Οι ημιμαθείς πολιτικοί «ηγέτες» ως δείκτης κοινωνικής παιδείας

ΟΕΔΒ

Σωτήρης Αμάραντος

Η ποιότητα της παιδείας μιας κοινωνίας είναι η αντανάκλαση του πνεύματος των πολιτικών της ηγετών. Το αντίστροφο δεν ισχύει και ίσως φανεί στο τέλος του άρθρου το γιατί. Θέλοντας να ασκήσουν την κυριαρχία τους στη χώρα των τυφλών ως μονόφθαλμοι, οι πολιτικοί αρχηγοί ερωτοτροπούν με υψηλές φιλοσοφικές έννοιες και εκφράσεις, τις οποίες όμως αγνοούν, όπως ο παπαγάλος τη λέξη «καλησπέρα» στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Η συνθηματολογική και κενή σε περιεχόμενο διακίνηση εννοιών όπως: «διάκριση των εξουσιών» ή «κοινωνικό συμβόλαιο» στοχεύει στη συναισθηματική διέγερση παρά στη διάνοιξη ενός πλαισίου για δημιουργικό προβληματισμό έναντι της άρθρωσης του πολιτικού πεδίου. Ακόμη όμως κι αν τις κατανοούσαν, η προοπτική της ιδεολογικής τους τοποθέτησης δεν μπορεί παρά να μεθερμηνεύσει ολιγαρχικά τους όρους αυτούς.

Έτσι το αίτημα για τη «διάκριση των εξουσιών» (την οποία ο Μοντεσκιέ δανείζεται από τον Αριστοτέλη) δεν συνιστά παρά ένα ενδοσυστημικό αντίβαρο των ήδη συγκροτημένων ολιγαρχικών εξουσιών, στον βαθμό που οι φορείς της υποτιθέμενης λαϊκής κυριαρχίας μένουν εκτός της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, εξασφαλίζοντας έτσι τον περιορισμό της εκτελεστικής ή καλύτερα της κυβερνητικής εξουσίας, στις σχέσεις της με τη νομοθετική και τη δικαστική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ανακατανομή της ισχύος μεταξύ των ομάδων που νέμονται τις εξουσίες του έθνους-κράτους, ένα εσωτερικό παιχνίδι δύναμης των ελίτ. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνεται η κυβερνητική εξουσία και άρα το όφελος είναι σημαντικό γι΄ αυτούς που την υφίστανται και συγκεκριμένα ότι η κυβερνωμένη κοινωνία θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να εκμεταλλευτεί τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των εξουσιαστικών ελίτ. Οριακά και συγκυριακά ίσως κάτι τέτοιο να είναι δυνατό, κατά κανόνα όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συγκρούσεις αυτές διέπονται και οριοθετούνται από την αρχή της μη διασάλευσης της τάξης πραγμάτων, η οποία καθιστά δυνατή την κυριαρχία των ελίτ συνολικά, ώστε στη συνέχεια να κονταροχτυπιούνται για τη νομή αυτής της κυριαρχίας.

Από την άλλη ό όρος «κοινωνικό συμβόλαιο» κάτω από την ίδια ιδεολογική αναφορά που χωρίζει μια κοινωνία στα δύο, δηλαδή σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, ορίζεται ως θεμελιώδης εκχώρηση της ελευθερίας των πολλών στην εξουσία των ολίγων, με αντάλλαγμα ορισμένα δικαιώματα, δηλαδή ειδικές ρυθμίσεις νομικού χαρακτήρα που επιχειρούν να μετριάσουν την αυθαιρεσία της εξουσίας έναντι των υπηκόων της. Ο πολίτης γίνεται υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων, ενώ η εξουσία πέραν των βασικών της δράσεων, χρεώνεται επιπροσθέτως με τις αρμοδιότητές της διαφύλαξης αυτών των δικαιωμάτων. Βέβαια, εδώ το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ό,τι το ένα μέρος των συμβαλλομένων, δηλαδή η εξουσία, γίνεται ταυτόχρονα και ελεγκτής της τήρησης του ίδιου συμβολαίου που «υπογράφει» με τους υπηκόους της. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ποτέ κατά του εαυτού του; Στην περίπτωσή μας γιατί να το πράξει αυτό η εκάστοτε εξουσία; Το αντεπιχείρημα το οποίο κομίζει η πλευρά των ελίτ, στην περίπτωση αυτή, βασίζεται στην παρουσίαση του θεσμού των εκλογών ως αντίμετρο μέσω της περιοδικής ανανέωσης του «κοινωνικού συμβολαίου», το οποίο υποτίθεται πως διασφαλίζει τον σωφρονισμό των εξουσιών στα συμφωνηθέντα. Επιχείρημα που καταρρίπτεται ευκόλως, διότι πρώτων οι εκλογές, όπως έχουμε αναπτύξει και αλλού, συνιστούν έναν «ανέντιμο πολιτικό συμβόλαιο» που ανανεώνει πλέον και σε περιοδική βάση τις ευκαιρίες αυθαιρεσίας της εξουσίας που προκύπτουν από το θεμελιώδες «κοινωνικό συμβόλαιο» και δεύτερον διότι το εκάστοτε σύστημα εξουσίας διαθέτει δομημένους μηχανισμούς, παραπλάνησης, επιβολής συλλογικής λήθης και τέλος κατέχει το μονοπώλιο της βίας και του νόμου.

Συμπερασματικά, όταν η αποκλειστική ευθύνη των εκπαιδευτικών, υγειονομικών, κατασταλτικών θεσμών, όπως και η διαχείριση της εσωτερικής διοίκησης του κράτους και της πολιτειακής οργάνωσης συνολικά ανήκουν σε μια ομάδα, έστω κι αν αυτή δεν είναι απολύτως ενιαία, μοιραία η ομάδα αυτή δίνει τον παλμό σε μια ολόκληρη συλλογικότητα που συνιστά το αντικείμενο των εξουσιαστικών της βλέψεων και ορέξεων. Θεωρητικά τουλάχιστον καθίσταται ουτοπική η αναζήτηση μεταρρυθμιστικών λύσεων εάν δεν ανατραπεί θεσμικά η ανισοβαρής σχέση υπέρ των ελίτ.



Πηγή: Ἀντιφωνικό Ἱστολόγιο, Το Πρελούδιο της Σκέψης

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *