ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΜΗΛΩΝ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ -11 ἸΟΥΛΙΟΥ)
Θά μιλήσουμε, ἀγαπητοί, γιά ἕνα νεομάρτυρα, πού τόν γιορτάζουμε στίς 11 Ἰουλίου. Ὀνομάζεται Νεκτάριος. Τό πρῶτο του ὄνομα ἦταν Νικόλαος. Γεννήθηκε στή Μ. “Ασία, στήν πόλι Βουρλά. Ὁ πατέρας του πέθανε, ὅταν ἀκόμα ἦταν μικρός. Ὀρφανός ὁ Νικόλαος, γιά νά ζήση τόν ἑαυτό του καί τή μητέρα του, πῆγε κι ἔγινε ὑπηρέτης. Ὁ ἀγᾶς τοῦ ἀνέθεσε τήν ὑπηρεσία τῶν καμήλων. Ἔγινε καμηλιέρης. Τά ταξίδια τότε γίνονταν μέ καμῆλες, πού εἶνε ζῶα ἀνθεκτικά στήν πεῖνα, στή δίψα, καί μποροῦν νά βαδίσουν πολλά χιλιόμετρα στήν ἔρημο.
Στά Βουρλά ἔπεσε θανατικό, κι ἔφυγε ὁ ἀγᾶς. Μαζί του κι ὁ καμηλιέρης, ὁ νεαρός Νικόλαος. Ἑπτά χριστιανοί νέοι ὑπηρετοῦσαν στήν περιοχή σάν καμηλιέρηδες στούς ἀγαρηνούς. “Απομονωμένοι ὅπως ἦταν ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς, ὑφίσταντο τήν ἐπίδρασι τοῦ περιβάλλοντος. Οἱ ἀγαρηνοί κατώρθωσαν μέ διάφορες ὑποσχέσεις νά τούς παρασύρουν, κι ἔτσι οἱ ἑπτά νέοι ἀρνήθηκαν τή χριστιανική πίστι κι ἔγιναν μωαμεθανοί.
Ὅταν σταμάτησε τό θανατικό, οἱ ἀγαρηνοί μαζί μέ τούς ἑπτά νέους γύρισαν στά Βουρλά. Ὁ Νικόλαος νόμιζε πώς ἡ μητέρα του εἶχε πεθάνει, καί γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι ζῆ, χάρηκε καί ἔτρεξε νά τή συναντήση. Ὁ Νικόλαος φοροῦσε τούρκικα φορέματα καί δέν εἶχε συναίσθησι τοῦ τί κακό εἶχε κάνει πού ἀρνήθηκε τήν πίστι του. Ἡ μητέρα του, μόλις τόν εἶδε, ταράχθηκε καί δέν ἄφησε τό Νικόλαο νά τήν πλησίαση. – Μήν ἔρχεσαι κοντά μου, τοῦ εἶπε, δέν μπορῶ νά σέ βλέπω μ’ αὐτή τήν ἐμφάνισι!.. Κι ὅταν ὁ Νικόλαος προσπάθησε νά δικαιολογηθῆ γιά τήν ἐμφάνισί του, ἡ εὐσεβής μητέρα, πού παραπάνω ἀπό τό παιδί τῆς ἀγαποῦσε τό Χριστό, τοῦ εἶπε: – Φύγε ἀπό κοντά μου, φύγε τό γρηγορώτερο. Ἐγώ δέν γέννησα Τοῦρκο, ἀλλά γέννησα χριστιανό, καί τά μάτια μου δέν μποροῦν νά σέ βλέπουν τώρα Τοῦρκο.
Ὁ Νικόλαος ὕστερα ἀπό τόν ἔλεγχο τῆς μητέρας του δέν γύρισε πιά στό σπίτι τοῦ ἀγᾶ, ἀλλά πῆγε στή Σμύρνη. Ἐκεῖ συνάντησε ἕνα θεῖο του πού ἦταν πλοίαρχος καί σ’ αὐτόν φανέρωσε τήν φρικώδη ἁμαρτία πού διέπραξε. Ὁ θεῖος του, βλέποντας τή μετάνοια του, τόν λυπήθηκε.
Τόν ἔντυσε μέ ροῦχα πού φοροῦσαν τότε οἱ χριστιανοί καί τόν συμβούλεψε νά φύγη στήν Κωνσταντινούπολη. Ἔφτασε στήν Πόλι. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕνα μικρό διάστημα. Ἀπό ἐκεῖ πῆγε στή Βλαχία, τή σημερινή Ρουμανία. Ἀλλ” ὅπου καί ἄν πήγαινε, δέν εὕρισκε ἡσυχία. Μέσα του ἡ συνείδησις σάν σκορπιός τόν κεντοῦσε γιά τήν ἁμαρτία πού εἶχε κάνει.
Ὁ Νικόλαος ἔφυγε ἀπό τή Βλαχία καί γύρισε στή Σμύρνη. Συναντήθηκε πάλι μέ τόν θεῖο του, ἀλλά έκεῖνος τόν μάλωσε γιατί δέν ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε.
“Απελπισμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους ἄρχισε νά κλαίη καί νά ζητάη τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή του ἦταν: «Θεέ μου πολυεύσπλαγχνε, παντοκράτορα καί ἐλεήμονα, φώτισέ με τί δρόμο νά ἀκολουθήσω. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ” ἐμοῦ καί ἄς μή νικήση τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων μου τήν ἄμετρη εὐσπλαγχνία σου». Καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ φάνηκε. Χριστιανοί τῆς πόλεως ὡδήγησαν τόν Νικόλαο σέ κάποιον Ἁγιορείτη πνευματικό πατέρα. Ὁ πνευματικός τόν παρηγόρησε καί τοῦ συνέστησε νά πάη στό Ἅγιο Ὄρος γιά νά ἡρεμήση ψυχικά.
Στό Ἅγιο Ὄρος συνάντησε πολλούς πνευματικούς πατέρας καί ἀδελφούς. Ἐξομολογούμενος συχνά ἀπέκτησε τόν θεῖο φωτισμό καί εἶχε πιά ζωηρή ἐπιθυμία νά πάη στόν κόσμο, νά ὁμολογήση τόν Χριστό καί νά μαρτυρήση. Ἀλλά οἱ πνευματικοί πατέρες καί ἀδελφοί, προβάλλοντας τούς πολλούς κινδύνους καί τίς δυσκολίες πού ἔχει τό μαρτύριο, τοῦ ἔλεγαν ὅτι «Καί ἐδῶ ἄν μείνης καί ζήσης ὅπως θέλει ὁ Θεός, θά σωθῆς». Στά μοναστήρια ὅπου πήγαινε ὁ Νικόλαος δέν εὕρισκε κατανόησι. Πολλά ὑπέφερε. Ἀλλ” ἐκεῖνος ὅλα τά ὑπέμενε, λέγοντας ὅτι ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν, συμβαίνουν γιά τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων καί τή σωτηρία του.
Τέλος ὁ Νικόλαος κατέφυγε στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἀσκήτευε ἕνας συμπατριώτης του ὀνομα-ζό¬μενος Χατζηστέφανος. Ἀλλά καί στή σκήτη οἱ μο-ναχοί δέν συμπεριφέρονταν καλά στόν Νικόλαο καί ὁ Νικόλαος ὑπέφερε πολύ. Ἡ ὑπομονή του ὅμως στό τέ-λος νί¬κησε. Ὅλοι πείσθηκαν ὅτι ὁ Νικόλαος εἶνε μία εὐγενής ὕπαρξις, πού παρασύρθηκε μέν στήν ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τώρα μετανοεῖ εἰλικρινῶς καί φλέ-γεται ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σέ λίγο οἱ μονα-χοί δέχτηκαν, ὁ Νικόλαος νά γίνη δεκτός στήν ἀδελ-φότητα καί νά γίνη μοναχός. Ἔγινε μοναχός καί ἀπό Νικόλαος ὀνομάστηκε Νεκτάριος. Ἄν καί ἦταν ἀκόμη νέος εἴκοσι ἐτῶν, ὅμως ἡ προθυμία του γιά τήν ἄσκησι ἦταν μεγάλη. Νήστευε, προσευχόταν, ἀγρυπνοῦσε, σκληραγωγοῦσε τόν ἑαυτό του καί ὅλοι θαύμαζαν γιά τήν πρόοδο του.
