Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ: Η ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Το επιβλητικό τοπίο του τόπου καταγωγής του Σπύρου Παπαλουκά με τα «ζωντανά αγάλματα» που έχει ξεθάψει πριν λίγα χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη ήταν αρκετά για να αναφλέξουν τη κρυμμένη σπίθα του επίδοξου δημιουργού. Αυτό το δίπολο φύση και τέχνη θα ορίσει το αισθητικό και πλαστικό πεπρωμένο της τέχνης του Παπαλουκά: «γιατί αν η φύση είναι το θαύμα του θεού, η τέχνη είναι το θαύμα του ανθρώπου» όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο ίδιος παραφράζοντας αυτό που ο Λεονάρντο Νταβίντσι είπε, ότι δηλαδή ο καλλιτέχνης είναι ένας μικρός θεός.
Όπως παρατηρεί ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ο Σπύρος Παπαλουκάς είναι «καλλιτέχνης με συνείδηση χωρικού». Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη σχέση του με τη φύση. Ο ίδιος λέει: «Σαν ήμουν στο χωριό μου, γνώρισα από μικρός τον τόπο μου με όλες τις λεπτομέρειες. Περπατούσα στις λαγκαδιές, στα μονοπάτια, στα βουνά του, με τις χαράδρες του και τις νεροσυρμές, με τα χιόνια και τις βροχές». Η σχέση του με τη φύση είναι βιωματική, σωματική. Γι' αυτό θα παραμείνει ένας από τους πιστούς «προσωπογράφους» της ελληνικής υπαίθρου. Η τοπιογραφία θα διατηρήσει το πρωτείο στην ευάριθμη άλλωστε θεματική του ζωγράφου και θα καταγράψει με τις μεταμορφώσεις της όχι μόνο της ιδιομορφίας του κάθε τόπου που μελετά αλλά τη βαθμιαία ωρίμανση και τις διακυμάνσεις της πλαστικής του αναζήτησής.
Ο λόγος του Πεντζίκη καλύπτει και μια άλλη ιδιότητα του ζωγράφου που σχετίζεται με το χαρακτήρα και το ήθος του Παπαλουκά «Είναι κάπως επιφυλακτικός στους νεοτερισμούς», «από τις συναλλαγές με το εξωτερικό, ότι κι αν εισήγαγε το μεταφύτευσε και το καλλιέργησε ο ίδιος». Ο ίδιος ο Παπαλουκάς επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση λέγοντας «δεν έχουμε ακόμα μάτι για να φτάσουμε το μεγάλο αίνιγμα της τέχνης μας. Αυτό θα το κατακτήσουμε βήμα-βήμα μόνο με τη μάθηση, ανεβαίνοντας όλα τα σκαλιά που ανέβηκε η ζωγραφική στις χώρες της Ευρώπης». Για να κατακτήσει αυτό το στόχο, ο Παπαλουκάς θα εργάζεται όλη του τη ζωή ως «χειρώνακτας», αλλά και με το νου σε διαρκή επαγρύπνηση. «Ακούραστος δούλευε μέρα και νύχτα, αληθινός ασκητής της τέχνης του». «Στο Παρίσι ρίχτηκε στην δουλειά σαν τον πεινασμένο στο φαγητό.. δεν ένοιωθε κανένα έλεος για τον εαυτό του... αδιάφορος για τη ζωή που βούιζε γύρω του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η τέχνη του. Το ίδιο και όταν γύρισε εδώ, στην Αθήνα. Ότι έκανε δεν είναι καρπός έμπνευσης που γίνεται με άνεση και φιλαρέσκεια, αλλά είναι καρπός μόχθου και πνευματικού ιδρώτα». Η πολύτιμη τούτη μαρτυρία ανήκει στον ομότεχνο, φίλο και συγκάτοικό του στο Παρίσι Φώτη Κόντογλου. Θα την επιβεβαιώσει ο Στρατής Δούκας περιγράφοντας τη συντροφική θητεία τους στον Άθω από το Νοέμβριο του 1923, που «εργάζεται και μοχθεί» για έναν ολόκληρο χρόνο συγκεντρώνοντας μια πολύτιμη συγκομιδή που θησαυρίζει το μέγα και βαθύ δίδαγμα της παράδοσης, ερμηνευμένο μέσα από την εμπειρία της μοντέρνας τέχνης. Η χωριάτικη καταγωγή του Σπύρου Παπαλουκά, που ποτέ δεν την αρνήθηκε και δεν την πρόδωσε, αποτέλεσε το άνδηρο της πνευματικής του υπέρβασης. Γιατί η τέχνη του, η τόσο πνευματική, είναι μια υπέρβαση και του ίδιου του δημιουργού αλλά και της ελληνικής ζωγραφικής.
Η πορεία του Παπαλουκά ταυτίζεται με έναν συνειδητό αγώνα αυτοϋπέρβασης. Τα τεχνικά μέσα της ζωγραφικής τα έχει κατακτήσει μέσα από την αυστηρή άσκηση της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο οι διακρίσεις που κερδίζει στη διάρκεια των σπουδών του αλλά κυρίως οι λιγοστές εικαστικές μαρτυρίες που σώθηκαν από την πυρά. Γιατί πριν φύγει για το Παρίσι, το 1917, έκαψε όλα τα φοιτητικά του έργα, εκφράζοντας έτσι τη βούλησή του για μια νέα αρχή, για μια ριζική ανανέωση. Αυτό που τον βασανίζει είναι όχι μόνο το τεχνικό μέρος της ζωγραφικής, όσο ο βαθύτερος λόγος των μορφών. Αυτό που ο ίδιος ονομάζει «μάθηση» «γνώση».
Στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει τέσσερα χρόνια (1917-1921), παρακολουθεί μαθήματα στις ελεύθερες Ακαδημίες Julia και Grande Chaumière, ζωγραφίζει ακατάπαυστα επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί. Βλέπει την επανάσταση που έχει συντελεστεί στην τέχνη, προσπαθεί να την κατανοήσει, αλλά απορρίπτει κάθε ιδέα μίμησης. Ας μην ξεχνάμε ότι τα χρόνια αυτά όλες οι μεγάλες ανατροπές της μοντέρνας τέχνης έχουν ήδη συντελεστεί: Φωβισμός, Ιμπρεσιονισμός, Κυβισμός, Εξπρεσιονισμός, Αφαίρεση. Είναι η εποχή που από τη χρυσαλλίδα του Νταντά αναδύεται ο Σουρεαλισμός. Άλλωστε ο Παπαλουκάς ανήκει στην ίδια γενιά με τους σουρεαλιστές ζωγράφους. Κανένα απ' όλα αυτά τα ρεύματα δεν τον επηρέασε άμεσα. Τίποτε δεν θέλησε να υιοθετήσει άκριτα. Η «προσήλωσή του στο αντικείμενο» θα τον φέρει κοντά στα μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα απ' όπου εξάλλου αντλούν διδάγματα όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες μοντερνιστές.
Ο Παπαλουκάς βρισκόταν στο Παρίσι όταν οργανώθηκε εκεί, το Σεπτέμβριο του 1919 στην ιδιωτική γκαλερί La Boétie, μια σημαντική έκθεση με 200 έργα των Ελλήνων εκπροσώπων του μοντερνισμού που συστεγάζονταν στην «Ομάδα Τέχνη». Η «Ομάδα Τέχνη» είχε ιδρυθεί δυο χρόνια πριν, το 1917, και συγκέντρωνε τους καλλιτέχνες που εξέφραζαν μια ισχυρή βούληση της εικαστικής γλώσσας σε αντίλογο με τα τελευταία σκιρτήματα του φθίνοντος πλέον ακαδημαϊσμού της σχολή του Μονάχου. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Παπαλουκάς δεν επωφελήθηκε της ευκαιρίας να δει συγκεντρωμένους στο Παρίσι τους καλλιτέχνες που συνόψιζαν εκείνη τη στιγμή τις πιο ανανεωτικές τάσεις της ελληνικής τέχνης όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης ο Κωνσταντίνος Μαλέας ο Νίκος Λύτρας ο Δημήτρης Γαλάνης, ο Λυκούργος Κογεβίνας, όλοι τους υπεθριστές, και μάλιστα εκπροσωπούσαν το πρώτο ρεύμα καθαρόαιμου υπεθρισμού, που έμελλε να υποχωρήσει μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ενδίδοντας στην επίδραση μιας νέας ελληνοκεντρικής ιδεολογίας. Ο Παπαλουκάς όπως ήταν φυσικό δεν παρέμεινε αδιάβροχος από το διαβρωτικό κλίμα αυτών των ιδεολογικών ρευμάτων και των μεταλλάξεών τους. Οι ζωγράφοι που εκθέτουν στη γκαλερί La Boétie αντιπροσωπεύουν το πρώτο ιδεολογικό ρεύμα του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού, που είχε καθαρά υπαιθριστικό προσανατολισμό.
Μέσα σ' αυτό το ιδεολογικό κλίμα διαμορφώνεται όχι μόνο η συνείδηση μιας αυτόχθονης σχολής υπαιθρισμού αλλά και το ιδεολογικό της άλλοθι. Ο Παπαλουκάς θα διαποτιστεί από αυτή την ατμόσφαιρα που τη βιώνουν άλλωστε με ένταση πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του όπως ο Φώτης Κόντογλου, αχώριστος φίλος των φοιτητικών χρόνων τόσο στην Αθήνα όσο και στο Παρίσι και ο Στρατής Δούκας. Το κοινό αίτημα των ζωγράφων της «Ομάδας Τέχνη» και του νεότερου Παπαλουκά είναι η δημιουργία ενός αυθεντικού ελληνότροπου μοντερνισμού που αισθητοποιήται μ' έναν ηλιοτροπικό υπαιθρισμό. Οι ζωγράφοι φιλοδοξούν να ανακαλύψουν το «ιδεόγραμμα του ελληνικού φωτός», για να μεταφράσουν με καθαρό χρώμα, όπως απαιτούσε ο μοντερνισμός, την απέραντη ποικιλία του ελληνικού υπαίθρου.
Την εποχή αυτή, όμως, όπως απαιτείται από το γενικό πνευματικό κλίμα, καλείται να αναμετρηθεί με την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας, και ειδικότερα με την βυζαντινή παράδοση, την οποία επεξεργάζεται, αναλύει και εντυπωσιάζεται από τις συνθετικές αρχές και της χρωματικές αναλογίες που τη διέπουν. Η βαθιά περισυλλογή και περίσκεψη, οι γνώσεις που ήδη έχει, η προσήλωση στο υλικό μέρος της τέχνης, δεν του επιτρέπουν να παρασυρθεί από συναισθηματισμούς, αλλά ερευνά σε βάθος τους θησαυρούς που τον περιστοιχίζουν και αντλεί από εκεί ουσιαστικά και διαχρονικά διδάγματα. Εδώ έγκειται και η διάσταση με το φίλο και σύντροφό του Φώτη Κόντογλου. Εκείνος επιχειρεί αναβίωση μορφών άλλων εποχών, που κατά τον Kandinsky δεν μπορεί παρά να είναι νεκρές, ενώ ο Παπαλουκάς πιστεύει όπως ο Kandinsky, ότι κάθε έργο τέχνης είναι παιδί της εποχής του, δημιούργημα μιας πολιτιστικής περιόδου που δεν μπορεί να επαναληφθεί πια.
Σε μια κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα, με το αίτημα της «ελληνικότητας» να επιβάλει μια τοπική εικονογραφία και να προβάλει αδιάκριτα και επιφανειακά την επιστροφή σε τύπους της παράδοσης απειλώντας να μετατρέψει σε στερεότυπα και χωρίς περιεχόμενο εικόνες ό,τι αρχικά είχε επιχειρηθεί ως ανανέωση εκφραστικών τρόπων. Η πορεία του Παπαλουκά παρουσιάζει αντιστροφή: δεν ξεκινά από την παράδοση, αλλά την αποκαλύπτει όταν είναι ώριμος και την αξιοποιεί χωρίς σκοπιμότητες, φέρνοντας μια άνοιξη στην τέχνη κατά την έκφραση του φίλου του Στρατή Δούκα.
Στα μετεϊμπρεσιονιστικά ρεύματα ανθολογεί τα διδάγματα που αποκρίνονται στην αναζήτησή του, μια αναζήτηση που μοιράζεται με τους ζωγράφους της γενιάς του. Ο Σεζάν θα του διδάξει την πειθαρχεία της σύνθεσης, Ο Γκωγκέν και η σχολή του Ποντ-Αβέν θα τον ενθαρρύνει να διατηρήσει τη συχνά διακοσμητική χρήση της γραμμής, να υψώσει τον ορίζοντα κλείνοντας τη ζωγραφική επιφάνεια ως τα όριά της χωρίς βάθος, να τολμήσει τέλος ζωηρές συζυγίες συμπληρωματικών τόνων.
Η εργατικότητα, η στοχαστικότητα, η επίμονη αλλά πλήρης αφομοίωση και κατοχή των διδαγμάτων της σύγχρονης τέχνης αλλά και της παράδοσης, ο συνεχής προβληματισμός, προφύλαξαν τον Παπαλουκά από τις εύκολες λύσεις. Προσηλωμένος στη ζωγραφική που «πρέπει να συγκινεί με τα υλικά της μέρη και όχι με το θέμα», με το καίριο αυτό σχόλιο εκφράζει την αντίθεσή του για κάθε εξωκαλλιτεχνική ανάγνωση του έργου τέχνης.
Και δεν είναι οι προφανείς, εξωτερικές ομοιότητες με έργα της ευρωπαϊκής τέχνης, αλλά ο βαθύτερος προβληματισμός, οι διαρκείς αναζητήσεις, η εκλογίκευση του αισθήματος που επιδιώκει στην εικαστική του γλώσσα, τα γνωρίσματα που τον κατατάσσουν στους γνήσιους δημιουργούς, πέρα από εθνικότητες, που όσο τους μελετάμε τόσο και περισσότερη συγκίνηση και γνώση μας προσφέρουν.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ
1892 Γεννιέται στη Δεσφίνα Παρνασσίδας. Γονείς του ο Χαράλαμπος και η Ασημίνα Παπαλουκά, το γένος Πυροβόλου. Ο καπετάνιος πατέρας του πεθαίνει πολύ νωρίς αφήνοντας τον καλλιτέχνη ορφανό στην ηλικία των έξι ετών.
1900-06 Φοιτά στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον πατριώτη και γαμπρό του Νικόλαο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος διέγνωσε πολύ έγκαιρα την καλλιτεχνική του φλόγα.
1907 Πρωτοέρχεται στην Αθήνα και προσλαμβάνεται υπάλληλος σε χρωματοπωλείο στον Πειραιά.
1908 Παίρνει απολυτήριο σχολαρχείου στο Χρισσό Φωκίδας.
1909 Εκτελεί την πρώτη του παραγγελία, τον «Μεγάλο Αρχιερέα», και κατόπιν ολόκληρο το τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στη Δεσφίνα.
1909-16 Φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και κατά την διάρκεια των σπουδών του κερδίζει επτά πρώτα βραβεία.
1917-21 Συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι στις σχολές Grande Chaumière και Ecole Julian. Μετέχει σε πολλές καλλιτεχνικές εκθέσεις και εκτελεί την διακόσμηση ιδιωτικής έπαυλης στις Βερσαλλίες.
