Ο Ξεσηκωμός στη Λιβαδειά
Η Λιβαδειά δέν καθυστέρησε νά ξεσηκωθεί. Πώς μπορούσε άλλωστε αφού υπήρχαν εκεί ο Βασίλειος Μπούσγος καί ο Αθανάσιος Διάκος. Στήν πρωτεύουσα τής Βοιωτίας ζούσαν λίγοι μουσουλμάνοι, ελάχιστοι εβραίοι καί πολλοί Χριστιανοί καί έτσι οι Οθωμανοί τήν αποκαλούσαν Γκιαούρ - Λιβαδειά. Αποτελούσε βακούφι τής βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλικής μητέρας) καί είχε μεγάλη ανάπτυξη σέ σχέση μέ τίς γειτονικές πόλεις ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε καί ως ορμητήριο τών κλεφταρματολών τής Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος.
Τόσο οι πρόκριτοι τής πόλεως Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Φίλων, Εμμανουήλ Σπυρίδωνος καί Παναγιώτης Λιδωρίκης όσο καί οι οπλαρχηγοί είχαν μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία καί περίμεναν μία σπίθα γιά νά αρπάξουν τ' άρματα καί νά κτυπήσουν τόν τύραννο. Μάλιστα οι κινήσεις τους ήταν τόσο απρόσεκτες ώστε ο βοεβόδας Καρά Ισμαήλ αγάς είχε ζητήσει από τόν διοικητή τής Εύβοιας Γιουσούφ πασά τήν άδεια νά τούς θανατώσει ώς υπόπτους ταραχών, χωρίς ευτυχώς νά τά καταφέρει, διότι οι πρόκριτοι πρόλαβαν καί δωροδόκησαν μέ ρουσφέτι (τουρκ. rusvet) τόσο τόν Γιουσούφ πασά όσο καί τόν Μαχμούτ Δράμαλη πασά.
Μόλις έγιναν γνωστές οι εξεγέρσεις στά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα καί τήν Άμφισσα, ο Αθανάσιος Διάκος επρότεινε νά κινηθούν αμέσως καί νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τής Λιβαδειάς. Ο γέρος Νικόλαος Νάκος ήταν διστακτικός καί πρότεινε νά στείλουν τόν Βασίλη Μπούσγο στήν Πάτρα καί συγκεκριμένα στόν πρόξενο τής Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο γιά νά πάρουν έγκυρες πληροφορίες.
«Τή 24η Μαρτίου 1821 αναχωρήσας ο Βούσγος, έμαθε τήν επιούσαν (επομένη) εν τή Οιάνθη (Γαλαξείδιον) τήν κίνησιν τής Αχαΐας, καί αυθημερόν επανέκαμψεν εις τήν επί τού Παρνασσού μεγάλην κωμόπολιν Ανεμώρειαν (Αράχωβαν). Εκεί διαβεβαιώσας τούς γέροντας τά τε εν Πελοποννήσω γινόμενα καί τάς συμφώνους προθέσεις τών Λεβαδειέων, προέτρεψε τούτους, ίνα καταλάβωσι πάσης τάξεως άνθρωπον διαβαίνοντα από Αμφίσσης εις Λεβαδείαν καί τανάπαλιν. Καί ούτοι μέν έπραξαν, ως ωδηγήθησαν, διακοπείσης έκτοτε πάσης ανταποκρίσεως τών Τούρκων τής Λεβαδείας καί τής Αμφίσσης.
Ο δέ Βούσγος (Μπούσγος) καταβαίνων περί τό μεσονύκτιον τής 25ης πρός τήν 26η Μαρτίου τό στενόν τού Ζεμενού, εφόνευσε τυχόντας εν τώ εκεί ξενοδοχείω, ένα τάταρην τουρκικόν (ταχυδρόμον) καί ένα Τουρκαλβανόν, πεμπομένους εφίππους παρά τών Τούρκων τής Αμφίσσης εις τούς εν Λεβαδεία διά τά πράγματα τής Πελοποννήσου καί τάς επιτοπίους αυτών υπονοίας καί ανησυχίας.