Ἀλλά ὁ Νεκτάριος, ταπεινή καί συντετριμμένη καρδιά, δέν ἔμενε εὐχαριστημένος ψυχικῶς, παρ’ ὅλη τήν ἄσκησί του. Ἡ ψυχή του ζητοῦσε κάτι πολύ ἀνώτερο. Ζητοῦσε τό μαρτύριο. Προσευχή του ἦταν: «Θεέ μου, οἰκτίρμον καί ἐλεῆμον, σπλαχνίσου με. Πλάσμα σου εἶμαι καί δοῦλος σου. Μόλυνα τό σῶμα μου μέ τήν ἄρνησί μου καί θέλω νά καθαριστῆ τώρα μέ τό αἷμα μου. Καί ὅπως, Χριστέ, σέ ἀρνήθηκα, ἔτσι θέλω νά σέ κηρύξω καί νά σέ ὁμολογήσω λαμπρά σάν ἀληθινό Θεό μπροστά στούς ἄπστους καί ἄθεους ἀγαρηνούς. Χριστέ, ἐλέησόν με διά πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου».
Ὁ συμπατριώτης του Χατζηστέφανος, βλέποντας ὅτι ὁ Νεκτάριος μένει ἀπαρηγόρητος, τόν ὡδήγησε καί σέ ἄλλους πνευματικούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού καί αὐτοί ὅμως τόν ἐμπόδισαν ἀπό τό μαρτύριο. Ἀλλά ἦταν τόσο θερμή ἡ παράκλησις τοῦ Νεκταρίου γιά νά μαρτυρήση, ὥστε κι οἱ ἄλλοι πνευματικοί πατέρες πείσθηκαν πώς δέν πρέπει νά τόν ἐμποδίσουν, ἀλλά νά τόν ἀφήσουν νά πάη στόν κόσμο καί νά δώση τή μαρτυρία του γιά τό Χριστό.
Μέ τίς εὐχές τῶν πατέρων ὁ Νεκτάριος ἔφυγε ἀπ” τό Ἅγιον Ὄρος. Συνωδευόταν κι ἀπ” τόν Χατζηστέφανο, πού δέν ἤθελε νά τόν ἀποχωρισθῆ. Ἦρθαν σέ διάφορα μέρη. Ἔφτασαν μέχρι τήν Πόλι. Τούς βρῆκαν πολλοί διωγμοί καί πολλές περιπέτειες, ἀλλ’ ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου δέν εἶχε ἀκόμα φτάσει.
Τέλος ἀποφάσισαν ὁ μέν Χατζηστέφανος νά πάη καί νά παραμείνη στή Σμύρνη καί ἀπ” ἐκεῖ νά παρακολουθῆ καί νά ἐνισχύη τό Νεκτάριο, ὁ δέ Νεκτάριος νά πάη στά Βουρλά κι ἐκεῖ νά ὁμολογήση καί νά μαρτυρήση. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ μέν πῆγε στή Σμύρνη, ὁ δέ στήν πατρίδα του, τά Βουρλά. Ἐκεῖ στά Βουρλά στήν ἀρχή παρουσιάστηκε. μέ τούρκικη ἐνδυμασία καί γιώρτασε μαζί μέ τούς ἀγαρηνούς τό μπαϊράμι. Ἀλλ’ ὅταν τελείωσε τό μπαϊράμι, παρουσιάστηκε στόν κριτή, ἐξιστόρησε τή ζωή του, ὡμολόγησε τήν πίστι του καί μέ μεγάλη φωνή κήρυξε ὅτι εἶνε καί πάλι χριστιανός, ἕτοιμος γιά κάθε μαρτύριο. Ἔρριξε κάτω τό σαρίκι καί τό φέσι καί εἶπε: – Πάρε τά σημάδια τῆς ψεύτικης πίστεώς σας. Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα, Νικόλαος βαφτίστηκα, καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω καί μέ τό αἷμα μου νά ξεπλύνω τή μεγάλη μου ἁμαρτία. Ὁ κριτής ἐξεπλάγη. Διατάχθηκε ἡ φυλάκισίς του. Στίς ἀνακρίσεις πού ἔγιναν ὁ Νεκτάριος ὡμολογοῦσε τήν πίστι του καί ἐξέφρασε σταθερά τήν ἀπόφασί του νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Καμμιά ἀπειλή, κανένα βασανιστήριο, κανένα φόβητρο δέν μπόρεσε νά τόν κλονίση.
Τέλος στίς 11 Ἰουλίου 1820, ἕνα ἔτος πρίν ἀπ” τήν ἑλληνική ἐπανάστασι, ὁ Νεκτάριος ὡδηγήθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί ἀποκεφαλίστηκε.
Ἕνας ὁδηγός καμήλων μάρτυρας.
Πηγή: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