1921-22 Παίρνει μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος, μαζί με τον Περικλή Βυζάντιο και τον Παύλο Ροδοκανάκη. Με τα έργα τους που δημιουργούν κατά την πορεία τους στο Μέτωπο, το Υπουργείο Στρατειάς Μικράς Ασίας οργανώνει μεγάλη πολεμική έκθεση στο Ζάππειο Μέγαρο. Οι κριτικές του Φώτου Πολίτη και του Ζαχαρία Παπαντωνίου για τα έργα του Σπύρου Παπαλουκά είναι διθυραμβικές, και το Υπουργείο αποφασίζει τη μεταφορά της έκθεσης στη Σμύρνη, μολονότι διαφαίνεται ήδη η τραγική κατάληξη της εκστρατείας. Από την απόφαση αυτή ο καλλιτέχνης θα υποστεί βαρύτατο πλήγμα, αφού 500 έργα του καίγονται στο τραίνο που τα μεταφέρει στη Σμύρνη τις μέρες της καταστροφής της.
1923 Βαθιά απογοητευμένος από την διακοπή των σπουδών του και την απώλεια των έργων του αποσύρεται στην Αίγινα, όπου επιδίδεται στη μελέτη του ελληνικού τοπίου. Εκεί συντροφιά με τον αχώριστο φίλο του Στρατή Δούκα, τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Κώστα Βάρναλη, δημιουργεί την «περίοδο της Αίγινας».
1923 Εκθέτει τα έργα του στο Λύκειο Ελληνίδων, όπου την ίδια εποχή απασχολείται και η μετέπειτα σύζυγός του Όλγα Ευαγγέλου.
1923-24 Ο Στρατής Δούκας φεύγει για το Άγιο Όρος, όπου προετοιμάζει την εκεί παραμονή του Σπύρου Παπαλουκά, που τον ακολουθεί σύντομα με σκοπό να μελετήσει το αγιορείτικο τοπίο και τη βυζαντινή τέχνη. Οι δυο φίλοι παραμένουν στη μοναστηριακή πολιτεία ένα περίπου χρόνο, και ο καλλιτέχνης δουλεύοντας ακατάπαυστα, δημιουργεί την «περίοδο του Αγίου Όρους»
1924 Την περίοδο αυτή επιθυμεί να παρουσιάσει μόνο στη Θεσσαλονίκη και με πολύ ζήλο διοργανώνει την πρώτη ατομική του αλλά και γενικότερα την πρώτη έκθεση ζωγραφικής στη συμπρωτεύουσα. Επιλέγει το Λευκό Πύργο, τον οποίο μετατρέπει κατάλληλα, και δημιουργεί στη Θεσσαλονίκη τον πρώτο εκθεσιακό χώρο.
1925 Ο Στρατής Δούκας προετοιμάζει και πάλι την παραμονή του καλλιτέχνη στη Μυτιλήνη, όπου ο Παπαλουκάς μένει για ένα εξάμηνο και δημιουργεί την «περίοδο της Μυτιλήνης». Διορίζεται καθηγητής του ελεύθερου και διακοσμητικού σχεδίου στη Βιοτεχνική Σχολή. Μελετά τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά, από τα οποία εκτελεί αντίγραφα, και ταυτόχρονα ζωγραφίζει τοπία της Παρνασσίδας.
1926 Με συντροφιά τους φίλους του Στρατή Δούκα, Δημήτρη Πικιώνη και Νίκο Βέλμο πηγαίνει στη Σαλαμίνα, όπου δουλεύοντας χωρίς διακοπή δημιουργεί την «περίοδο της Σαλαμίνας».
1926-27 Ασχολείται κυρίως μα σκηνογραφική δουλειά σε διάφορα θέατρα. Εκτελεί τα σκηνικά για τον Βασιλικό του Παύλου Μάτεσι στο Εθνικό Θέατρο και μια σειρά ξυλογραφιών με θέμα το Αντώνιος και Κλεοπάτρα του Σαίξπηρ.
1927 Παντρεύεται τη Όλγα Ευαγγέλου από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
1927-32 Μετά από πανελλήνιο διαγωνισμό, παίρνει το πρώτο βραβείο για την ανάθεση αγιογράφησης της Μητρόπολης Άμφισσας.
1928 Μετά από πρόσκληση του Άγγελου Σικελιανού, μετέχει στην προετοιμασία των Δελφικών Γιορτών σε συνεργασία με τον Δημήτρη Πικιώνη.
1929-32 Κατά την περίοδο της απουσίας του στην Άμφισσα, ο καλός του φίλος καο κουμπάρος Δημήτρη Πικιώνης αναλαμβάνει την ανέγερση του εργαστηρίου και του σπιτιού του στην περιοχή Κυπριάδου, στα Πατήσια.
1923-36 Εκτελεί τα σκηνικά της Ασίας του Λένορμαν στο Θέατρο Κοτοπούλη. Επιμελείται την καλλιτεχνική έκδοση των Σχολικών Κτιρίων του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Παράλληλα διακοσμεί προσόψεις και εσωτερικά πολυκατοικιών και σχολικών κτιρίων. Μετέχει στις εκθέσεις της Ομάδας Τέχνη και του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών. Μαζί με τον Στρατή Δούκα, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Σωκράτη Καραντινό, εκδίδουν το περιοδικό Το 3ο μάτι, που αποτέλεσε σταθμό στα πνευματικά και καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου. Διορίζεται καθηγητής των διακοσμητικών τεχνών στη Σιβιτανίδειο Σχολή.
1937-39 Το Υπουργείο Παιδείας του αναθέτει την εικονογράφηση του ναού της Σχολής Νομικού, την διακόσμηση της μονής Μεγάλου Σπηλαίου και του Αρχαιολογικού Μουσείου Κρήτης, για το οποίο πραγματοποιεί όλη την προετοιμασία και τις σχετικές μακέτες, αλλά δεν προλαβαίνει να εκτελέσει το έργο λόγο της κύριξης του πολέμου.
1940 Διορίζεται καλλιτεχνικός σύμβουλος στην πολεοδομική υπηρεσία του Υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης και στις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων, όπου εκτελεί πολλές διακοσμήσεις κτιρίων και συνόλων. Από εκεί ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς τον αποσπά στην Δημοτική Πινακοθήκη και του αναθέτει την διεύθυνσή της. Ο Σπύρος Παπαλουκάς αφοσιώνεται κυριολεκτικά στο έργο της ανασυγκρότησης των συλλογών της Πινακοθήκης, της συντήρησής τους και την οργάνωση της πρώτης σημαντικής επανέκθεσής τους.
1940-44 Διορίζεται διευθυντής των θεάτρων Ούφα και Ολύμπια, συνεργάζεται με την Μαρίκα Κοτοπούλη και εκτελεί σειρά σκηνογραφιών.
1943-51 Διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου, από όπου υποχρεώνεται να παραιτηθεί.
1947 Μετέχει με 22 έργα στην πρώτη διαχρονική έκθεση που οργανώνεται από το ελληνικό κράτος στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Στην έκθεση αυτή, στην οποία μετέχει η πρωτοπορία της ελληνικής εικαστικής δημιουργίας, βραβεύεται να έργο του με τίτλο «Νεκρή φύση».
1948 Μετέχει στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση και βραβεύεται με το αργυρό μετάλλιο.
1951-56 Μετέχει σε επίσημες καλλιτεχνικές διοργανώσεις που πργματοποιεί το ελληνικό κράτος με εκθέσεις σε Αίγυπτο, Βέλγιο, Γιουγκοσλαβία, Ιταλία, Καναδά, Ολλανδία, Σουηδία, Αμερική.
1956 Εκλέγεται καθηγητής του εργαστηρίου ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών.
3 Ιουνίου 1957 Ο Σπύρος Παπαλουκάς αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 65 ετών. Η πολιτεία μετονομάζει την πλατεία που βρίσκεται μπροστά από το εργαστήρι του καλλιτέχνη σε Πλατεία Σπύρου Παπαλουκά και κηδεύεται δημοσία δαπάνη. Ο Δήμος Αθηναίων παραχωρεί τιμητικά στο Α’ Νεκροταφείο τον τάφο όπου αναπαύεται για πάντα η σεπτή σορός του.
Μίνα Παπαλουκά από τον τόμο “Σπύρος Παπαλουκάς – Ζωγραφική”, εκδόσεις Ιωνικής Τράπεζας, Αθήνα 1995
Ο ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ
Εγγενήθη στην Δεσφίνα πλησίον των Δελφών. Απεφοίτησε από την Ανώτατην Σχολήν των Καλών Τεχνών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου τυχών κατά τα έτη της φοιτήσεώς του έξη πρώτων βραβείων. Συνέχυσε τας σπουδάς του εις το Παρίσι, όπου φοίτησε εκεί στας Ακαδημίας Julian, Grande Chaumière και άλλας ελευθέρας σχολάς. Κατά την εκεί παραμονήν του έλαβε μέρος στις εκθέσεις και ανέλαβεν διαφόρους διακοσμητικάς εργασίας. Μετεκλήθη και μετείσχεν σε όλην την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν ως πολεμικός ζωγράφος, εξέθεσεν δε την εργασίαν του στην μεγάλην Πολεμικήν Έκθεσην του Ζαπείου του 1922.
Εργάστηκε συστηματικά πάνω στο ελληνικό τοπίο στην Αττική, στην Αίγινα, στον Παρνασσό, στο Άγιο Όρος, στη Μυτιλήνη και εξέθεσε αυτήν την εργασία του στη Θεσσαλονίκη στα 1924. Συνέχισε δε την εργασίαν του αυτήν στην Αττική και τη Σαλαμίνα. Με την εργασίαν του αυτή μετέσχεν σε ομαδικάς εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών της Ομάδος Τέχνης, της Στάθμης, εις όλας τας πανελληνίους καθώς και εις το εξωτερίκον (Γαλλίαν, Λονδίονον, Σουηδίαν, Ρώμην, Γιουκοσλαβίαν, Αίγυπτον, Καναδά κ.λπ.) όπου ευφήμως ομίλησε δια το έργον του η διεθνής και εντόπιος κριτική.
Κατά την παραμονήν του εις Ελλάδα εξετέλεσε μεγάλας διακοσμητικάς εργασίας, όπως η διακόσμηση και εικονογράφησις της Μητροπόλεως Αμφίσσης, του Μουσείου Ηρακλείου Κρήτης, της εκκλησίας Σχολείου Νομικού, Μεγάλου Σπηλαίου, σχολικών κτιρίων και οικοδομών. Διετέλεσε σκηνογράφος του Εθνικού θεάτρου κατά την εποχή του Φώτου Πολίτη καθώς και του Θεάτρου Κοτοπούλη.
Ως καθηγητής ελευθέρου σχεδίου εδίδαξεν επί μακρά έτη εις την Βιομηχανικής Σχολήν, την Σιλβιτανίδειον, και την Αρχιτεκτονικήν Σχολήν του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Από το 1939 διατελεί Διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων.
Πηγές:
- Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Σπύρος Παπαλουκάς. Οι Έλληνες ζωγράφοι τ. Β΄ εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1975. Βλ. Επίσης αναδημοσίευση του κειμένου στον τόμο Σπύρος Παπαλουκάς. Ιονική Τράπεζα, Αθήνα 1995 και στο Σπύρος Παπαλουκάς, Πινακοθήκη του Νέου Ελληνισμού της εφ. Τα Νέα, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006
- Σπύρος Παπαλουκάς. Θητεία στον Άθω. Αγιορείτικη Πινακοθήκη, Άγιο Όρος 2003
- Ευθυμία-Γεωργιάδου Κούντουρα Σπύρος Παπαλουκάς. Μια άνοιξη στην τέχνη. Εκδ. Συλλογή Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Όλες οι φωτογραφίες των έργων του Σπύρου Παπαλουκά είναι από τους τόμους:
- Σπύρος Παπαλουκάς. Εκδ. Συλλογή Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, ISBN: 978-960-7597-45-8
- Σπύρος Παπαλουκάς. Θητεία στον Άθω. Αγιορείτικη Πινακοθήκη, Άγιο Όρος 2003, ISBN: 960-87331–1-1
Πηγή: Κοινο_Τοπία
Ταινιοθήκη Τηλεόρασης
ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ | ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