡ κλασσική”, μετάφραση Μερόπης Οἰκονόμου, στή Νέα Ἐστία, τεῦχος 1219, Ἀθῆναι 15 Ἀπριλίου 1978, σσ. 533-538.
[3] Thomas Stearns Eliot, “Ἡ μοντέρνα μόρφωση καί ἡ κλασσική”, μετάφραση Μερόπης Οἰκονόμου, στή Νέα Ἐστία, τεῦχος 1219, Ἀθῆναι 15 Ἀπριλίου 1978, σσ. 535-536.
[4] Βλ. Τ. Σ. Ἔλιοτ, Δέν εἶναι ἡ ποίηση πού προέχει. Δοκίμια γιά τήν ποίηση καί τούς ποιητές, μετάφραση-σχόλια Στέφανος Μπεκατῶρος, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2001, 2002, σελ. 41.
[5] Τ. Σ. Ἔλιοτ, ἔν. ἀν., σελ. 230.
[6] Τ.Σ. Ἔλιοτ, “Οἱ εὐθύνες τοῦ Λογοτέχνη”, Ἀγγλοελληνική Ἐπιθεώρηση, τόμος Α‘, Μάϊος 1945, σελ. 166. Παρατίθεται καί στό Τ. Σ. Ἔλιοτ, Δέν εἶναι ἡ ποίηση πού προέχει. Δοκίμια. γιά τήν ποίηση καί τούς ποιητές, μετάφραση-σχόλια Στέφανος Μπεκατῶρος, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2001, 2002, σελ. 40.
[7] Κρίστοφερ Λάς, Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ, μετάφραση Βασίλη Τομανᾶ, ἐκδ. Νησίδες, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 127.
[8] Ἰωάννου Συκουτρῆ, Ἐκλογή ἔργων, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 1997, σσ. 564-565-567.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση περιοδικό Κοράλλι, τεῦχος 11, Δεκέμβριος 2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Ιταλού (1665 – 1747) Giuseppe Maria Crespi.
Πηγή: Αντίφωνο