Οι ελληνικές διάλεκτοι κι ο πλούτος της γλωσσικής ποικιλομορφίας τους

theof3

του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Μιλώντας τις τελευταίες ημέρες για την γλώσσα μας και για την ανάγκη να υπερασπίσουμε τον πλούτο και τη δομή της από τον κίνδυνο της ελληνόφωνης υπουργοποιημένης νέας τάξης, πρέπει να επισημανθεί και κάτι ακόμα.

Της ίδιας ανάγκης προστασίας χρήζουν σε εσωτερικό επίπεδο αυτή την φορά, οι εντός κι εκτός της ελληνικής επικράτειας τοπικές διάλεκτοι της ελληνικής, οι οποίες κινδυνεύουν να χαθούν.

Είναι όλες αυτές οι ντοπολαλιές, που είναι επί της ουσίας οι διαφορετικοί τρόποι έκφρασης της γλώσσας και οι οποίες συνθέτουν το μεγάλο γλωσσικό σώμα του λαού μας. Αυτό που το εμπλουτίζουν με ηχοχρώματα και μέσω των ιδιαίτερων λέξεων φανερώνουν τις διαφορετικές ή κοινές αντιλήψεις των μετεχόντων στην ίδια γλώσσα, που καθορίζονται από περιβαλλοντικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και αίτια.

Όλες αυτές οι διάλεκτοι μαζί συγκροτούν την από αιώνων ελληνική γλώσσα κι όχι η επίσημη, η επεξεργασμένη πρωτευουσιάνικη νεοελληνική του αθηναϊκού κράτους. Ενός δυτικοτραφούς κράτους 180 ετών, το οποίο προκειμένου να επιβάλει την λόγια κι αστική εκδοχή μιας κρατικής πανελλήνιας γλώσσας, στην ουσία υπονόμευσε την γλωσσική ποικιλομορφία, εκμηδενίζοντας και καταπολεμώντας την στη συνείδηση του λαού. Και το έκανε με απαξιωτικό και υπεροπτικό τρόπο, αποκαλώντας τη δημώδη γλώσσα «χωριάτικα», «βλάχικα» κλπ, υπονοώντας τους ομιλούντες αυτήν ως «καθυστερημένους» επαρχιώτες και απαίδευτους. Ας μην ξεχνούμε όμως, ότι τα αριστουργήματα της μεταβυζαντινής λογοτεχνίας μας, είναι γραμμένα όλα σε τοπικό δημώδες ύφος, γεγονός που δεν τα εμπόδισε από το να είναι υψηλής ποιότητας έργα και φέρνω ως παράδειγμα τον Β. Κορνάρο, τον Γ. Χορτάτση κ.ά. Αυτές οι διάλεκτοι είναι ένας θησαυρός της ελληνικής πολυπολιτισμικότητας. Διότι έτσι κι αλλιώς, πολυπολιτισμικοί είμαστε ως Έλληνες και δεν έχουμε ανάγκη από τον εισαγόμενο και κακώς εννοούμενο ως «πολυπολιτισμό», ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο πολυφυλετισμός.

dialect

Αν αυτές οι διάλεκτοι χαθούν στο όνομα της σύνθεσης και της ομοιογένειας, όπως ακριβώς επιχειρεί σε διεθνές επίπεδο η νέα τάξη για πολλές τοπικές γλώσσες, τότε θα είναι σαν να χάθηκε το οικογενειακό μας άλμπουμ. Τον περασμένο αιώνα χάθηκαν για πάντα μερικές χιλιάδες γλώσσες και διάλεκτοι που ομιλούνταν από μικρές πληθυσμιακές ομάδες κι αυτό θα πρέπει να μας προβληματίζει ιδιαίτερα σε ότι αφορά την δική μας γλώσσα. Μπορεί το πρόβλημα να μην έχει ακόμα για εμάς το χαρακτήρα του άμεσου κινδύνου, αλλά και μόνο το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα μιλιέται από λίγα μόνο εκατομμύρια ανθρώπων, θα έπρεπε να μας είχε κάνει πολύ προσεκτικούς. Διότι αυτό αφορά το γλωσσικό εργαστήριο της πνευματικής μας κληρονομιάς, όπου διασώζονται αρχαίες λέξεις και φράσεις και όπου διαφαίνεται η ιστορική διαδρομή μας. Πριν από χρόνια σε ένα νησί των Κυκλάδων, είχα ακούσει από μια γριούλα τη φράση «Θα σας νεστορέψω», καθώς μας αποχαιρετούσε. Όταν την ρωτήσαμε τι σημαίνει αυτό, μας είχε απαντήσει ότι πάει να πει «θα σας ονειρεύομαι». Είναι σαφές βέβαια, πως το τοπικό «ρήμα» της γριούλας που παρέλαβε από τους γονείς της, είχε σχέση με τον σοφό Νέστορα κι ίσως η έκφραση αυτή να έλκει την αιτία της στην λαϊκή αντίληψη για την ιδιαίτερη προσωπικότητα του ομηρικού ήρωα. Ελπίζω, πως η έκφραση αυτή η τόσο ποιητική, δεν πέθανε μαζί με την γριούλα.

Θα πρέπει, φυσικά, να πούμε, ότι άλλο πράγμα είναι η μόρφωση του ομιλούντα κι άλλο είναι το ηχόχρωμα και ο τρόπος της φωνής του. Η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να συγχέεται με το προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα του εκπαιδευόμενου. Ούτε είναι κακό βέβαια, η εκπαίδευση να βασίζεται σε μια κοινή για όλους και λόγια γλώσσα. Κακό είναι, όμως, εξαιτίας αυτού του επίσημου γλωσσικού ύφους να χαθεί η υπόλοιπη γλωσσική ποικιλομορφία. Πρέπει, λοιπόν, να υπεραμυνθούμε των διαλέκτων αυτών, ο καθένας στον τόπο του και να ενθαρρύνονται οι νέοι να τις χρησιμοποιούν.

Για να συνεχίσουν να ακούγονται τα ελληνικά με τον χαρακτηριστικό κρητικό τρόπο, τα ηπειρώτικα, τα επτανησιακά, τα κυπριακά, τα τσακώνικα. Για να μπορούμε να ξεχωρίζουμε τον Λαμιώτη, τον Πόντιο και τον Μακεδόνα με το παχύ προφερόμενο «λάμδα» κι όλες αυτές τις όμορφες ιδιαιτερότητες του γλωσσικού μας πλούτου και κληρονομιάς. Όποιος θέλει, μπορεί βέβαια να χρησιμοποιεί κατά περίσταση το ιδίωμα του. Έχω για παράδειγμα έναν φίλο, που όταν πηγαίνει στον τόπο καταγωγής του στην Κρήτη μιλάει κρητικά, ενώ όταν είναι στην Αθήνα μιλάει αθηναϊκα. Περνάει πολύ καλύτερα έτσι.

Και να μην ξεχνάμε το βασικό. Πως η «σύνθεση» και η «πρόοδος» δεν είναι φετίχ, ούτε είναι απαραίτητα καλή, είτε κακή. Και ο Φρανκεστάϊν προϊόν σύνθεσης ήταν....



Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *