Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Του Γεωργίου Μόδη
Υψηλός, ωραίος, επιβλητικός άνδρας, ολόισος και κυπαρισσένιος, όπως ολόισια, μονοκόμματη και χωρίς συμβιβασμούς ήταν και ή ζωή τον. Γι' αυτόν ο εχθρός ήταν εχθρός και ο εχθρός του εχθρού σύμμαχος και φίλος. Μια που οι Βούλγαροι του κομιτάτου μας είχαν κηρύξει τον πόλεμο και σκότωναν όποιον προλάμβαναν, έπρεπε και εμείς, αν θέλαμε να ζήσουμε, να τους αντιμετωπίσουμε με όλα τα όπλα και όλα τα μέσα. Η σωτηρία ήταν μαζί με τον μωσαϊκό ο υπέρτατός μας νόμος και κάθε βοηθός και σύμμαχος ευπρόσδεκτος και πολύτιμος.
Δούλευε κτίστης, γαλατάς κάπου στην Πόλη. Οι Τούρκοι τον έδιωξαν για δεύτερη φορά και τον έστειλαν εξορία στο χωριό του το Στρέμπενο (Ασπρόγεια), που (βρίσκεται στα ριζά του Βίτσι και πάνω στο δρόμο Αμυνταίου -Λεχόβου - Καστοριάς και όπου είχε γεννηθεί το 1876. Οι κάτοικοί του, σλαβόφωνοι τώρα κατάγονται όλοι σχεδόν από την Ήπειρο τ' Άγραφα και την Τσαμουριά. Τον πήραν για άνθρωπο του Βουλγαρικού κομιτάτου (κομιτατζή). Καταγινόταν, φαίνεται, ο Βαγγέλης στην Πόλη με τα όπλα και εκγύμναζε άλλους συμπατριώτες του. Αρκετά χρόνια ύστερα απ' τον θάνατό του έδειχναν στο Παπάσκιοϊ τη φουστανέλα, που φορούσε στα καρναβάλια.
Είτε είχε «οργανωθεί» στο κομιτάτο είτε όχι ο Βαγγέλης στην τούρκικη πρωτεύουσα, έπεσε με τα μούτρα, θέλοντας και μη, στην δουλειά του κομιτάτου, μόλις γύρισε στο χωριό του. Μα γρήγορα του μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά: Έβλεπε να σκοτώνονται μονάχα Έλληνες παπάδες και πρόκριτοι, γιατί ήσαν Έλληνες, και να μιλούν μεταξύ τους οι αρχηγοί μονάχα για Βουλγαρία και Βουλγαρισμό. Ένα απ’ τα θύματα ήταν και ο γηραιός Παπαδημήτρης, εφημέριος του χωριού του. Τον διόρισαν ωστόσο μια μέρα αρχηγό «υπεύθυνο» στο χωριό του και άλλα βορεινότερα χωριά ίσα με τις Πέτρες και τον Άγιο Παντελεήμονα. Τους είπε να πάρει στην δικαιοδοσία του και τα γειτονικά, Λέχοβο, Κλεισούρα, Γέρμαν, Λόσνιτσα, Κωσταράζι, που θα τα οργάνωνε επίσης και θα τα ετοίμαζα για την επανάσταση.
-Αυτά... Χμ.... άστα, του αποκρίθηκαν.
-Γιατί ;
-Δεν μας κάνουν. Πώς να στο πούμε.
-Μα γιατί δεν μας κάνουν; Αναλαμβάνω εγώ να τα οργανώσω. Ξέρω, θέλουν να πολεμήσουν κι έχουν καλά παλληκάρια.
-Δεν μας κάνουν, βρε αδελφέ. Δεν μας χρειάζονται, πώς το λένε. Δέν το καταλαβαίνεις ;
-Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μας χρειάζονται και άλλοι χριστιανοί και Μακεδόνες, σκλάβοι σαν κι εμάς, που θέλουν να πολεμήσουν τους Τούρκους. Πήρε τότε το λόγο ο ανώτερος αρχηγός Ποπώφ.
-Κουτός είσαι ή τον κουτό μας παρασταίνεις; Τι τα θέλομε τα ελληνικά και γκραικομάνικα χωριά;
-Μα... μα... πώς; Για σταθείτε. Θ’ αποκλείσουμε τους Γραικούς απ' τον κοινό αγώνα; Δεν είναι και αυτοί σκλάβοι και εχθροί των Τούρκων;
-Είναι εχθροί μας, όσο και οι Τούρκοι.
-Χειρότεροι απ’ τους Τούρκους, διόρθωσε ο Κόλης ο Μακρανιώτης.
-Μα απ’ την Ελλάδα παίρνομε τα όπλα και λέμε στον κόσμο πως πολεμάμε σαν χριστιανοί για τον σταυρό και την ελευθερία χωρίς να ξεχωρίζουμε Γραικούς και Βουλγάρους και ν' ανακατώνουμε Ελλάδα και Βουλγαρία.
-Κάμνομε την δουλειά μας.
-Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα.
-Δεν είναι ανάγκη να τα καταλαβαίνεις. Πρέπει μονάχα να υπακούς.
-Θα σκεφθώ.
-Το κεφάλι, που σκέπτεται έτσι πολύ, δεν στέκεται πολύ καιρό στον ώμο του.
-Θα σκεφθώ, ξαναείπε με πείσμα.
Ο Βαγγέλης ωστόσο σκέφθηκε και αφιερώθηκε στο σπίτι και τα λίγα χωράφια του. Το αξίωμα και την οργάνωση τα ’στειλε περίπατο.
Δεν έπαψαν όμως να τον σκέπτονται και οι άλλοι. Μια μέρα, που καθόταν μαζί με τον Παπαδημήτρη το νεώτερο σ’ ένα μύλο, επρόβαλαν ξαφνικά οι Ποπώφ, Μάρκωφ και Σία.
-Ε, τι λες; τον ρώτησαν. Το σκέφτεσαι ακόμα;
Ξανάρχισε η συζήτησις εντονότερη. Οι αρχικομιτατζήδες επέμειναν να παρά το «πόστο» του αρχηγού των Κορεστίων. Ο Βαγγέλης αρνήθηκε. Του επρότειναν να εκλέξει άλλη περιφέρεια, όπου θα ήτο αρχηγός, αλλά ασφαλέστατα κάτω απ' τη γη. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να τους χαιρετίσει.
Για τη φοβερή και τρομερή αυτή «προδοσία» ήλθαν να τον συγυρίσουν μια απ' εκείνες τις νύχτες οι σύντροφοι και συναγωνιστές του κομιτατζήδες. Τον κάλεσαν σε σύσκεψη, εζήτησαν έπειτα να τους δηχθεί στο σπίτι. Εκινητοποίησαν και τους πιο σεβαστούς προύχοντες του χωριού. Ο Βαγγέλης όμως ούτε έβγαινε έξω απ’ το σπίτι ούτε τους δεχόταν μέσα. Όταν είδαν και αποείδαν ότι δεν έπιανε κανένα απ' τα κλασσικά για την εύκολη δολοφονία κόλπα, κατέφυγαν στη βία. Αλλά και ό Βαγγέλης αντέταξε βία. Πολέμησε τη νύχτα με μόνο βοηθό την αδελφή του Σοφία και ένα άλλο σύντροφο. Κοντά τα μεσάνυχτα μια παρέα κομιτατζήδες πλησίασαν και άρχισαν ν' ανεβαίνουν με μια σκάλα απ' το πίσω μέρος του σπιτιού. Η Σοφία τότε άφησε το τουφέκι και τους πέταξε στα μάτια μια οκά πιπέρι! Μέσα σ' αυτή την σύγχυση βγήκε ο Βαγγέλης και τους κυνήγησε σ' αρκετή απόσταση μακριά απ’ το χωριό.
Το πρωί έγινε κρυφά μια πραγματική σύσκεψη του Παπαδημήτρη και των προκρίτων Νικολ. Νικολαΐδη, Αστερ. Βολιώτη, Βαγγέλη Σίσκου και άλλων. Τον γέρο Παπαδημήτρη, τον πρεσβύτερο, είχαν ψήσει οι κομιτατζήδες ένα χρόνο ενωρίτερα. Ο γιός του χειροτονήθηκε νέος ακόμα, για να συνεχίσει το λειτούργημα και τ' όνομά του, καθώς και την παράδοση και το μαρτύριό του. Τον Νικολαΐδη ένα χρόνο αργότερα τον κομμάτιασαν στο αμπέλι του, όπου δούλευε. Η κόρη του, που αντίκρισε την σκηνή, έπαθε παράλυση των ποδιών της και ο γιός του ακράτεια της κύστεως. Αποφάσισαν να φύγουν αμέσως οι Βαγγέλης και Παπαδημήτρης για την Καστοριά, αφού περάσουν απ' το μοναστήρι των Αγίων 'Αναργύρων της Χόλιστας, όπου ηγούμενος ήταν ο χωριανός των ιερομόναχος Παπαγρηγόριος Νικολαΐδης. Πέρασαν την νύχτα στο μοναστήρι και το πρωί παρουσιάστηκαν με τον ηγούμενο μπροστά στον μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Βαγγέλης του τα είπε όλα. O ενθουσιώδης δεσπότης βρήκε τον άνθρωπο, που ζητούσε. Τον όρκισε και του έδωκε θάρρος μπόλικο «εκ του περισσεύματος της καρδέας του» και ολίγα εφόδια απ' το γλίσχρο υστέρημά του. Ο Βαγγέλης γύρισε στ’ Ασπρόγεια με το κεφάλι και την σημαία ψηλά. Συγκέντρωσε ολόγυρα του άλλα οκτώ παιδιά απ' το χωριό του και το Λέχοβο και εκήρυξε πια απροκάλυπτο τον πόλεμο στο κομιτάτο και τα όργανά του.
Μια μέρα ο βοεβόδας Κόλε του έστησε ενέδρα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να σκοτωθούν δύο κομιτατζήδες. Την ίδια την βραδιά, που παντρευόταν η μονάκριβη και ηρωική αδελφή τον Σοφία, άφηκε τον γάμο και πήγε στα πουρνάρια, ψηλά στο Πάδος, για κομιτατζήδες. Σκότωσε εκεί τον αρχικομιτατζή Κύρτσε.
Οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να μην κλείνουν τα μάτια. Στην αρχή δυσπιστούσαν, έπειτα και βοηθούσαν. Ο Βαγγέλης επίσης δεν είχε κανένα λόγο ν' αποκρούσει τη βοήθειά των. Του έφθανε ότι ήσαν εχθροί των Βουλγάρων με τον σατανά εναντίον εκείνων, που ήθελαν και αυτόν να δολοφονήσουν και την πατρίδα του να εξανδραποδίσουν.
Tον Ιούνιο τον 1903 επήρε και την πρώτη ενίσχυση απ' το ελεύθερο κράτος. Ήσαν οι Ευθύμιος Καούδης, Δικώνυμος Μακρής, Περάκης, Λαμπρινός, Βρανάς, Μπουνάτος, Ζουρίδης, Καντουνάτος, Γεώργ. Σεϊμένης, όλοι Κρητικοί και μάλιστα Σφακιανοί. Τους έστειλε ο Παύλος Μελάς. Τους είχε συστήσει ο Τσόντος Βάρδας, Σφακιανός και ο ίδιος. 'Ήσαν οι πρώτοι Κρητικοί, που άνοιξαν τον δρόμο προς την Μακεδονία, με τόσο κρητικό αίμα βαμμένο. Απλοϊκοί άνθρωποι του βουνού, με δουλειές μερικοί στην Αθήνα, δεν ήξεραν καλά καλά τι θα έκαμναν εδώ πάνω ούτε ίσως τι ήταν και πού βρισκόταν η Μακεδονία. Τους είπαν ότι πήγαιναν σε πατριωτική αποστολή, που χρειάζονταν άνδρες μπαρουτοκαπνισμένους και αποφασιστικούς. Και έτρεξαν. Στη μάχη του Βαφέ της Κρήτης το 1866 έπεσαν και τρείς Μοναστηριώτες φοιτητές. Η Κρήτη ανταπόδιδε τώρα εκατονταπλάσια την θυσία τους.
Οι πρώτοι 10 τον Βαγγέλη υπήρξαν η πρωτοπορία της σταυροφορίας, που έριξε με αλλεπάλληλα κύματα τα παιδιά του ωραίου νησιού στ' άγρια και αχόρταγα σαν τον κρητικό Μινώταυρο βουνά μας. Όλοι έπαιξαν το κεφάλι τους στα μακεδονικά βουνά με αφελή γενναιότητα και μια κρυφή λαχτάρα α για αγώνες, περιπέτειες και δόξα, σπρωγμένοι απ' την ορμή μιας γενναίας ράτσας και τις παραδόσεις ατελείωτων επαναστάσεων και πατριωτικών πολέμων. Απ' την πρώτη δεκάδα μερικοί έπεσαν στη Μακεδονία, άλλοι απέθαναν. Ζει αποτραβηγμένος και πτωχός στη Θεσσαλονίκη ο Καούδης, υπέργηρος τώρα και σχεδόν τυφλός, που διατηρεί όλη την παλιά σεμνότητα και ορθοφροσύνη του.
Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τας εντυπώσεις των, όταν έφθασαν στα Ασπρόγεια. Στην Κρήτη είχαν γνωρίσει μονάχα αγώνες εναντίον απίστων, που δεν ήξεραν παρά μόνον ελληνικά. Στο Στρέμπενο βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στο περιπλεγμένο και μπερδεμένο μακεδονικό σύμπλεγμα της εποχής εκείνης. Έβλεπαν ότι τον παλιό και γνώριμο εχθρό, τον Τούρκο, θα είχαν εδώ, προσωρινά τουλάχιστον, σαν φίλο και κύριο εχθρό τον Βούλγαρο, που παρίστανε τον πρωταγωνιστή του σταυρού και της ελευθερίας εναντίον των Τούρκων. Η σύγχυσης και ο κλονισμός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε έγινε αργότερα κάτι, που εξηγεί και πώς τόσοι καλοί Έλληνες είχαν στην αρχή παρασυρθεί απ' τα απατηλά συνθήματα του βουλγαρικού κομιτάτου. Ένας απ' τους 10, ο Γιώργης Σεϊμένης, αφήκε κρυφά τους συντρόφους του και πέρασε στο αντίθετο στρατόπεδο, όπως διηγείται ο Ευθύμιος Καούδης, όπου και βρήκε τον θάνατο απ' το μαχαίρι του Τσακαλάρωφ κοντά στον Ζαγορίτσανη. H επίθεση του 1905 εναντίον του χωριού αυτού απ' το σώμα Βάρδα δεν είναι ολότελα άσχετη και με το τραγικό, όσο και χαρακτηριστικό επεισόδιο.
Ευτυχώς οι 10 Σφακιανοί, που ήσαν όλοι καπεταναίοι η υποψήφιοι καπεταναίοι και δεν αναγνώριζαν κανένα μεταξύ τους ανώτερο, βρήκαν στο πρόσωπο του Βαγγέλη αληθινό και φυσικό αρχηγό, που τους επιβλήθηκε απ' την πρώτη στιγμή. Τους παρουσίαζε για Κοζανίτες, Σιατιστινούς, Τσοτυλιώτες. Τους είχε εφοδιάσει και με τις σχετικές ταυτότητες (νοφούζια). Μα την άλλη μέρα απ’ το πρωί βλέπουν να μπαίνει στο σπίτι του Βαγγέλη, όπου βρίσκονταν, τον επιλοχία (μπας τσιαούς) Ρουστέμ βέη και να τους χαιρετάει ξαφνικά με το «Ε, κοπέλια! Είντα χαμπάρια;» Ενόμισαν πως άνοιξε η γη να τους καταπιεί. Άρχισαν να ετοιμάζονται κιόλας, για να του δίνουν. 'Έφτασε όμως σε λίγη ώρα ο μητροπολίτης, που τους καθησύχασε, αφού τους ευλόγησε και εφίλησε. Πέρασαν τη νύχτα Όλοι μαζί στο γειτονικό μοναστήρι της Παναγιάς. Ο Ρουστέμ σηκώνεται ξαφνικά ύστερα απ' το δείπνο και τραγουδάει το «Σε γνωρίζω απ' την κόψη» κ.λ.π.
-Τρελάθηκες, Ρουστέμ; Του φώναξε ο μητροπολίτης. Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου.
-Μήπως, δεσπότη μου, δεν ξέρω την καταγωγή μου; Είμαι κι εγώ 'Έλληνας, όσο και σεις.
Ο Ρουστέμ βέης, γιός και ανεψιός πασάδων απ' τα μέρη του Λεσκοβίκι είχε τελειώσει αθηναϊκό γυμνάσιο. Ήταν επικεφαλής σ’ ένα απόσπασμα από στρατιώτες Λεσκοβικιώτες, που τον είχαν σαν Θεό. Στενός φίλος με τον Βαγγέλη, έγινε στενότερος με τους Κρητικούς.
Την άλλη μέρα Βαγγέλης πήρε τους παλιούς και νέους, όλους όλους 20 άνδρες του και τράβηξε για το Φλάμπουρο, το Νυμφαίο, την Περικοπή και απ' εκεί στις κορυφές του Βίτσι. Αλώνισε πολλές μέρες τα βουνά και τα δάση. Μα οι κομιτατζήδες, που παρίσταναν το θηρίο και δάγκωναν σίδερο, είχαν εξαφανιστεί. Όχι μόνο δεν τόλμησαν να τον κτυπήσουν, μα εφρόντιζαν να χαθούν ολότελα τα ίχνη τους. Περιορίστηκαν να τον παρουσιάζουν με τους ανθρώπους των στα τουρκικά αποσπάσματα για συμμορία κομιτατζήδων, για να έχει μπερδέματα μαζί τους. Επισκέπτονταν τότε συχνά οι κομιτατζήδες το Φλάμπουρο (Νεγόβανη) και ιδιαίτερα ο βοεβόδας Τάνε, που «φιλικά» έδινε στους κατοίκους του να καταλάβουν ότι το συμφέρον τους ήταν να γίνουν Βούλγαροι, έστω και αν δεν ήξεραν βουλγαρικά.
Τώρα ο Βαγγέλης έστησε μαζί με μερικούς Φλαμπουριώτες ενέδρα σε μια μεγάλη συμμορία κομιτατζήδων, που θα περνούσε έξω απ' το Φλάμπουρο. Σκότωσαν τρείς και αιχμαλώτισαν ένα. Θα είχαν ξεκάμει περισσοτέρους, εάν δεν εφοβόνταν στην αρχή μήπως είχαν να κάμουν με τουρκικό στρατό. Λίγο έλειψε να σκοτωθεί εκείνη τη νύχτα κατά λάθος και ο Καούδης. Οι Φλαμπουριώτες έκρυψαν το πρωί τα όπλα. Πήρε όλο το βάρος και την τιμή ο Βαγγέλης. Είχε όμως φασαρίες με τους αξιωματικούς μιας διλοχίας, που έδρευε στο Φλάμπουρο. Αγρίεψαν, γιατί δεν τους ειδοποίησε να πάρουν μέρος και αυτοί στην ενέδρα. Παρ' ολίγο να πληρώσει πολύ ακριβά την νυκτερινή προσπάθειά του και να στραφεί εναντίον του στο τέλος η παγίδα, που έστησε στους άλλους.
Την ημέρα της 20ής Ιουλίου 1903 (Ήλιντεν) ο Βαγγέλης πήγε έξω από ένα χωριό κοντά στην Κλεισούρα και έβαλε τους άνδρες του να φωνάζουν με όλη τη δύναμη τους «Ούρρα... ούρραα». Εβούιξε όλος ο τόπος. Οι συγκεντρωμένοι κομιτατζήδες, που είχαν τρυπώσει στη φτέρη και τα χαμόκλαδα, νόμισαν τότε ότι τους δίδονταν το σύνθημα του κινήματος. Αφήκαν τα κρησφύγετα και πετάχτηκαν με ζητωκραυγές και «ούρρα» και αυτοί. Ο Βαγγέλης θέρισε περισσότερος από μια δωδεκάδα.
Όπως γράφει ο Ίων Δραγούμης στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», μονάχα αυτός πολέμησε καλά τους κομιτατζήδες, που όρμησαν να καταλάβουν την Κλεισούρα. Δεν υποχώρησε παρά αφού είδε ότι κινδύνευε να κυκλωθεί απ' το μεγάλο πλήθος των και κόντευαν να σωθούν τα φυσέκια του. Ύστερα όμως από λίγες ημέρες τους κυνήγησε με τον Ρουστέμ ίσια με την Βίγλιστα. Την σύγκρουση της Κλεισούρας αναγράφει και η Αγγλική Κυανή Βίβλος του 1904. Τονίζει μάλιστα ότι η φρουρά από 200 στρατιώτες της Κλεισούρας τα ’βαλε αισχρά, άνανδρα και προδοτικά στα πόδια για τα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα).
Μέσα στον κατακλυσμό του φανατισμένου απ' το κίνημα τουρκικού στρατού, που δεν έκαμνε καμιά διάκριση μεταξύ των γκιαούρηδων, πήρε όλα τα μέτρα, ώστε να μην πάθουν τίποτε τα δικά του χωριά, Ασπρόγεια, Λέχοβο, Κλεισούρα, Φλάμπουρο, Σκλήθρο κ.λ.π.
Τον χειμώνα οι Κρητικοί έφυγαν στην Αθήνα. Έμεινε ο Βαγγέλης με τα παλιά παλληκάρια του απ' τ' Ασπρόγεια και το Λέχοβο.
Η επιτροπή των αξιωματικών είχε στο πρόγραμμά της την άνοιξη του 1904 να τον επισκεφτεί και αυτόν και να δει από κοντά την κατάσταση και στην δική του περιοχή. Η απότομη ανάκλησης του Μελά μας στέρησε και από τα γράμματά του που θα ήσαν ο καλύτερος οδηγός μιας.
Μπορεί όμως να θεωρηθεί βέβαιο ότι πέρασαν απ' τ' Ασπρόγεια τα λοιπά μέλη της επιτροπής είτε όλα είτε μόνος ο Κοντούλης. Αναφέρεται μάλιστα ότι απ' το σπίτι του Βαγγέλη παρακολούθησε ο Κοντούλης με τα κιάλια κινήσεις ή ασκήσεις τουρκικού τάγματος, που γίνονταν λίγα χιλιόμετρα κάτω απ' τ' Ασπρόγεια.
Γεμάτος ενθουσιασμό και ελπίδες ο Βαγγέλης ετοιμάσθηκε να βγει στο κλαρί, και ν' αρχίσει τον διμέτωπο κατά Βουλγάρων και Τούρκων αγώνα. Πετάχτηκε για τις τελευταίες συνεννοήσεις και στο Μοναστήρι. Μα την 5η Μαΐου 1904, εκεί που γύριζε απ' το Μοναστήρι και το Αμύνταιο στο χωριό του, έπεσε σ’ ενέδρα κομιτατζήδων. Λέγεται ότι και ο ίδιος o Μητροβλάχος πήρε μέρος στην ενέδρα. Τόση ήταν η αυτοπεποίθησης και αφοβία του Βαγγέλη, ώστε δεν δέχθηκε καμιά συνοδεία ούτε σκέφθηκε καμιά προφύλαξη. Κομιτατζήδες, κρυμμένοι στη ψηλή βρίζα κοντά στο Πεδινό, τον γκρέμισαν απ' το άλογό του νεκρό.
Ένα τραγούδι της εποχής εκείνης έλεγε:
«Μη λησμονείτε, βρε παιδιά, τον θάνατο του Μόδη,
του Παπαπέτρου τον σφαγμό, το άτιμο το βόλι,
που έφαγε τον Βαγγέλη μας, τ' ατίμητο παλληκάρι,
τον καπετάν Βαγγέλη μας, τ' ατρόμητο λιοντάρι».
Ο Μελάς στο γράμμα του απ' το Στρέμπενο της 16ης Σεπτεμβρίου γράφει : «Ήλθε να με επισκεφτεί και η χήρα του Βαγγέλη, ωραιοτάτη νέα, με το κοριτσάκι της μόλις 2 ετών. Είναι απαρηγόρητη, διότι χθες το βράδυ έμαθεν ότι οι κομιτατζήδες εφόνευσαν τον αδελφό της, διδάσκαλον εις την Μηλόβισταν του Μοναστηρίου. Ήλθεν και η καημένη η αδελφή του καπετάν Βαγγέλη. Με συγκίνησε πολύ η συγκίνησής της, όταν μας είδε... Είδα και τον τάφο του μακαρίτου Βαγγέλη. Είναι χωρίς σταυρόν. Θα παραγγείλω μαρμάρινον εις το Μοναστήρι».
Όπως λέγει και ο γέρο Καούδης, θα ήταν άλλη η κατάστασης, αν τα σώματα, το δικό του, του Μελά και τ' άλλα, είχαν προλάβει τον Βαγγέλη και τον Κώτα, προτού δολοφονηθεί ο ένας και φυλακιστεί ο άλλος.
Τον θάνατο του Βαγγέλη αναφέρει και η Αγγλική Κυανή Βίβλος του 1904. Τον ονομάζει notorious, δηλ. σπουδαίο, σημαντικό. Προσθέτει ο Άγγλος πρόξενος Μοναστηρίου Μάκ Γκρέγκορ ότι τη μοίρα του, θα ακολουθήσει πιθανότατα και ο Κώτας, ο τελευταίος με λίγους άνδρες υπερασπιστής των ελληνικών δικαίων. Υπήρξε άδικος πολλές φορές για μας ο Μακ Γκρέγκορ. Αλλά στο σημείο αυτό υπήρξε προφητικός. Δεν πέρασαν πολλές εβδομάδες και ο Κώτας οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις τουρκικές φυλακές, για να οδηγηθεί και στην κρεμάλα.
Ο Ντραγκάνωφ αναφέρει ως απόδειξη της χρεωκοπίας των « μεταρρυθμίσεων» και της κακοδικίας των δικαστηρίων την καταδίκη απ' το έκτακτο δικαστήριο Μοναστηρίου την 13ην Ιουλίου 1905 δύο οργάνων του κομιτάτου, που είχαν πάρει μέρος στην δολοφονία του Βαγγέλη, στην υπέρ αυστηρή και δρακόντεια γι' αυτόν ποινή των 10 χρόνων φυλακής, ίσως γιατί τον χαρακτηρίζει «περίφημο κατάσκοπο» (Famcu espion). Μια αμνηστία απ' τις συνηθισμένες μπορούσε, εννοείται, να περιορίσει ουσιαστικά την «βαριά» ποινή στο ένα δέκατο αυτής.
Πηγή: florina history