ΩΔΗ ΣΤΑ ΣΕΠΤΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ, ΤΙΜΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗΦΟΡΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οὐκ ἔδει καὶ σκάπτοντας καὶ ἀροῦντας καὶ ἐσθίοντας ἄδειν τὸν ὕμνον τὸν εἰς τὸν
Θεόν;... τί γὰρ ἄλλο δύναμαι γέρων χωλὸς εἰ μὴ ὑμνεῖν τὸν Θεόν; εἰ γοῦν ἀηδὼν ἤμην, ἐ-
ποίουν τὰ τῆς ἀηδόνος, εἰ κύκνος τὰ τοῦ κύκνου, νῦν δὲ λογικός εἰμι· ὑμνεῖν δὲ δὴ τὸν Θεόν·
τοῦτο μου ἔργον ἐστίν, ποιῶ αὐτό, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὴν τάξιν ταύτην, ἐφ' ὅσον ἂν διδῶ-
ται, καὶ ὑμᾶς ἐπὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ᾠδὴν παρακαλῶ.
Ἐπίκτητος «Διατριβαί». Βιβλ. Ι Κεφ. IS΄ ξ 16 § 20-21.
Προσκυνοῦμε, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ τὴν ὀδυνηρὴ τῶν ἱερῶν καρφιῶν Σου
τετράδα καὶ τὸν ἀκάνθινο στέφανον ὅπου πλήγωσε τὴν κεφαλή Σου ὡς ἔγερνες
κουρασμένος στοὺς κοπιώδεις ὤμους Σου! Ἂχ αἱμάσσουσα ἡ δεινὴ κραυγὴ
τῶν τραυμάτων Σου! Ἂχ ἐκεῖνο τὸ ὑπαίθριο «διψῶ» ποὺ φώναξες
μέσα στῆς ἀγνωμοσύνης τὴν ψυχρὴν ἔρημο ντυμένος μὲ τὴ χλεύη τῶν
ὄχλων ἐσὺ ποὺ χόρτασες μὲ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθὺς πεντακισχίλιους!
Ἂχ Ἰησοῦ μας ἀνεξίκακε, ποτὲ δὲ θὰ σ' ἀφήσουμε ὁλομόναχο· θὰ γράψουμε
τῶν παθῶν σου τὴν ἄχραντη κλήση στῆς καρδιᾶς μας τὸ κέντρο ἔτσι ὅπως
τὸ μικρὸ νεροπούλι εἶχε τυπωμένο στὸ αἷμα του τῆς μάνας του τὸ κάλεσμα·
θὰ Σὲ βρίσκουμε ὅπως ἕνα θαλασσινὸ χελωνάκι νεογέννητο μέσα στὸ
σκοτάδι καὶ τὴ νύχτα πορευόμενο εὕρισκε τὴ θάλασσα καθρεπτιζόμενη
καὶ μ' ἕνα λιγνὸ φεγγαρόφωτο· θὰ Σὲ οἰκοδομήσουμε μέσα μας ὅπως
ἡ μέλισσα μέσα στὴν κυψέλη της ἔχτιζε τὴν κερήθρα της, τῆς μαθητικῆς
ἀκρίβειας καὶ συμμετρίας θαῦμα. Τὴ Θεοφόρο Σου Ἀνάσταση θὰ τὴν
γιορτάζουμε, τῶν βαριῶν βιοτικῶν μας θλίψεων διασκέδαση καὶ
θὰ Σου δηλώνουμε τὴν πίστη τῆς ἀγάπης μας μὲ τῶν γενναίων μας
κι εὐγενῶν πράξεων τὴν ἐπιμέλεια.
*
Ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ, ἀμάραντη κι ἀξήραντη πηγὴ καρτερίας, ὦ
τῆς ἀγάπης εὖρος, Ἐσὺ ποὺ ἀνέβης στὸ Σταυρό Σου, γιὰ νὰ μᾶς
ἐξαλείψεις τὴν πικρή, τὴν ὀστράκινη κόρρα τῶν ἁμαρτιῶν μας,
δὲ θὰ Σὲ γυμνώσουμε ἀπὸ τὰ ἐνδύματά Σου, ὅπως οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες
καὶ στὸν ἱματισμό Σου, γλυκιὰ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ἀγρύπνια καὶ φροντίδα
δὲ θὰ βάλουμε κλῆρο κι ἔπειτα δίπλα στὸ Σταυρικό Σου μαρτύριο
νὰ καθόμαστε καὶ νὰ παίζουμε τοὺς συνηθισμένους μας κύβους. Γιατὶ Σὲ
ἀναγνώριζε Θεό της ἡ φύση κι ἔφριττε κι ἐμεῖς δὲ Σὲ ἀναγνωρίζαμε· ὁ
πυροφόρος ἥλιος γινόταν ἕνας τρίχινος σάκκος ζόφου πλήρης ἀρνούμενος
νὰ φορέσει τὸ φῶς και ἡ σελήνη μὲ τὴν ἐθιμικὴ κρύα σιωπὴ τῶν ἀκτίνων
της μεταμορφωνόταν σὲ μιὰ ἄμορφη ματωμένη μάζα σ' ἕνα ἔκπληκτον
οὐράνιο στερέωμα. Κι ἢσουν Ἐσὺ ποὺ κάποτε πρόσταξες τοῦ παραλυτικοῦ
τὰ πόδια νὰ περπατήσουν καὶ παράγγειλες ἕνα φῶς εὔθυμο στοῦ τυφλοῦ
τὰ μάτια ν' ἀνθίσει ζωηρότατο, Ἐσὺ ὅπου κύλισες τῆς λαξευμένης Σου
ταφῆς τὸ φορτίο βαρύτατο.
*
Δὲ θά 'μαστε πιὰ τοῦ Θεοῦ μιὰ εἰκόνα Του ἐκπεσοῦσα· ὦ φώτιζέ μας,
ἄκακε Ἰησοῦ, νὰ ἐπιστρέφουμε στὴν ἀρχαία μας ἀρετὴ καὶ νὰ τὴν
διατηροῦμε ἀσύλητη ἀπὸ τὶς ληστρικὲς καὶ λαφυραγωγικὲς ἡμέρες μας
ἑδραιώνοντας μέσα μας καὶ γύρω μας τὴ φωτεινή μας Ἐθνικὴ
τιμιότητα καὶ καθαρότητα.
*
(Δὲ θὰ Σὲ ποτίσουμε μὲ καμιᾶς ἄρνησης τὸ πικρὸ ποτήριο. Θὰ κλείσουμε
τῶν πολέμων τὶς πόρτες ἀεροστεγῶς.)
*
Σήκωσες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου τριήμερος τοῦ θανάτου πρωτότοκος
καὶ ξαναγύρισες τὸν Ἀδάμ πάλι πρωτόπλαστο στὸν Παράδεισο,
γιὰ ν' ἀξιωνόμαστε νὰ φωνάζουμε τὸ Θεὸ πατέρα μας, γιὰ νὰ γίνεται
ἀξιαγάπητο τῆς ἀρετῆς τὸ ἀξίωμα, γιὰ νὰ βγάζουμε τὴν κεφαλή μας
ἔξω ἀπὸ τοῦ Ἀντικειμένου μας τὸ ἀνεκδιήγητο σκοτάδι του τὸ
πολὺ περίπλοκο· γιατὶ μᾶς κάλεσες μὲ τ' Ἄχραντα Πάθη Σου, τῶν
ἁμαρτημάτων μας καθαίρεση, νὰ χαιρόμαστε τὴ Θεία Σου Ἀνάσταση
καὶ ν' ἀπολαμβάνουμε σὰν Ἐκλεκτοί Σου τῆς Μεταμόρφωσής Σου
τὴ Δόξα κατοπτριζόμενοι στὸ ἐκθαμβωτικὸ τῆς πολλῆς Σου
ὡραιότητας κάτοπτρο. Ὦ γλυκέ μας Ἰησοῦ, εἶσαι τοῦ Πατρὸς
τὸ ἄρρητο ρῆμα, ἡ οὐσιοποιὸς ἀλήθεια, ἡ θύρα τῶν οὐρανῶν,
ὁ αἰώνας τῶν αἰώνων, τὸ θαυμάσιο τῆς θυσίας Σου ἀναστάσιμης Ζωῆς
κατόρθωμα.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ
Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 1579, 1993
Φωτογραφία: Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ἑλληνων Φῶς