Οἱ δυὸ φτωχοί (Γεώργιος Δροσίνης)
'Σὲ μιὰ γωνιὰ περαστικὴ
Γέρος φτωχὸς εἶχε καθίσει.
Κόσμος, πολὺς περνᾷ ἀπὸ 'κεῖ,
Καὶ ἴσως θὰ τὸν ἐλεήσῃ
Καμμιὰ ψυχή, ποῦ ἔχει μάθει
Νὰ συμπονῇ τὰ ξένα πάθη.
'Σὲ 'λίγο ὅλος προσοχὴ
Ἔφερ' ἐκεῖ τὰ βήματά του
Κι' ἄλλος φτωχὸς. - Τὸν δυστυχῆ!
Μὲ ὅλη τὴ νεότητά του
'Σ τὸ φῶς του ἔχει μαύρη σκέπη...
Εἶναι τυφλός, τυφλός· δὲν βλέπει!
Ἄχ! τί ζευγάρι θλιβερό·
Τὰ νειάτα τὰ δυστυχισμένα
Κι ἀπὸ τὸν ἄγριο καιρὸ
Τὰ γηρατειὰ τὰ μαραμμένα
Βλέπει ἐκεῖ ὅποιος περνάει
Νὰ ζητιανεύουν πλάϊ, πλάϊ.
Ὅμως καθεῖς τὰ γηρατειὰ
Τὰ χιονοσκέπαστα λυπᾶται,
'Σ τὸν γέρο ῥίχνουν μιὰ ματιά
Καὶ ἐλεοῦνε οἱ διαβάται.
Καὶ οὔτε ἕνας τους δὲ δίνει
Εἰς τὸν τυφλὸ ἐλεημοσύνη.
Μὲ πονεμένη τὴν καρδιὰ
Ἀνασηκόνεται νά πάῃ...
Ἂχ! θὰ περάσῇ τὴ βραδειὰ
Καὶ σήμερα χωρίς νὰ φάῃ...
-Αὐτὸ τοὺς ἄλλους τί πειράζει;-
Καὶ ὁ τυφλὸς ἀναστενάζει.
Μὰ ἔξαφνα κάποιος ζητᾷ
Μὲσ' τὴν παλάμη νὰ τοῦ δώσῃ
Χρήματα 'λίγα, μ' ἀρκετά,
"Ἕνα ψωμὶ γιὰ νὰ πληρώσῃ:
«- Σοῦ εὔχετ' ἡ φτωχὴ καρδιά μου
Τιμαὶς καὶ δόξαις, ἄρχοντά μου!»
Εἶπεν ἐκεῖνος, ἐπειδή
Τυφλὸς ποὺ ἦτον, δὲν 'μποροῦσε
Μὲ δάκρυα χαρᾶς νὰ 'δῇ
Πῶς 'σπλαγχνικὰ τὸν ἐλεοῦσε
Ὁ γέρος-ἐλεῶντας πάλι
Καθὼς τὸν ἐλεῆσαν ἄλλοι...
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΕΣΤΙΑ Τεύχος 307 (Έτος ΣΤ΄) 1881
Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς