ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ
ΜΑΡΙΑΣ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ
«Οἱ καμπάνες ἀνοίγουν ἀψηλά, μ' ἀκοῦς Ἕνα πέρασμα βαθὺ νὰ περάσω Περιμένουν οἱ ἄγγελοι μὲ κεριὰ Καὶ νεκρώσιμους ψαλμοὺς Πουθενὰ δὲν πάω, μ' ἀκοῦς Ἤ κι οἱ δυὸ μαζὶ ἤ κανείς, μ' ἀκοῦς»
Αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ πάρει μαζί του ἤτανε ἡ ποιητικὴ ψυχή του μ' αὐτὴ τὴ συνείδηση τῆς ἐγκοσμιότητας ποὺ ἔζησε. Ἦταν ἡ Μνήμη του ἡ ποιητικὴ καὶ ὁραματικὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν ἀνθρώπινη περιπέτειά του μέσα ἀπὸ λέξεις μαγεία τῆς ποίησης, λέξεις κωδικοὺς τῶν μυστικῶν τοῦ κόσμου, λέξεις κλειδιὰ γιὰ τὴν ἐκπόρθηση τοῦ Ἀγνώστου -αὐτοῦ τοῦ Ἀγνώστου ποὺ τόσο τυράγνησε τὴ σκέψη του σὲ ὅλο τὸ μάκρος τῆς ζωῆς του καὶ ἦταν ἡ πηγὴ τῆς βαθιᾶς «ἀγιάτρευτης νοσταλγίας του».
Σὲ ὅλη του τὴ ζωή περιδιάβηκε γυμνὸς καὶ ὀδυνόμενος τὰ ὑπερβατικὰ τοπία τῆς ποίησής του, ἀναζητώντας μιὰ Λάμψη ἀπὸ τὸ χαμένο παράδεισο ποὺ ἡ ψυχή του μὲ τὸ «λίγο τοῦ ὅρκου» διαφύλαξε σὰν οὐρανικὴ μνήμη στὴν ἐγκόσμια περιπλάνησή της.
Σήμερα βρίσκεται ὁ ἴδιος στὴ Λάμψη καὶ στὴ Γνώση τὴν ὑπερβατική. Σήμερα ποὺ ἔχει πιὰ περάσει τὸν «βαθὺ Κεραμεικό», τὸ «βαθὺ πέρασμα», ποὺ οἱ «καμπάνες ἀνοίγουν ἀψηλά». Καί, σίγουρα, πρὶν μπεῖ στὸ μεγάλο ταξίδι του, ἦρθε γυμνὴ καὶ ὡραία ἡ ψυχή του σὰν αἰγαιοπελαγίτικη αὔρα καὶ φίλησε τὴ θάλασσα τοῦ Αἰγαίου, φίλησε τὴ γαλανὴ ἀγαπημένη γῆ τῆς πατρίδας του, νὰ πάρει σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ νὰ διαβεῖ τὸν «πόντο τὸ γλαυκὸ κι ἀτελεύτητο», ὅπου φυσάει, φυσάει ὁ ἄνεμος τοῦ Ἀγνώστου.
Ἁπλώνω τὸ χέρι καὶ τὸν ἀποχαιρετῶ. Κι ἀντὶ γιὰ δάκρυ, προφέρω τὸ στίχο του:
Φυσάει, φυσάει καὶ λιγοστεύει ὁ κόσμος. Φυσάει, Φυσάει καὶ μεγαλώνει ὁ ἄλλος· ὁ θάνατος ὁ πόντος ὁ γλαυκὸς κι ἀτέλευτητος Ὁ θάνατος ὁ ἥλιος ὁ χωρὶς βασιλέματα.
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔφυγε καὶ μᾶς ἄφησε πλούσιους καὶ ὡραίους, ἔτσι ὅπως μόνον ὁ Ποιητὴς ἔχει τὴν εὐλογία νὰ τὸ κάνει. Μᾶς ἔδωσε μιὰ καινούργια Ἑλλάδα καθαρή, μιὰ πατρίδα ποὺ λάμπει μέσα σὲ τριῶν χιλιάδων χρόνων πετράδια θεϊκά, λόγια θεϊκά, μέσα σὲ τριῶν χιλιάδων χρόνων ἑλληνικὸ θαῦμα, ἔτσι ὅπως μόνον ὁ Ποιητὴς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει.
Ὅταν ἔγραψα τὸ βιβλίο μου «Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Ἕνα Ὅραμα τοῦ Κόσμου», αἰσθάνθηκα πώς, μέσα ἀπὸ τὴν περιδιάβασή μου στὴν ποίησή του, βγῆκα πιὸ πλούσια, αἰσθάνθηκα πὼς εἶχα μυηθεῖ στὰ μυστικὰ τοῦ κόσμου, ἔτσι ὅπως μόνον ἡ δική του ποιητικὴ ὅραση ἤξερε ν' ἀνοίγει τοὺς δρόμους στὴ σκέψη. Αὐτὸν τὸν πλοῦτο μᾶς ἄφησε φεύγοντας, τὴ δυνατότητα νὰ μυηθοῦμε στὴν ὀμορφιά, τὴ δυνατότητα νὰ δοῦμε τὸν κόσμο μ' ἕνα καινούργιο τρόπο.
Ὅμως, καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ ποίησή του, μᾶς ἄφησε καὶ τὸ μέτρο ἑνὸς ὑψηλοῦ ἤθους. Τὸ ἧθος ποὺ ὁ ἴδιος, ὡς πολίτης τῆς Χώρας μας, ὡς πολίτης τοῦ κόσμου, διαφύλαξε ἀχάραγο.
Καὶ τώρα ὁ Ἐλύτης ὡς Μυστικός.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ μυστικισμὸ σημαίνει πὼς πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὶς πηγὲς τῆς ἐσωτερικῆς γνώσης, τὶς πηγὲς τῶν ὁραματισμῶν ποὺ ἀποκαλύπτουν.
Συμβαίνει νὰ εἶμαι μιὰ ἀπὸ τὶς μελετήτριες τοῦ ἔργου τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, ποὺ εἶδε τὴν ποίησή του ἀπὸ τὴ μυστικιστική της πλευρά, καὶ εἶδε τὸν ἴδιο τὸν ποιητὴ ὡς ἕνα Μυστικό.
Καὶ μπορῶ νὰ πῶ πὼς εἶναι μιὰ ὀπτικὴ ποὺ ὁ ἴδιος τότε, λίγο μετὰ τὴ βράβευσή του μὲ τὸ Νόμπελ, εἶχε ἀποδεχτεῖ καὶ μὲ ἐνθάρρυνε νὰ προχωρήσω.
Μύηση εἶναι ἡ μυστικὴ γνώση. Ἡ γνώση ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ ἐσωτερικὴ ἄσκηση, μὲ διαίσθηση, μὲ ἐνόραση. Καὶ ὄχι ἡ γνώση τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἡ ἐξωτερική.
Ἔτσι, ἀναζητᾶμε τὶς ἀλήθειες ποὺ κρύβουν τὰ Μυστήρια τοῦ κόσμου ἀπὸ μιὰν ἄλλη ὁδό.
«Τοῦτο δέ ἐστιν ἀνάμνησις ἐκείνων, ἄ ποτ' εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ» (Ὅλα αὐτὰ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἀνάμνηση ἐκείνων ποὺ κάποτε γνώρισε ἡ ψυχή μας, ὅταν συμπορευόταν μὲ τὸ θεό), εἶπε ὁ Πλάτωνας στὸ Φαῖδρο.
Ἂν ἤθελα νὰ δώσω τὸ πρόσωπο τοῦ Ἐλύτη, θὰ διάλεγα τὸ στίχο τοῦ Ἐμπεδοκλῆ «Καὶ ἐγὼ νῦν εἰμὶ φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης» (Καὶ ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι τώρα, φυγάς, δραπέτης ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀλήτης), ὅταν «ἀλήτης» ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ ἐξόριστου ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ περιπλανώμενου ἐγκόσμια. «Ἐγὼ ἡ δραπέτις τ' οὐρανοῦ», λέει ἡ Μαρία Νεφέλη. Κι ὁ ποιητὴς ὁ ἴδιος ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του «ἐξόριστο». «Ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;»
Γιατὶ ἡ ζωή μας ὅλη, πιστεύω, δὲν εἶναι παρὰ μιὰ περιπλάνηση ἀνάμεσα στὸν πόνο τὸν κοσμικὸ καὶ στὴ Μνήμη τὴν ὑπερβατικὴ τῆς χαμένης οὐρανικῆς πατρίδας.
Ὅταν ἔγραφα τὸ βιβλίο μου γιὰ τὸν Ἐλύτη, ἐπικοινώνησα μὲ τὴν ποίησή του διαισθητικὰ καὶ ἐνορατικά. Γιατί, γιὰ νὰ ἀναλύσεις σωστὰ ἕνα ἔργο, πρέπει νὰ λειτουργήσεις στὰ ἴδια ἐπίπεδα καὶ βάθη. Ἔτσι, ὁ ἀποσυμβολισμὸς τῶν χρησμικῶν φθόγγων του ἦταν γιὰ μένα, πρίν ἀπ' ὅλα, μιὰ ἀναζήτηση μέσα μου. Ἀναζητώντας τὸ δικό του ὅραμα, ἀναζητοῦσα πρῶτα τὸ δικό μου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογία μιᾶς μεγάλης ποίησης, ἡ προσφορά της, νὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ βροῦμε τὸ δικό μας ὅραμα καὶ τὴ δική μας διαίσθηση γιὰ τὸν κόσμο.
Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶμε σ' ἕνα ἔργο εἶναι νὰ βροῦμε μέσα ἀπ' αὐτὸ τὴ δική μας θέση, τὴ δική μας διαίσθηση, τὴν ὑπαρξιακή, τὴ μεταφυσική, τὴν ἀνθρώπινη - πρὶν ἤ παράλληλα μὲ τὴν αἰσθητική.
Οἱ Μυστικοί μας λένε ὅτι, μέσα στὰ κύτταρά μας κουβαλᾶμε ἀπὸ προϋπάρξεις μας κάποιες παράξενες ἐγγραφές. Σ' αὐτὲς εἶναι ἐγχαραγμένη ὅλη ἡ γνώση καὶ ἡ σοφία. Ὅλα τὰ θαύματα καὶ τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου. Κι ἀκόμα, πὼς ἀπ' αὐτὲς τὶς προφητικὲς «ἐγγραφὲς» ἀναδύονται οἱ ἀ ν α γ γ ε λ ι ε ς ὄχι μόνο γιὰ τὸν κόσμο τοῦ δικοῦ μας καιροῦ - ἀφοῦ εἴμαστε τοῦ σύμπαντος.
Οἱ βιολόγοι μᾶς λένε πὼς μέσα στὰ κύτταρά μας ὑπάρχει μιὰ νόηση αὐτο-ὕπαρκτη. Μιὰ νοητικὴ λειτουργία. Ἕνας ἐγκέφαλος πυρήνας νοητικός. Καὶ εἶπαν ἀκόμα πὼς ἡ φθορὰ εἶναι μιὰ συνέπεια τῆς λειτουργικότητας αὐτῆς τῆς παράξενης νόησης.
Ὁ Πλάτωνας μᾶς εἶπε πὼς τὴν ἰδέα τοῦ κάλλους ἡ ψυχὴ τὴν ἔχει μέσα της «φύσει», γιατὶ προτοῦ γεννηθεῖ γνώρισε τὶς ἀθάνατες ἰδέες. Καὶ εἶπε ἀκόμα πὼς ἡ γνώση τοῦ κόσμου δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀναδυόμενη ἀ ν α μ ν η σ η.
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης λέει στὸ «Ἄξιον Ἐστί», ὅταν ἡ Μνήμη ἦρθε κι ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸ λίκνο του:
Ἐντολή σου, εἶπε, αὐτὸς ὁ κόσμος Καὶ γραμμένος μὲς στὰ σπλάχνα σου εἶναι Διάβασε καὶ προσπάθησε
Στὴν περιοχὴ τοῦ Μυστηρίου, οἱ πιὸ παράλογες συσχετίσεις δημιουργοῦν τὴ διαλεκτικὴ μιᾶς γνώσης, ποὺ μὲ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀμφισβητήσει ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας.
Κι ἀφοῦ ἡ ποίηση τοῦ Ἐλύτη λειτούργησε στὴν περιοχὴ τοῦ Μυστηρίου, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἀποσυμβολίσει παρὰ μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἴδιου τοῦ μυστηρίου ποὺ ἡ διαίσθηση ἀποκαλύπτει.
Καὶ ὅταν μᾶς λέει:
Ὅ,τι νὰ δεῖς - καλῶς τὸ βλέπεις ἀρκεῖ νά 'ναι ἀναγγελία
μοὺ δίνει ὅλη τὴ βεβαιότητα πὼς ἡ ἀναγγελία αὐτὴ εἶναι χρησμική. Πὼς ἔρχεται κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὶς ἀ ν α γ γ ε λ ί ε ς ποὺ εἶναι ἐγχαραγμένες στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας (ἀπὸ τὴ σ υ ν - ε ἴ δ η σ η τοῦ Εἶναι).
Ἐκεῖ, στὴν περιοχὴ τοῦ Μυστηρίου, ἀναζήτησα τὶς ἀλήθειες τοῦ ποιητῆ. Γιατὶ πιστεύω πὼς στὴν ποίησή του λειτούργησε σὰν ἕνας νέος Μύστης. Κι ἀκόμα γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλᾶ μέσα του τὶς ἴδιες μυστικὲς ἀλήθειες, τὴν ἴδια δυνατότητα ἀποκάλυψης.
Ἡ βαθιὰ ἀγωνία τοῦ Ποιητῆ, ἡ ὑπαρξιακὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἦταν νὰ ὁραματιστεῖ τὸ Ἄδηλο καὶ τὸ Ἀσύλληπτο, τὸ ἄφθαρτο, ποὺ κλείνουν οἱ ἐπάλληλοι κύκλοι ἑνὸς σύμπαντος ποὺ καταυγάζει στὸν κόσμο μας μικρὲς ἀστραπὲς τῆς ἀλήθειας του. Αὐτὴ τὴ μικρὴ ἀστραπὴ ἀναζήτησε, τὴ λάμψη.
Ἐγὼ ποὺ ἀδάκρυτος ὑπέμεινα τὴν ὀρφάνια τῆς λάμψης ὦ καιροί, δὲ συγχωρῶ,
λέει σ' ἕνα στίχο του. Καὶ ἀλλού: «Γιὰ μιὰ λαμπερὴ στιγμὴ κυριολεκτικὰ πουλήθηκα».
Καὶ μ' αὑτὴ τὴν ὀπτική, ἡ ἑλληνικότητα τοῦ Ἐλύτη δὲν εἶναι μόνον οἱ ἑλληνικὲς ἀκρογιαλιὲς καὶ τὸ Αἰγαῖο. Γιὰ τὸν Ἐλύτη, καθετὶ ἑλληνικὸ ἔχει τὴν ἀπόσταση τῶν τριῶν χιλιάδων χρόνων. Καὶ ἡ Ἑλλάδα τῆς ποίησής του δὲν εἶναι ἐπίπεδη. Εἶναι τὸ βάθος καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐνάντια στὸν μηδενισμὸ τῆς δυτικῆς διανόησης.
Οἱ δύο τελευταῖες ποιητικές του συλλογὲς (πρὶν ἀπὸ τὴν τελείως τελευταία) -«Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ἀθέατου Ἀπριλίου» καὶ τὰ «Ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας»- εἶναι ἡ πιὸ συγκλονιστικὴ στιγμὴ τῆς ποίησής του. Εἶναι ἡ ὕστατη τραγικὴ κραυγὴ καθώς, ἀπεκδυόμενος τὴν ἐγκοσμιότητά του, ἀντιμετωπίζει τὸ ἀναπότρεπτο κοσμικὸ «τέλος».
Ἔχοντας ἡ ἴδια βιώσει τόσο ἀπόλυτα τὴν πορεία τῆς ποίησής του, τὴν ἀναζήτηση τῆς ὑπερβατικῆς ἀλήθειας, τὴν ἀγωνία τοῦ ἀγνώστου, βρῆκα σὲ τούτη τὴν τελευταία του ποίηση αἷμα τὰ σημάδια τῆς ἀγωνίας του. «Κεῖθε περνάω καὶ πάω -ποῦ ξέρεις- γιὰ μιὰ κοιλιὰ γλυκύτερη ἀπὸ τὴν πατρίδα», λέει.
Ποιός ξέρει; Μπορεῖ ἐκείνη ἡ ἄλλη διάσταση, ὁ ἄλλος Καιρός, νὰ εἶναι μιὰ πατρίδα γλυκύτερη ἀπὸ τὴν ὑλικότητα τοῦ κόσμου. Γλυκύτερη ἀπὸ τὴν ποιότητα καὶ τὴν πυκνότητα τῆς δικῆς μας ὑπόστασης.
Βρῆκα πὼς ὁ κάθε στίχος εἶναι καὶ μιὰ τραγικὴ ἀναφορὰ ποὺ παλιρροεῖ στὶς ὑπαρξιακὲς πηγὲς τῆς πρώτης του ποίησης. Μιὰ πορεία νόησης, ἐνόρασης, διείσδυσης, λάμψης, ποὺ πυρπολήθηκε στὸ μάκρος τῆς ζωῆς του.
Ἀπεκδυόμενος τὴν ὑλικότητα τοῦ κόσμου, ἔφτασε στὴν ἐσωτερικὴ λάμψη. Ἔφτασε στὸν ἀπόλυτο πόνο. Γιατί, ἡ νεότητα, οἱ ἀναμνήσεις, ὁ ἔρωτας, εἶναι ταυτόσημα μὲ τὴν κοσμικὴ «ὑλικότητα», ποὺ ἀποχωρίζεται.
Ἐκεῖνος ὁραματίστηκε τὸ «βαθὺ πέρασμα». Καὶ ἔχοντας ζήσει μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μ' αὐτὴ τὴν «ἄγνωστη» ψυχή του -ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ- τὴν πηγὴ τῶν χρησμῶν του, μ' αὐτὴ τὴ θεϊκὴ λάμψη, ποὺ μέσα της πόνεσε ἀναζητώντας μιὰν ἄλλη ἀλήθεια, δὲν θέλει νὰ τὴν ἀποχωριστεῖ. Θέλει νὰ περάσει μ α ζ ὶ στὸν Ἄλλον Καιρό. Στὸν ἄλλον κύκλο τῆς ὕπαρξης.
Σ' ἄλλη γῆ, σ' ἄλλο ἀστέρι, μ' ἀκοῦς Δὲν ὑπάρχει τὸ χῶμα, δὲν ὑπάρχει ὁ ἀέρας Ποὺ ἀγγίξαμε ὁ ἴδιος, μ' ἀκοῦς.
λέει.
Σ' ἄλλη γῆ, σ' ἄλλο ἀστέρι, ἐκεῖ ποὺ θὰ μεταναστεύσει ἡ ψυχή, σὰν τὸ λαβωμένο πουλί, τὸ δαρμένο ἀπὸ ἀνέμους ἄγνωστους, κλείνοντας τὴν πονεμένη ἄβυσσο τῆς γέννησής της καὶ τὴν ἐγκόσμιας περιπλάνησης, ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχει σίγουρα τὸ ἴδιο χῶμα καὶ ὁ ἴδιος ἀέρας, ἡ πυκνότητα καὶ ἡ ποιότητα τοῦ δικοῦ μας καιροῦ.
Πιστεύω πὼς εἶναι ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους στίχους, ἀπὸ τὰ ὡραιότερα μεταφυσικὰ ὁράματα, ποὺ διεγείρουν καὶ πονοῦν ὅλα τὰ κύτταρα τῆς Ψυχῆς, καθὼς τὴν ἀνασύρουν ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη νὰ ὁραματιστεῖ τὴν ἀλήθεια της. Νὰ ἀντικρύσει τὸ «βαθὺ πέρασμα» τῆς μεταλλαγῆς της σὲ φῶς. Τῆς ἀπαλλαγῆς της ἀπὸ τὸ κοσμικὸ ἔνδυμα, ποὺ τὴ βύθισε στὸ σκότος τῆς ὕλης.
Κι ὕστερα, στὰ «Ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας» ἡ ποίησή του βαθαίνει ἀκόμα πιὸ πολὺ μέσα στὸ θάνατο, λέξεις καὶ εἰκόνες τραχιὲς σὰν φαγωμένες ἀπὸ τὴν ἁρμύρα τῆς θάλασσας. «Ἄγρια θάλασσα χτυπιέται πάνω μου», λέει. Κι ἀλλοῦ: «Θάλασσα πεινασμένη ποὺ ὁρμάει νὰ φάει μαράζι».
Ὁλόκληρη ἡ ποίηση τῶν Ἐλεγείων εἶναι ἡ ζωή μας βυθισμένη μέσα στὸ Ἄγνωστο, -σὰν τὸ θαλασσόβραχο τῆς Ἀστυπάλαιας, τὴν Ὀξώπετρα ποὺ εἶναι βυθισμένη σ' ἓνα Ἄγνωστο ποὺ τὸ εἶπαν Ὕπνο ἤ Θάνατο, τὸ εἶπαν Ὄνειρο ἄλλης ζωῆς, κι ἀκόμα, τὸ εἶπαν ἄβυσσο καὶ οὐρανικὴ Μνήμη.
Πιστεύω πὼς ἡ ποίηση τῶν Ἐλεγείων ἀπαντᾶ στὸ Φωτόδεντρο. Τόση συνέπεια ἔχει ὁ λόγος, ποὺ δὲν γίνεται νὰ μὴ βρεῖς τὶς ἀναφορές.
Στὸ Φωτόδεντρο εἶχε εἰσχωρήσει μὲ τὴ δύναμη τῆς ποιητικῆς του ἐνόρασης στὸν ὑπερβατικὸ κόσμο καὶ τὸν περιέγραφε. Ἦταν γεμάτος λάμψεις καὶ νερὰ μιλητικὰ τοῦ Παραδείσου. Ἐδῶ, στὰ Ἐλεγεῖα, ἔχει καὶ πάλι εἰσχωρήσει στὴν ἴδια περιοχὴ τοῦ Ἀγνώστου, ὅμως τὴν ὀνομάζει θάνατο. Ἕνας θάνατος-θάλασσα ποὺ τὸν περιβάλλει ἐξουσιαστικὰ καὶ κατατρώει τὴ βυθισμένη Ὀξώπετρα.
Εἶναι σαφὴς ἡ εἰκόνα τῆς Ὀξώπετρας, ὁμοίωση τοῦ Ποιητῆ, ποὺ θὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βάθη της κι ὁ ἑαυτός του ὁ ἄγνωστος θὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ.
Ὥσπου κάποτε, ὁ βυθὸς μ' ὅλο του τὸ πλαγκτὸν κατάφωτο Θ' ἀναστραφεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου
λέει. Καὶ βιώνοντας τὸ πυρπολημένο τοπίο τῆς ποίησής του ἤ τὸν πυρπολημένο ἀπὸ τὰ χρόνια ἑαυτό του, λέει ἀκόμα, καθὼς ὁραματίζεται τὸ θάνατό του:
Μονομιᾶς ἀνάβουν τὰ κεριὰ σ' ὅλα τὰ μανουάλια Ὕστερα ὅλοι ἀκολουθοῦν. Πατημασιὲς ἐπάνω στὰ βρεμένα φύλλα Ἐπειδὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τοὺς τάφους.
Ἔτσι ὁραματίστηκε τὸ θάνατό του:
Στέκω μὲ τὸ δεξί μου χέρι στὴν καρδιὰ Πίσω μου δύο ἤ τρία κηροπήγια.
Ὅμως γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ποτὲ δὲν πέθανε. Ὑψώθηκε μέσα στὶς ψυχές μας καὶ καταλάμπει τὸ στερέωμα μὲ τὴ θεϊκὴ ποίησή του.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ Χώρα ποὺ γεννάει τοὺς μεγάλους ποιητές. Καὶ εἶναι ἡ Χώρα ποὺ ξαναγεννιέται αἰώνια μέσα ἀπὸ τὸ λόγο τους. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶται ποτὲ κανένα θάνατο.
Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 1674-1675, 1997
Ἑλληνων Φῶς
"Τίς ὁ ἀληθής κύριος τοῦ τόπου; Ὁ ἄνθρωπος. Ἐν τῆ
παρουσία τοῦ ἡγεμόνος τούτου ἡ μέν Θεότης παραχωρεῖ
τά πρεσβεῖα τεταραγμένη, ὁ δέ ποιητής ἀποκαλύπτεται.
Καιρός λυτήριος ἐπέστη."