Ο «ΥΠΟΜΕΔΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΞΕΙΝΟΣ»
Πολλά γεγονότα συνετέλεσαν, ὥστε ἡμεῖς οἱ νεώτεροι, νά χάσωμεν τήν συναίσθησιν τῆς ἀξίας καί τῆς σημασίας μερικῶν πραγμάτων, τά ὁποῖα οἱ πατέρες μας εἶχον ἀναγάγει εἰς ἱερότητα συμβόλων. Μεταξύ αὐτῶν εἶνε καί τό ψωμί, ὁ «ἄρτος ὁ ἐπιούσιος» τῆς κυριακῆς προσευχῆς, τό ψωμί εἰς τό ὁποῖον ὡρκίζοντο οἱ πάπποι μας, ὅπως ὡρκίζοντο καί εἰς τό ὄνομα ὁποιασδήποτε Ἁγιότητος, τό ψωμί, τέλος τό ὁποῖον οἱ πρωτόπλαστοι ἔλαβαν τήν κατάραν νά τρώγουν ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου των, κατόπιν τῆς ἁμαρτίας των.
Ἔκτοτε, διά μέσου τῶν αἰώνων, τό ψωμί ἐγέμισεν ὅλας τάς σελίδας τῆς Ἱστορίας καί τῆς Παραδόσεως. Αἱ μεγάλαι σιτοδεῖαι, οἱ λοιμοί, αἱ φρικταί τραγωδίαι τῆς πείνης εἰς τάς ἱστορικάς πολιορκίας, οἱ μακροχρόνιοι πόλεμοι διά τήν ἐξασφάλισιν τοῦ ἐπιούσιου τῶν λαῶν, σελίδες ἡρωισμῶν καί φρίκης, δέν εἶνε παρά ἡ μεγάλη ἱστορία καί ἡ μεγάλη τραγῳδία τοῦ ψωμιοῦ. Τό ὡραῖον πρόσωπον τῆς Ἑλένης τοῦ Μενελάου ἀπό τό ἕνα μέρος, ἕνα καρβέλι ροδοκόκκινον ψωμί ἀπό τό ἄλλο, εἶνε τά δύο ἀθάνατα κοσμοϊστορικά σύμβολα, πέριξ τῶν ὁποίων ἀγωνίζεται, παλαίει καί αἱματοκυλιέται ἡ ἀνθρωπότης εἰς αἰῶνας αἰώνων. Διά τήν ὡραίαν Ἐλένην καί διά τό ροδοκόκκινον ψωμί χύνονται οἱ ποταμοί τῶν αἱμάτων, εἰς τούς ὁποίους βάφει τό πτερόν της, διά νά χαρίσῃ τήν ἀθανασίαν εἰς τούς ἥρωας, ἡ παλαιά καί ἡ νέα Δόξα. Καί δέν πρέπει νά λησμονοῦμεν ὅτι, ἡ θεία Μόννα-Βάννα ἐπεριπάτησε γυμνή ἕως τήν σκηνήν τοῦ ἄγριου πολιορκητοῦ, δέν ἔκαμε τήν ὑψηλήν αὐτήν θυσίαν παρά διά νά ἐξαγοράσῃ μέ τό ὑπερούσιον νόμισμα τῆς γυμνότητός της τό ψωμί τῆς πατρίδος της.
Καί ὅμως ὁμολογῶ, ἐγώ τοὐλάχιστον, ὅτι, ὁσάκις, εἰς τούς χρόνους τῆς λιπαρᾶς εἰρήνης, ἔτυχε νά περάσω ἀπό τόν εὐωδιάζοντα φοῦρνον, δέν ἔβγαλα ποτέ τό καπέλλο μου καί δέν ἐψιθύρισα ποτέ προσευχήν. Ἐξομολογοῦμαι ἀκόμη ὅτι, εἰς τόν καιρόν, πού ἐμουρμούριζα νυσταγμένος τήν κυριακήν προσευχήν, ἐμπρός εἰς τό εἰκονοστάσιον, κ' ἐζητοῦσα μηχανικῶς ἀπό τόν Πατέρα, τόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς, «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον», ἐσκεπτόμενος ὁ ἀνόσιος, μέ τόν μικρόν καί αὐθάδη ἐγκέφαλον τοῦ παιδιοῦ, ὅτι κάτι καλλίτερον ἠμποροῦσε νά ζητήσῃ κἀνείς ἀπό τόν Θεόν, παρά ἕνα κομμάτι ψωμί, τό ὁποῖον δέν ἐλαχταροῦσεν, ἐπί τέλους, οὔτε ἡ γηραιά Κυρά-Ἀννέζω, ἡ ὑπηρέτριά μας.
Καί ὅμως ἐπέζησα διά νά πληρώσω, εἰς τόν κόσμον αὐτόν, τήν ὕβριν μου πρός τά ἱερά καί τά ὅσια. Ὅταν εἶδα χθές ἐπάνω εἰς τό τραπέζι μου, πληρωμένον μέ τό ἰσόβαρον τοῦ χρυσοῦ, τόν «ὑπομέλανα καί ὑπόξεινον» ἄρτον τῆς ἀστυνομικῆς προειδοποιήσεως, ὅταν ἔμαθα ὅτι εἰς τό Καστελλόριζον οἱ ἄνθρωποι τρέφονται αὐτήν τήν στιγμήν μέ ὅ,τι ἐτρέφοντο ἕως χθές οἱ χοῖροι, ὅταν ἐσκέφθην ὅτι αὔριον εἶνε πολύ πιθανόν ἡ Μοῖρα τοῦ Καστελλόριζου νά γείνῃ καί Μοῖρα τῶν Ἀθηνῶν, τότε μόνον ἐνόησα διατί τό ψωμί λέγεται καί ψωμάκι. Καί τότε ἀκόμη ἐζήτησα, μ' εὐλαβῆ ἐσωτερικήν γονυκλισίαν, μίαν δακρυσμένην συγγνώμην ἀπό τήν σκιάν τοῦ παπποῦ μου, τοῦ ὁποῖου ἐπεριφρόνησα κἄποτε τήν πίστιν.
Μέ συνώδευεν ὁ πολιός, ἕνα παλαιόν πρωΐ, εἰς τήν ἐκκλησίαν κ' ἐγώ ἐκρατοῦσα ἕνα κομμάτι ἀφράτης φραντζόλας, τό ὁποῖον ἐμασσοῦσα ἀνόρεκτα. Ἔξαφνα ἐπέταξα μέ περιφρόνησιν ἕνα ἀπομεινάρι εἰς τῇς λάσπες τοῦ δρόμου.
- Τί ἔκανες ἐκεῖ, παιδί μου; ἐφώναξεν ἔξαλλος ὁ πολιός.
Κάτι ἐμουρμούρισα πρός δικαιολογίαν μου. Δύο ὀστεώδη δάκτυλα ὅμως μέ ἅρπαξαν ἀπό το αὐτί καί μία βραχνή, μεταλλική φωνή μ' ἐπρόσταξεν ἀγρίως:
- Σκύψε ἀμέσως, σήκωσε τό ψωμί καί φίλησέ το!...
Ἐγώ δέν ἔστερξα τόν ἐξευτελισμόν. Εἶδα τότε τόν πόλιον νά σκύβῃ μέ κόπον, νά σηκώνῃ ὁ ἴδιος τό ψωμί, νά τό φέρνῃ εἰς τά χείλη του, ἔπειτα εἰς τό μέτωπόν του καί νά ὑψώνῃ τά μάτια του πρός τόν Οὐρανόν, ὡς εἰς προσευχήν...
Τώρα μόνο ἐννοῶ, διατί ἔγεινεν ὅλη αὐτή ἡ ἱεροτελεστία. Ὁ «ὑπομέλας καί ὑπόξεινος ἄρτος» στέκεται ἐμπρός μου, ὡς ἱερόν σύμβολον. Ποιός ξέρει; Αὔριον ἴσως μᾶς λείψῃ καί αὐτός. Αὔριον ἠμπορεῖ νά τρεφώμεθα κ' ἐμεῖς μέ τό Γερμανικόν «Κά-Κά» ἢ μέ τά βαλανίδια τῶν χοίρων τοῦ Καστελλορρίζου.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
«Ἑστία» 25/10/1915