Αφιχθείς εις τήν Λεβαδείαν άνευ αναβολής, ανήγγειλε τά πάντα τώ Διάκω καί τοίς προκρίτοις, ούς συσκεπτομένους ήδη περί τού πρακτέου, προσεκάλεσε παρ' εαυτώ μετά σπουδής ο βοεβόνδας τής Λεβαδείας Χασάν αγάς. Ήτο ήδη ημέρα τής 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος ενεθάρρυνε τούτους, φοβηθέντες τότε, καί συνώδευσε μετά τού Βούσγου καί είκοσι στρατιωτών. Άμα δέ παρουσιασθέντας ηρώτησεν ο βοεβόνδας, πώς φέρετε μεθ' υμών τόν Μπούσγον, εν ώ εθανάτωσε χθές τόν ταχυδρόμον Τούρκον καί έναν Αλβανόν εν τώ ξενοδοχείω τού Ζεμενού;
Ο Διάκος κατά πρώτον μέν ανήρεσεν ως ψευδή τά κατά τού Βούσγου διαθρυλλούμενα, έπειτα δέ αποταθείς πρός τόν βοεβόνδαν είπε:
- "Ξέρεις, αγά, ότι τόν μουκατά (υπό διοίκηση περιοχή) σου δέν θά μπορέσης νά συμμάσης εφέτος; Έμαθα ότι ο Δυσσέος ευγήκε ζορμπάς (αντάρτης) εις τόν Μοριά μέ δέκα χιλιάδες καί άν κάμη εδώθε, αλλοίμονο εις τόν κόσμον Τούρκους καί Ρωμιούς!"
- "Απρόσβλητος άρα έσεται παρά σού ο Οδυσσεύς;"
- "Καί πως μπορώ νά τόν βαρέσω αγά, μέ μόνο εκατό στρατιώτας πού έχω;"
- "Οι χωρικοί τής επαρχίας έχουσιν όπλα."
- "Άρματα μπορώ νά συνάξω, αλλά πρέπει νά 'χω καί μπουγιουρδί (εντολή)."»
Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος
Σύμφωνα λοιπόν μέ τή διήγηση τού Φιλήμονα, ο Διάκος έκανε στρατολογία τών Ρωμιών μέ διαταγή τού ...Τούρκου διοικητή γιά νά κτυπήσει τελικώς τούς Τούρκους κατοίκους τής Λιβαδειάς! Μέ τούς πρώτους οπλοφόρους πού μάζεψε ο Διάκος μετέβη στή Μονή τού Οσίου Λουκά όπου μαζί μέ τόν επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, τόν επίσκοπο Αταλάντης Νεόφυτο καί τόν φιλικό Αθανάσιο Ζαρίφη ύψωσαν τό λάβαρο τής επαναστάσεως. Μετά τή δοξολογία, ο Διάκος κινήθηκε κατά τής Λιβαδειάς όπου οι Τούρκοι είχαν προλάβει νά κλειστούν στό φρούριο τής πόλης έχοντας πάρει μαζί τους καί σάν ομήρους τόν Ιωάννη Λογοθέτη καί τό Νικόλαο Νάκο.
Οι πιό θαρραλέοι Τούρκοι μεταξύ τών οποίων ήταν ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ζαήμ αγάς καί ο Ιβραχήμ αγάς κλείστηκαν στά κονάκια τους, ενώ ο πρώην βοεβόδας Καρά Ισμαήλ ταμπουρώθηκε στήν ορεινή θέση τής Ώρας.
Η πρώτη ενέργεια τού Διάκου ήταν νά αιχμαλωτίσει τόν αδελφό του βοεβόδα τής Λιβαδειάς, ο οποίος ήταν ζαμπίτης (αστυνόμος) στό Δίστομο καί νά τόν ανταλλάξει μέ τούς προκρίτους πού είχε συλλάβει ο Χασάν αγάς. Όσοι Τούρκοι από άλλες πόλεις καί κυρίως από τήν Θήβα βρίσκονταν στήν Λιβαδειά καί δέν πρόλαβαν νά ανεβούν στό φρούριο, εσφάγησαν από τούς επαναστάτες.
Τά μεσάνυχτα τής 30ης Μαρτίου 1821 οι Ρωμιοί μέ επικεφαλείς τούς Διάκο, Μπούσγο, Σιμαρέση, Λογοθέτη, Φίλωνα καί Νάκο, μπήκαν στά κυριότερα μέρη τής πόλης, κρατώντας τή σημαία τού Αγίου Γεωργίου. Αμέσως ξεκίνησαν οι μάχες μέ όσους Τούρκους είχαν οχυρωθεί στά σπίτια τους αλλά καί μέ τούς Τούρκους πού βρίσκονταν στό κάστρο τής Λιβαδειάς. Ο υπαρχηγός τού Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, ήταν από τούς πρώτους πού πληγώθηκε όταν όρμησε στό σεράϊ τού Σουλεϊμάν Ποταμά, ενώ ο Θανάσης Αντάρας έπεφτε νεκρός. Τή νύκτα, ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος προσπάθησαν νά ανέβουν στό κάστο, αλλά πληγώθηκε σοβαρά ο Βουγιουκλής καί επανήλθαν στίς θέσεις τους.
Η άλωση τού κάστρου ήταν δύσκολη υπόθεση καί τότε ο Διάκος μέ τόν Ιωάννη Λογοθέτη επικοινώνησαν μέ τούς Αλβανούς πού φύλαγαν τό εξωτερικό τείχος καί τούς πρότειναν νά εγκαταλείψουν τή θέση τους μέ τήν υπόσχεση ότι θά ήταν ελεύθεροι νά φύγουν κρατώντας τά όπλα τους. Πράγματι οι Αλβανοί μαχητές συμφώνησαν καί όταν ο Χασάν αγάς διαπίστωσε ότι έχανε τό εξωτερικό τείχος παρέδωσε τό κάστρο τής Λιβαδειάς στίς 31 Μαρτίου 1821.
«Εις τό σεράι τού Μέρ αγά εξειλίχθησαν δραματικαί σκηναί. Είχαν κλεισθή εκεί αρκετοί ένοπλοι Τούρκοι καί επυροβολούσαν κατά τών τρεχόντων εις τούς δρόμους επαναστατών. Μεταξύ τών πολιορκούντων καί τών πολιορκουμένων διημείβοντο ύβρεις. Ηκούοντο αι θρηνώδεις επικλήσεις τών χανουμισσών νά σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Ο Διάκος έτρεξεν εκεί. Εκάλεσε τούς Τούρκους νά παραδοθούν καί εκείνοι απάντησαν μέ πυροβολισμούς. Τότε διέταξε νά φέρουν φρύγανα καί εμπρηστικάς ύλας. Τό σεράι επυρπολήθη καί κανείς από τούς εγκλείστους, πού ήρχισαν νά πηδούν από τά παράθυρα διά νά σωθούν, δέν διέφυγε.
Εις τό μεγάλο σπίτι τού εγκλείστου ήδη εις τό φρούριον βοεβόδα είχαν οχυρωθή άλλοι Τούρκοι. Έγινεν έφοδος καί εκεί, καί οι Τούρκοι εσφάγησαν.
Ο Διάκος έγινε κύριος τού φρουρίου τήν 31ην Μαρτίου 1821. Τά όπλα τών Τούρκων επέρασαν εις τάς χείρας τών Ελλήνων καί διενεμήθησαν μεταξύ τών στερουμένων τοιούτων ανδρών τών στρατιωτικών σωμάτων. Ο Διάκος κατόρθωσε τότε νά σώση αρκετούς Τούρκους από τήν μανίαν τών επαναστατών.
Τήν 1η Απριλίου 1821, η ελληνική σημαία υψώθη επί τού φρουρίου καί αμέσως μετά τούτο ο Διάκος ωμίλησεν εις τούς ελευθερωτάς τής Λιβαδειάς καί τόν λαόν από τόν εξώστην τής μητροπόλεως. Είπεν ότι δέν είχεν αμφιβολίαν διά τή νίκην καί ότι τό Γένος θ' απελευθερούτο τελικώς. Επρόσθεσε ότι ο αγών μόλις ήρχισε καί έπρεπε νά ετοιμασθούν γιά μεγάλας θυσίας. Ωμίλησε περί τής ελευθερίας καί ετελείωσε τόν λόγον του μέ τούς στίχους τού Ρήγα:
"Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή."»
Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος