Οἱ ἤρωες τῶν ὀχυρῶν, Χρ. Ζαλοκώστα
Ὁ ἄρχοντας, ποὺ ξεπερνάει ὅλους τοὺς ἄλλους, ὁ ἥλιος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τ’ οὐρανοῦ, στάθηκε μιὰ στιγμὴ ἐκεῖ. Τέτοια ὥρα, μεσημέρι, ἐγκατέλειψαν οἱ φαντάροι τὰ ὀχυρά. Οἱ Γερμανοὶ τοὺς ἄφησαν νὰ φύγουν μὲ τὸν ὁπλισμό τους, μόνοι, ὡς τὶς Σέρρες, ὅπου θὰ περίμεναν διαταγές.
῾Η συνοδεία τους κατηφόριζε τὶς χωματοπλαγιὲς τοῦ Ροῦπελ ἀμίλητη, βαδίζοντας ἀργά. Ὅποιος τοὺς ἔβλεπε, δὲ θὰ φανταζόταν ποτὲ ὅτι αὐτὸ τ’ ἀσκέρι εἶχε νικήσει ἕναν ἀγώνα τόσο ἄνισο σὲ σιδερικά. Ἡ κατάντια τους φανερωνόταν ἀπὸ τὸ ρουχισμό τους, ἀπὸ τὰ λερὰ πρόσωπα. ῾Η ἰδέα πὼς εἶναι ταπεινωμένοι, δὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ μυαλὸ τους. ῎Εκαναν πιστὰ τὸ καθῆκον τους, μὰ τοῦτο δὲν ἀρκεῖ. Ἡ τύχη τοὺς εἶχε ἀδικήσει, μὲ τὸ νὰ τοὺς πάρη μέσ’ ἀπὸ τὰ χέρια τὴ νίκη.
Ὅλο τὸ χειμώνα ὀνειρεύονταν τὴ λαμπράδα τοῦ πολέμου, κι ὅταν τὸν γνώρισαν στὸ ἄναμμα τῆς μάχης, τὸν ἀγάπησαν, καθὼς τοὺς ἐρέθιζε καὶ τοὺς συνέπαιρνε. Ὅσο τοὺς ζεματοῦσε ἡ φωτιά, τόσο τὴν ὀρέγονταν καὶ νὰ φύγουν δὲν ἤθελαν ἀπὸ κοντά της σὰν πεταλοῦδες. Γι’ αὐτὸ τώρα περπατοῦν πρὸς τὰ ἐμπρὸς κι ὅλο πίσω στρέφουν τὰ βλέμματά τους καὶ κοντοστέκονται νὰ ξαναδοῦν τὰ ὀχυρά. Ἀναλογίζονται τοὺς σκοτωμένους συντρόφους, ποὺ μόλις πρόφτασαν νὰ τοὺς θάψουν βιαστικά, καὶ ποὺ θὰ ἔμεναν ἄκλαυτοι.
Ἅμα μιὰ γερμανικὴ διμοιρία, ἀπὸ εὐγένεια, τοὺς προσπερνάει μὲ βῆμα παράτας, αὐτοὶ μόλις τὴν ἀντιχαιρετοῦνε, γιατὶ ἀκοῦν ἀπὸ μακριὰ σάλπιγγες νὰ ἠχοῦνε χαρούμενα κι ἀντικρίζουν ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ κατεβαίνη ἡ ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ ὀρθώνεται ἡ σ β ά σ τ ι κ α*.
Αὐτὸ τὸ θέαμα κάνει τὴν πονεμένη τους καρδιὰ νὰ μὴ χωράη ἄλλον καημό.
Βαριόθυμοι, ὡς εἶναι, σκέπτονται καὶ τὰ χωριά τους, ποὺ σύντομα θὰ δουλωθοῦν. Πίσω ἀπὸ χιτλερικὸ δράκο μαντεύουν νὰ παραφυλᾶνε λυσσασμένες ὕαινες, οἱ Βούλγαροι, βιαστὲς καὶ τύραννοι τοῦ ῾Ελληνισμοῦ ὅταν τὸν βροῦνε ἄοπλο.
Καθὼς πορεύονται πρὸς τὶς Σέρρες, βλέπουν σ’ ἕνα λοφάκι μαζεμένους φαντάρους καὶ καπνὸ ν’ ἀνεμίζεται στὸν καθάριον οὐρανό. ᾽Επειδὴ ἡ κοινὴ δυστυχία ἀδερφώνει τοὺς ἀνθρώπους, τραβᾶ ἡ φάλαγγα ὁλοΐσια πρὸς τὸν ὅμιλο ἐκεῖνο.
Ἐκεῖ γύρω στὴ φωτιὰ εἶναι συγκεντρωμένο ἕνα τμῆμα τοῦ 26ου συντάγματος, αὐτοῦ ποὺ κατὰ τὴ μάχη ὑπεραστιζόταν τὸ Λύσσε, ὡς πεζικὸ ἐπιφανείας, κι εἶχε μαδήσει μιὰ μεραρχία ἀλπίνων, ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ ξεκολλήση ἀπὸ τὶς θέσεις του. Νά ὁ διοικητὴς τοῦ 26ου περιστοιχισμένος ἀπὸ τοὺς βαθμοφόρους. Νά ὁ ἀρχιμανδρίτης, ποὺ βάζει τὰ ἱερὰ ἄμφια.
- Θὰ λειτουργηθοῦμε, εἰκάζει κάποιος κι ἡ ἰδέα πὼς θὰ κοινωνήσουν μὲ τὰ θεῖα τοὺς παρηγορεῖ. Βγάζουν τὰ πηλήκιά τους, σταυροκοπιοῦνται κι ἀκοῦν μὲ κατάνυξη τὶς εὐχές, ποὺ ἀρχίζει νὰ ψέλνη ὁ παπάς. Ὕστερα προβάλλει στὸ κέντρο ὁ ὑπασπιστής, κρατώντας τὴ σημαία τοῦ συντάγματος τυλιγμένη στὸ μαῦρο μουσαμά της. Τὴν ξεσκεπάζει καὶ τὴν ἀφήνει ἐλεύθερη στὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι, ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ τὴν ξεδιπλώση κανονικά, γιατ’ εἶναι ράκος, ἀτίμητο μνημεῖο δοξασμένων ἀγώνων. Αὐτὴ εἶναι ἡ σημαία, ποὺ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1922, ὅταν τὸ 26ο σύνταγμα κυκλώθηκε στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀλὶ-Βερὰν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴν ἅρπαξε ὁ γενναῖος συνταγματάρχης Καλιαγκάκης καὶ παρασύροντας τοὺς λεβέντες του σὲ παράφορη ἔξοδο, κατόρθωσε νὰ σπάση τὸν κλοιὸ καὶ νὰ σώση τὸ σύνταγμά του, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἐπιζήση, γιατί, ὅπως ἡ σημαία του, ἔτσι κι αὐτὸς εἶχε κατατρυπηθῆ ἀπὸ σφαῖρες καὶ ξεψύχησε κρατώντας στὰ χέρια του αὐτὸ τὸ κουρελιασμένο πανί.
- Προσοχή! διατάζει ὁ διοικητής.
Οἱ φαντάροι τεντώνουν τὰ κορμιά τους, οἱ ἀξιωματικοὶ κάνουν τὸ σχῆμα. Ὁ ὑπασπιστὴς τότε κατεβάζει τὸ ἱερὸ λάβαρο στὴ φωτιά, ἐνῶ ὁ παπὰς εὐλογεῖ αὐτὸν τὸν περήφανο πολεμικὸ ὁδηγό. Τὸ μεταξωτὸ πανὶ ἀργεῖ ν’ ἀποκαῆ, γίνεται στάχτη σιγά, πολὺ σιγά. Τὸ θέαμα τῆς γαλανόλευκης ποὺ ἐξαφανίζεται, κάνει τοὺς παρόντες νὰ ριγήσουν. Οὔτ᾽ ἕνας ἀξιωματικὸς δὲν ἔμεινε ἀδάκρυτος. Οἱ φαντάροι, σὰν ἀντικρίζουν τοὺς φρουράρχους των, ψημένους πολεμιστές, νὰ κλαῖνε, τοὺς θαυμάζουν ἀκόμα περισσότερο καὶ ξεσπᾶν τὰ στόματά τους σὲ λυγμοὺς κι ἀναφιλητά. Τὸ κλάμα τους ἔχει μεγαλοπρέπεια, γιατ’
εἶναι ὁμαδικό. Μὰ τὸ διακόπτει ὁ ἀρχιμανδρίτης.
- Σηκῶστε τὸ χέρι νὰ ὁρκιστῆτε! τοὺς λέει.
Τὸν ὑπακοῦν κι ἐκεῖνος ἀρχίζει:
- Ὁρκίζομαι...
- Ὁρκίζομαι! λένε ὅλοι μαζί.
- Ὅτι δὲ θὰ ἡσυχάσω...
-῞Οτι δὲ θὰ ἡσυχάσω!...
- Ὅτι θὰ δώσω τὸ αἷμα μου...
- Ὅτι θὰ δώσω τὸ αἷμα μου!...
- Γιὰ νὰ ἐλευθερώσω τὴν πατρίδα...
- Γιὰ νὰ λευθερώσω τὴν πατρίδα!... βροντοφωνοῦν ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες.
Ὁ ὅρκος αὐτὸς φουσκώνει ἀπὸ νέα ὄνειρα τὶς στενεμένες καρδιὲς τους κι ὅταν ξαναπαίρνουν τὸν δρόμο τῶν Σερρῶν, αἰσθάνονται σὰ ζωογονημένοι. Τώρα ἔχει βρῆ πάλι σκοπὸ ἡ ζωή τους.
«Ροῦπελ» 1945, Χρήστος Π.Ζαλοκώστας
*σβάστικα, ἡ - διακοσμητικὸν εἰς σχῆμα ἀγκυλωτοῦ σταυροῦ˙ σημαία τῆς χιτλερικῆς Γερμανίας.
Πηγή: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1966)
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς