Οι ξεχασμένοι Πατέρες μας...

Ηράκλειτος σε λεπτομέρεια της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ Πηγή: wikipedia.org

Ηράκλειτος σε λεπτομέρεια της
Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ
Πηγή: wikipedia.org

Η έννοια της ξενομανίας δεν εξαντλείται μόνο στο πλαίσια των υλικών, αλλά και των πνευματικών αγαθών.

Δεν είναι κατανοητό να αναζητάμε τη γνώση, τη σοφία και την αλήθεια του κόσμου μόνο σε ξένες βιβλιοθήκες, τη στιγμή που δεν έχουμε ποτέ ψάξει αν αυτή βρίσκεται δίπλα μας, στην οικογενειακή βιβλιοθήκη του σπιτιού μας.

Έχουμε ποτέ σκεφτεί ότι ο σοφός που αναζητούμε στα πέρατα του κόσμου ίσως είναι ο πατέρας μας;


Ηράκλειτος ο σκοτεινός

Χαραμής Χρήστος
Φυσικός

Το επόμενο κείμενο αποτελεί ένα ελάχιστο μέρος της διπλωματικής εργασία την οποία εκπόνησε ο Χρήστος Χαραμής (τότε φοιτητής μας) στο Τμήμα Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Οι νεότεροι γνωρίζουν ότι ο μεγάλος δρόμος της γνώσης αρχίζει από τα σκαλοπάτια του σπιτιού μας… Ας τους μιμηθούμε…

Ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος και σκοτεινός φιλόσοφος, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λεγόμενους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Γεννήθηκε στην Έφεσο το 544 π.Χ. από αριστοκρατική οικογένεια και κατά την εξηκοστή ένατη ολυμπιάδα (504 π.Χ.-501 π.Χ.) βρισκόταν στην ακμή της ηλικίας του. Απεβίωσε σε ηλικία εξήντα ετών το 484 π.Χ.

Η έρευνα του εαυτού μας

Στο διασωθέν απόσπασμα υπ’ αριθμόν 101 ο Πλούταρχος (Πρὸς Κολώτην 20, III8c) μας παραδίδει μια φράση του Ηρακλείτου, «ερεύνησα τον εαυτό μου». που αποτελεί το γνωσιολογικό υπόστρωμα των φιλοσοφικών του θεωριών. Το απόσπασμα αυτό εκφράζει τον πόθο να αναζητήσουμε και να πραγματοποιήσουμε το γνήσιο εαυτό μας.

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που συνέλαβαν την αξία της αυτογνωσίας. Στον πρόναο του ναού του Απόλλωνος στους Δελφούς, ήταν χαραγμένο το περίφημο δελφικό παράγγελμα « γνῶθι σ΄αὐτόν » που αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Τα δελφικά παραγγέλματα, 147 συνολικά, ήταν οι παρακαταθήκες που παρέδωσαν οι επτά σοφοί στις επερχόμενες γενιές για έναν ηθικό και έντιμο βίο. Ο Σωκράτης ερμήνευσε το «γνῶθι σε αὐτόν» ως το έναυσμα για μια πορεία αναζήτησης που ένας σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να ακολουθήσει προκειμένου να επιτύχει την αρετή. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως το ζήτημα της αυτογνωσίας κατείχε κυρίαρχη θέση στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Λέει χαρακτηριστικά ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche στο έργο του «πέρα από το καλό και το κακό»: «Το πρώτο πράγμα που θα παρατηρούσε ένας αρχαίος Έλληνας σε εμάς τους σημερινούς Ευρωπαίους, θα ήταν η μείωση του εαυτού μας. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το πράγμα δεν θα ήμασταν του γούστου του.»

Άλλο ένα βασικό σημείο της ελληνικής κοσμοθέασης, είναι πως ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Φύσης. Φύση για τους αρχαίου Έλληνες είναι η ολότητα των πάντων, την οποία συνέχουν ο Έρως, η Φιλία, η Δίκη, η Τάξη, το Μέτρο, η Αρμονία. Όλα αυτά αποτελούν συνιστώσες του λόγου, της ενοποιητικής δύναμης του σύμπαντος. Αυτή η ολότητα που μας περιέχει και μας αποκαλύπτεται δια μέσω του λόγου, αποτελεί και τον διδάσκαλο του ανθρώπου προς την ευδαιμονία. Αυτή ακριβώς την σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ ανθρώπου και Φύσης διαπίστωσε ο Ηράκλειτος από την έρευνα του εσωτερικού του κόσμου. Αναζητώντας το νόμο του μικρόκοσμου μέσα του, τον ανακάλυψε για δεύτερη φορά στον εξωτερικό κόσμο.

Χωρίς καμία επιφύλαξη μπορούμε να πούμε ότι ο Ηράκλειτος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που συνέδεσε τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο με την κοσμολογία. Μας δίδαξε ότι αν ο άνθρωπος γνώριζε και καταλάβαινε τον εαυτό του, θα γνώριζε και θα καταλάβαινε πώς λειτουργεί η Φύση. Και αντίστροφα, μελετώντας τους νόμους που διέπουν τον κόσμο, θα μάθαινε και θα καταλάβαινε τους νόμους που διέπουν τον ίδιο του τον εαυτό.

Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος είναι μια εικόνα του σύμπαντος. Δημιουργήθηκε από το ίδιο υλικό και από τους ίδιους νόμους που δημιούργησαν τον κόσμο. Εάν θέλει κάποιος να κατανοήσει τη Φύση γύρω του, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να κοιτάξει βαθιά μέσα στη ψυχή του. Και αυτό διότι στη ψυχή του ανθρώπου ενυπάρχει ο θεϊκός λόγος, ο συμπαντικός νους που ρυθμίζει τα πάντα με σοφία. Ο θεϊκός λόγος αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ ανθρώπου και Φύσης. Είτε κάποιος ψάξει βαθειά μέσα του για να βρει το είναι πίσω από το φαίνεσθαι του εγώ, είτε ψάξει γύρω του για να βρει το είναι πίσω από το φαίνεσθαι της Φύσης, το ίδιο είναι θα προσεγγίσει, τον θεϊκό λόγο που βρίσκεται στα πάντα. Η διαδικασία επομένως αναζητήσεως της αληθινής γνώσης, είναι διαδικασία πνευματική και δεν στηρίζεται στην πολυμάθεια. Με τη λογική σκέψη μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει το νόημα της ζωής, όχι με τη συσσώρευση γνώσεων.

Ωστόσο ο Ηράκλειτος είχε συναίσθηση της ελλειπτικότητας της ανθρώπινης γνώσης. Ερευνώντας τον εαυτό του διαπίστωσε ότι : «της ψυχής τα πέρατα, όσο και να βαδίζεις, δεν μπορείς να τα βρεις, ακόμα και αν ακολουθήσεις όλους τους δρόμους. Τόσο βαθύ λόγο έχει». (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, ΙΧ 7). Η ανθρώπινη γνώση και ύπαρξη προσκρούει σε αμετακίνητα όρια. Ο άνθρωπος είναι ένα ον πεπερασμένο και ημιτελές. Μόνο ο Θεός κατέχει την πλήρη γνώση και όλες τις τελειότητες. Αλλά οπωσδήποτε μέσα από αυτή την πνευματική αναζήτηση του εαυτού του και της Φύσης, ο άνθρωπος γίνεται σοφότερος και αποκτά νόημα σαν οντότητα.

Όσον αφορά τώρα τις αισθήσεις ως οδηγό για τη θέαση της αλήθειας, ο φιλόσοφος αναφέρει : «τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές. » ( ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, VII I26). Με τα λόγια αυτά ο Εφέσιος θέλει να μας δείξει ότι η όραση και η ακοή καθοδηγούνται από την ψυχική ενέργεια. Η ψυχική (νοητική) ενέργεια έχει προτεραιότητα έναντι της αισθησιακής. Ο ανθρώπινος νους αποτελεί μέρος του κοσμικού νου γι’ αυτό και υπερέχει των αισθήσεων.

Βέβαια ο Ηράκλειτος δεν αποκλείει εντελώς τα δεδομένα των αισθήσεων, κάτι που φαίνεται από τα αποσπάσματα 55 « όσα μπορεί κανείς να τα δει, να τα ακούσει, να τα μάθει, αυτά εγώ τα προτιμώ » (ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, Έλεγχος IX 9) και 101.α «τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αφτιά » (ΠΟΛΥΒΙΟΣ XII 27), αλλά αυτά έχουν αξία μόνο αν επεξεργαστούν από τον ορθό λόγο, από τον καθαρό νου, γι’ αυτό και λέει ότι είναι κακοί μάρτυρες τα μάτια και τα αφτιά για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, δηλαδή δεν έχουν καλλιεργημένο μυαλό. Οι αισθήσεις αποτελούν τα πρωταρχικά κανάλια επικοινωνίας με το λόγο, αλλά από εκεί και πέρα ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήσει τις πνευματικές του δυνάμεις για να τον κατανοήσει. Εν ολίγοις, η διαδικασία της γνώσης μπορεί να έχει ως αφετηρία την αίσθηση αλλά τα ανώτερα νοήματα συλλαμβάνονται μόνο από τη νόηση

Η ενότητα των αντιθέτων

Η ενότητα των αντιθέτων αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης του Εφεσίου. Όλες οι κοσμολογικές του θεωρίες αλλά και η ηθική του φιλοσοφία, στηρίχθηκε και αναπτύχθηκε στη βάση της νοητικής του σύλληψης ότι τα πάντα είναι ένα. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η ενότητα των αντίθετων αρχών αποτελεί την ταυτότητα του κόσμου και η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, αποτελεί το σκοπό της ζωής του. Την αναγνώριση μάλιστα της ενοποιητικής δομής του σύμπαντος ο Ηράκλειτος τη θεώρησε σοφία και όπως έχουμε αναφέρει αυτή αγωνίζεται να εκφράσει με ολόκληρο το έργο του. Πώς όμως γίνεται σε έναν κόσμο που πληρούται από αντιθέσεις και οι οποίες βρίσκονται σε ακατάπαυστο πόλεμο μεταξύ τους, να επικρατεί ενότητα; Σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε ο Ηράκλειτος για να διαμορφώσει τη θεωρία του περί της ενότητας των πάντων;

Πρώτα απ’ όλα θεώρησε, ότι τα αντίθετα αποτελούν ενότητα επειδή το ένα υπεισέρχεται στο άλλο. Το γεγονός ότι η μέρα περνάει στη νύχτα και η νύχτα στη μέρα, ότι ο χειμώνας διαδέχεται το καλοκαίρι και το καλοκαίρι το χειμώνα, ότι από τον πόλεμο οδηγούμαστε στην ειρήνη και από την ειρήνη στον πόλεμο, μας κάνει να μην αμφιβάλλουμε καθόλου για την ενότητα αυτών των αντιθέσεων. Σχετικό είναι επίσης το απόσπασμα 126: «τα ψυχρά ζεσταίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξερό υγραίνεται» (ΤΖΕΤΖΗΣ, σχολ. Εἰς εξήγησιν II. Σελ. 126 Herm). Ότι αυτή η αμοιβαία διαδοχή ήταν γι’ αυτόν απόδειξη ενότητας, φαίνεται ξεκάθαρα στο απ.88: «το ίδιο είναι το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο. Διότι αυτά, όταν μεταβληθούν είναι εκείνα, και αντίστροφα εκείνα όταν μεταβληθούν είναι αυτά» (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Παραμυθητικὸς πρὸς Ἀπολλώνιον IO. IO6e).

Δεύτερον, η σχετικότητα δύο αντίθετων καταστάσεων είναι ικανή απόδειξη ενότητας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το απ. 61: «η θάλασσα είναι νερό καθαρότατο και βρωμερότατο: για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους άποτο και ολέθριο» (ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX IO). Αλλά και το απ.9: « τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν τα άχυρα από το χρυσάφι· διότι για τα γαϊδούρια η τροφή είναι πιο ευχάριστη από το χρυσάφι» (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια. K 5 II76a 7.), με το απ.13: «τα γουρούνια ευχαριστιούνται πιο πολύ με βόρβορο παρά με καθαρό νερό» (ΚΛΗΜΗΣ, Στρωματεῖς. I 2). Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ ευχάριστου και δυσάρεστου, ωφέλιμου και βλαβερού. Οι έννοιες αυτές είναι σχετικές. Αυτό που είναι για τους ανθρώπους ανώφελο και επικίνδυνο, για κάποιους άλλους οργανισμούς είναι πηγή ζωής.

Τρίτον, ένα ακόμα στοιχείο που συμβάλλει στην ενότητα των αντιθέτων, είναι η σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Έτσι αν δεν υπήρχε αδικία δεν θα γνωρίζαμε τη Δίκη (απ.23 ΚΛΗΜΗΣ, Στρωματεῖς IV IO), και αν δεν υπήρχε αρρώστια, πείνα και κούραση, δεν θα ήταν πράγματα ευχάριστα και αγαθά η υγεία, το χόρτασμα και η ανάπαυση ( απ.111 ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ανθολόγιο I I77). Τα παραδείγματα επεκτείνονται σε όλα τα ζεύγη αντιθέτων. Γενικά για το θέμα της μεταξύ τους αλληλεξάρτησης, έχουμε να πούμε ότι το κάθε πράγμα είναι νοητό μόνο αν το συγκρίνουμε με το αντίθετό του. Μέσα από τη σύγκριση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε τη χρησιμότητά του, την αξία του, το ρόλο του και να προσδιορίσουμε τον ορισμό του. Το γεγονός αυτό συνιστά ενότητα.

Τέλος, υπάρχουν αντίθετα που είναι διαφορετικές του ίδιου πράγματος και αυτό τα κάνει ένα. Πιο συγκεκριμένα, στο απ.60 (ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX ΙΟ) αναφέρεται ότι ο δρόμος προς τα πάνω και ότι ο δρόμος προς τα κάτω είναι ένας και ο ίδιος, δηλαδή, ενώ το πάνω και το κάτω είναι φαινομενικά αντίθετα, στο βάθος τους είναι ένα. Χαρακτηριστικό είναι και το απ.59: « η διαδρομή του κοχλία του γναφείου είναι ευθεία και λοξή, και είναι η μία και η ίδια» (ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX ΙΟ). Ομοίως το απ.48: « το όνομα του τόξου είναι βίος (ζωή) αλλά το έργο του θάνατος» ( ETYM. GEN. Βίος). Αν δεχθούμε ότι το όνομα του τόξου είναι και χαρακτηριστικό του, τότε σε αυτό συγχωνεύονται δύο αντίθετα χαρακτηριστικά: η ζωή και ο θάνατος.

Ο Ηράκλειτος την ενότητα των αντιθέτων την εξέφρασε και με τον όρο αρμονία:

- « τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά και από τα αντίθετα γεννιέται η αρμονία » (απ.8 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια Θ 2 II55b 4).

- « δεν καταλαβαίνουν πως κάτι που έχει μέσα του αντίθετες τάσεις συμφωνεί με τον εαυτό του· αρμονία αντίθετων τάσεων όπως του τόξου και της λύρας » (απ.51 ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX 9).

Αν κοιτάξουμε ένα τεντωμένο τόξο, θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για ένα στατικό αντικείμενο που δεν παρουσιάζει καμία κίνηση. Ενώ όμως το τόξο φαίνεται ότι βρίσκεται σε πλήρη ηρεμία, στην πραγματικότητα μέσα του λαμβάνει χώρα ένας πόλεμος αντίθετων δυνάμεων, ανάμεσα στην χορδή και το ξύλο, που τελικά οδηγεί στην ισορροπία. Για τον Ηράκλειτο το τόξο και η λύρα συμβολίζουν ολόκληρο το σύμπαν, το οποίο χωρίς έναν τέτοιο συνεχή πόλεμο θα είχε αποσυντεθεί και εκμηδενισθεί. Ως εκ τούτου, η αρμονία του κόσμου είναι προϊόν της πάλης των αντίθετων δυνάμεων που ενυπάρχουν σε αυτόν.

Στη συνέχεια ο φιλόσοφος διακρίνει την αρμονία σε κρυμμένη και φανερή και ισχυρίζεται πως η κρυμμένη είναι πιο ισχυρή (απ.54 ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX 9). Η κρυφή αρμονία είναι η αρμονική διεργασία που συντελείται στο εσωτερικό της φύσης, και η φανερή το αρμονικό αποτέλεσμα που προκύπτει απ’ αυτήν τη διεργασία και παρουσιάζεται στην επιφάνεια της φύσης. Το ότι η κρυφή αρμονία είναι ανώτερη από τη φανερή έρχεται σε συμφωνία με το απ.123: « η φύση αγαπά να κρύβεται » (ΘΕΜΙΣΤΙΟΣ, Λόγοι 5 σελ.69). Με άλλα λόγια το νόημα και η ουσία του κόσμου, δεν μας αποκαλύπτεται ευθέως από τα φαινόμενα, αλλά πρέπει να διεισδύσουμε νοητικά σε αυτά για να αντικρύσουμε την αλήθεια.

Οι Θεολογικές πεποιθήσεις

Τη θεωρία του περί της ενότητας των πάντων, ο φιλόσοφος την επεξέτεινε περαιτέρω εμπλουτίζοντας τη διδασκαλία του και με θεολογικό περιεχόμενο. Στη διαπίστωσή του ότι στο σύμπαν επικρατεί ενότητα, στηρίχθηκε η αντίληψη που διαμόρφωσε για την έννοια του θεού. Για τον Ηράκλειτο ο θεός είναι η ενότητα των αντιθέτων: «ο θεός είναι μέρα νύχτα, χειμώνας καλοκαίρι, πόλεμος ειρήνη, χορτασμός πείνα. Αλλοιώνεται όπως η φωτιά, που όταν αναμιχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός » (απ.67, ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX ΙΟ).

Όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές του κόσμου βρίσκουν στο θεό την αρμονία τους και παύουν να είναι αντίθετες, όπως λανθασμένα τις θεωρούν οι άνθρωποι. Ο θεός είναι πόλεμος και αρμονία μαζί. Είναι το θεμέλιο και η λύση της αέναης αντιπαράθεσης των αντιθέτων, που για τους ανθρώπους παραμένουν πάντοτε αντίθετα και ποτέ δεν συμφιλιώνονται. Η θεότητα όμως, χωρίς να καταργεί τις αντιθέσεις, τις οδηγεί στην ενότητα. Δεν εμποδίζει δηλαδή τη μέρα να είναι μέρα και τη νύχτα να είναι νύχτα, απλώς η μέρα και η νύχτα είναι μία απ’ τις πολλαπλές της ενοποιημένες εκδηλώσεις. Ο θεός δεν είναι ένας απλός παρατηρητής των γεγονότων, αλλά βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Οι πολλαπλές του εκδηλώσεις και μεταλλαγές, δεν καταργούν την ουσία του. Αυτή είναι η ενότητα και η αρμονία του κόσμου που διατηρείται μέσα στην όλη πορεία του γίγνεσθαι.

Στο δεύτερο μέρος του αποσπάσματος, ο Ηράκλειτος εκφράζει τη λανθασμένη τακτική των ανθρώπων να δίνουν διαφορετικά ονόματα και ιδιότητες στη μία και μοναδική θεότητα, με την αλληγορία της φωτιάς και των αρωμάτων. Αν αναμείξουμε τη φωτιά με κάποιο άρωμα της επιλογής μας, θα πάρουμε το αποτέλεσμα που εμείς επιθυμούμε, μια φωτιά της αρεσκείας μας. Με τη φωτιά εννοείται ο θεός. Οι διάφορες θρησκείες δίνουν στο υπέρτατο ον διαφορετικά ονόματα και αναπτύσσουν διαφορετικές θεολογίες. Κάθε θρησκεία φέρνει το θεό στα δικά της μέτρα. Το ένα όμως, το μόνο σοφό ( Ἓν τὸ σοφὸν), και θέλει και δεν θέλει να ονομάζεται Δίας (απ. 32 ΚΛΗΜΗΣ, Στρωματεῖς V II6). Η θεότητα δηλαδή, δεν επηρεάζεται από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των ανθρώπων διότι είναι μία και μοναδική. Είναι η συμπαντική σοφία. Και ο άνθρωπος ανακαλύπτει τη συμπαντική σοφία μόνο όταν κατανοήσει ότι τα πάντα είναι ένα (απ.50 ΙΠΟΛΛΥΤΟΣ, Ἔλεγχος IX 9) και πως όλα κυβερνώνται μέσα απ’ όλα (απ.41 ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, IX I), που σημαίνει ότι στο σύμπαν τίποτα δεν είναι ανεξάρτητο και μεμονωμένο αλλά τα πάντα αλληλεπιδρούν και είναι ενωμένα με τα πάντα.

Μια απ’ τις εσφαλμένες αντιλήψεις των ανθρώπων για τον θεό, είναι αυτή του δημιουργού των πάντων. Για τον Ηράκλειτο όμως, ο θεός δεν δημιουργεί τίποτα αφού: «κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα». Πρέπει να κατανοήσουμε ότι το Ἓν τὸ σοφὸν δεν είναι ένας προσωποποιημένος και εξωκοσμικός παρατηρητής, που κουνάει το δάχτυλό του και δίνει εντολές, αλλά είναι το ενωτικό παιχνίδι που παίζεται εντός του κόσμου, ανάμεσα στις αντίθετες αρχές με τη μεταξύ τους αντιπαράθεση. Ένα παιχνίδι δίχως το οποίο ο κόσμος δεν θα ήταν ένα αρμονικό και συγκροτημένο σύνολο, αλλά σωρός από σκουπίδια πεταμένα εδώ και εκεί.

Θα αναρωτηθεί όμως κανείς, ότι αφού ο θεός είναι όλα τα αντίθετα, μαζί με το καλό θα είναι και κακό, μαζί με το δίκαιο θα είναι και άδικο. Αλλά είναι δυνατόν η συμπαντική σοφία να είναι κακή και άδικη; Αυτές οι διακρίσεις είναι κάτι το ανθρώπινο και δεν δεσμεύουν καθόλου το θεό. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που ορίζουν τί είναι καλό και τί κακό, τι δίκαιο και τι άδικο. Αντιθέτως: « για τον θεό είναι όλα καλά, αγαθά και δίκαια, οι άνθρωποι δε άλλα τα έχουν θεωρήσει ως δίκαια και άλλα ως άδικα » (απ.102 ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, εἰς Δ 4.).

Είναι ξεκάθαρο πως ο Ηράκλειτος είχε σχηματίσει μια δική του ξεχωριστή εικόνα για το θείο, εντελώς αποκομμένη απ’ τις αντιλήψεις των πολλών. Τη συνήθη πρακτική της εποχής του να προσεύχονται οι άνθρωποι σε είδωλα, την καταδίκασε λέγοντας για τους λάτρεις ότι: «ζητούν να εξαγνιστούν με καθαρμούς και μιαίνονται με άλλο αίμα (των αιματηρών θυσιών), σαν κάποιον που μπήκε στη λάσπη και προσπαθεί μετά να ξεπλυθεί με λάσπη. Τρελό θα τον νόμιζε όποιος θα τον έβλεπε να κάνει αυτή την πράξη. Και προσεύχονται σε αυτά τα αγάλματα, πράγμα που ισοδυναμεί με το να θέλει κανείς να μιλήσει στους τοίχους, χωρίς να ξέρει καθόλου τί είναι στην ουσία τους οι θεοί και οι ήρωες » (απ.5 ΑΡΙΣΤΟΚΡΙΤΟΣ, Θεοσοφία 68).

Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι ο φιλόσοφος θεώρησε την πίστη ως ικανό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων με το θεό. Γι’ αυτό προχωρεί στην παρατήρηση ότι: «τα περισσότερα από τα θεία πράγματα μας διαφεύγουν λόγω της απιστίας μας και δεν μας γίνονται γνωστά » (απ.86 ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Κοριολανός 38). Προειδοποιεί όμως, πως: « αν δεν ελπίζει κανείς δεν θα βρει το ανέλπιστο, εφόσον δεν θα υπάρχει έρευνα και δρόμος » ( απ.18 ΚΛΗΜΗΣ, Στρωματεῖς ΙΙ Ι7).

Η επαφή του ανθρώπου με το θεό είναι εφικτή μέσω της πίστης και της ελπίδας. Η πίστη δεν αντιτίθεται στη λογική, ούτε η διαισθητική γνώμη στη λογική γνώση. Μια θεσμοποιημένη πίστη όμως, περιορίζει τους ορίζοντες της ανθρώπινης σκέψης στην αναζήτηση της θεότητας. Η σύλληψη της θεότητας επιτυγχάνεται με τη δύναμη του νου και δεν έχει ανάγκη τις τυπικές τελετουργικές δοξασίες. Η πίστη και η ελπίδα πρέπει πάντα να συνοδεύουν τη λογική σκέψη σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της αναζήτησης του θείου. Η λογική σκέψη είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει ότι είναι ένα μέρος και όχι ένα τίποτα ή κάτι ξεχωριστό από το Όλο. Και από τη στιγμή που είναι κομμάτι του Όλου πρέπει να κατασβήσει την έπαρση και την ιδιοτέλεια που τον κυριεύει και να αγωνίζεται για την απόκτηση αρετών, όπως της δικαιοσύνης, του μέτρου και της ενότητας (αλληλεγγύης), ώστε να πλησιάσει τη συμπαντική σοφία.

Ωστόσο, η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει ίσος με το θεό είναι αδύνατη. « Ο άνθρωπος ονομάζεται από το θεό νήπιος, όπως ακριβώς το παιδί από τον άνδρα » και « αντίθετα με τη θεϊκή, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν στηρίζεται στη γνώση του μέτρου »(απ.79 και απ.78 ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Κατὰ Κέλσου VI I2). Η ανθρώπινη σοφία δεν πρόκειται ποτέ να φθάσει στο επίπεδο της θεϊκής και δεν μπορεί να είναι αληθινή, παρά μόνο όταν καταλάβει ότι είναι απλώς μέρος της συμπαντικής σοφίας. Εννοείται ότι στην όλη πορεία της πνευματικής αναζήτησης, ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιμένει ανταποδόσεις από το θεό. Η ανθρώπινη πίστη σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι συνάρτηση της θεϊκής εύνοιας.

Ο Ηράκλειτος με αυτές τις θεολογικές του πεποιθήσεις, είναι σαφές, πως ήταν από τους πρώτους φιλοσόφους που έκανε το πέρασμα απ’ τον πολυθεϊσμό στο μονοθεϊσμό. Απέρριψε τους ανθρωπόμορφους θεούς της λαϊκής θρησκείας, καθώς και τις τελετουργίες των πιστών που ζητούσαν τη θεϊκή εύνοια, και υποστήριξε ότι η θεότητα είναι μία και μοναδική και είναι η υπέρτατη σοφία

Η Ηθική Φιλοσοφία

Όπως και οι πολιτικές απόψεις, έτσι και η ηθική διδασκαλία του φιλοσόφου, έχει ως αφετηρία την αναγκαία της ανθρώπινης σκέψης με τον κοινό κοσμικό λόγο. Για να επιτευχθεί όμως αυτή η σύνδεση, πρέπει πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος να συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο σύμπαν. Να καταλάβει δηλαδή, πως δεν πρόκειται για ένα ον ξεχωριστό και μεμονωμένο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, που διαμορφώνει δικούς του νόμους και κανόνες, αλλά για μία ύπαρξη ενταγμένη μέσα στο κοσμικό γίγνεσθαι, που οφείλει να υπακούει στα ίδια μέτρα και στους ίδιους νόμους που ρυθμίζουν την κοσμική ροη. Αυτή η συμμόρφωση του ανθρώπου προς την συμπαντική νομοτέλεια, αποτελεί τον ύψιστο σκοπό της ζωής καθώς και τον οδηγό για την απόκτηση της ευδαιμονίας.

Οι ηθικές παραινέσεις του φιλοσόφου έχουν να κάνουν με την υπέρβαση τεσσάρων εμποδίων, τα οποία είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και δεν επιτρέπουν τη σύνδεση του ανθρώπου με την κοσμική λειτουργία.

Ένα απ’ αυτά είναι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος διαμορφώνει μια δική του ξεχωριστή αντίληψη για τη ζωή με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, και μάλιστα θεωρεί ότι η προσωπική του γνώμη εκφράζει και την αλήθεια. Για τον Ηράκλειτο όμως, η σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια, εξαρτάται από τη σχέση του με τον κοινό λόγο. Μόνο όποιος είναι σε θέση να κατανοήσει την κοινή λογική αρχή που διέπει τα πάντα, θα προσεγγίσει όλο και περισσότερο την αλήθεια και την αυθεντική σοφία. Σε αντίστοιχη διαπίστωση είχε προχωρήσει και ο Σωκράτης, ο οποίος επέμενε στο να επιδιώκουν οι άνθρωποι να δίνουν αντικειμενικούς και κοινά αποδεκτούς ορισμούς στις ηθικές έννοιες, ως αποτέλεσμα του ότι η λογική είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους και συνεπώς είναι εφικτός ο στόχος επίτευξης κοινά αποδεκτών ορισμών ( όπως της δικαιοσύνης, της αρετής, του αγαθού, κτλ). Άρα ως πρώτο εμπόδιο ορίζεται αυτό της ιδιωτικής σκέψης, της αποκομμένης απ’ τη λογική πραγματικότητα.

Δεύτερο εμπόδιο είναι το ατομικό συμφέρον. Το ατομικό συμφέρον γεννά αδικίες και η αδικία δεν συμβαδίζει με την κοσμική τάξη. Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι οι άνθρωποι που βαδίζουν σωστά δεν πρέπει να λησμονούν τους υπόλοιπους. Είναι αδύνατον κάποιος να γίνει μέλος της συμπαντικής ενότητας και αρμονίας, αν δεν έρθει πρώτα σε ενότητα με τους συνανθρώπους του, αποβάλλοντας την ιδιοτέλεια που τον διακατέχει.

Σημαντικό μειονέκτημα του ανθρώπου είναι και η έπαρση. Στο απ.43 (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ ΙΧ, 2) ο Ηράκλειτος αναφέρει ότι την ύβριν πρέπει κανείς να την σβήνει περισσότερο και από την πυρκαγιά. Ύβρις διαπράττει ο άνθρωπος, όταν λόγω αλαζονικής συμπεριφοράς, επιχειρεί την υπέρβαση των μέτρων. Η πράξη αυτή όμως έρχεται σε αντίθεση με την υποκείμενη σε απαράβατα μέτρα κοσμική λειτουργία.

Τελευταίο εμπόδιο αποτελούν οι σωματικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος έχει την εντύπωση ότι η ευτυχία είναι μια συνάρτηση που εξαρτάται απ’ την απόκτηση των υλικών αγαθών. Όσα πιο πολλά πράγματα έχουμε τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε, είναι η άποψη των πολλών. Ωστόσο κατά τον Ηράκλειτο: « αν η ευδαιμονία βρισκόταν στις υλικές απολαύσεις, τότε θα έπρεπε να πούμε ευτυχισμένα και τα βόδια όταν βρίσκουν να φάνε βόδι » (απ.4 ALBERTUS M., de veget. VI 40I σελ.545 Meyer). Ο φιλόσοφος δεν δέχεται ότι οι σωματικές απολαύσεις οδηγούν τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Η φιλοσοφική σκέψη, η οποία αναζητά τη γνώση του κόσμου, είναι η πιο σημαντική οδός που κάνει τον άνθρωπο ευτυχή. Τα υλικά πράγματα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, ενώ η πνευματική οδός της κατανόησης του κόσμου είναι μια ατέλειωτη διαδικασία μέσα απ’ την οποία ο άνθρωπος γίνεται σοφότερος.

Σε αντίθεση με τους πολλούς που αρκούνται στο να χορταίνουν σαν τα ζώα, υπάρχουν και οι άριστοι οι οποίοι προτιμούν την αιώνια δόξα των θνητών ( απ.29 ΚΛΗΜΗΣ, Στρωματεῖς V 60). Ο άνθρωπος που θυσιάζει στη ζωή του τους προσωπικούς χορτασμούς και αγωνίζεται για την απόκτηση αρετών, εξακολουθεί και μετά το θάνατό του να συμμετέχει στο συμπαντικό λόγο και έτσι παραμένει ζωντανός στη θύμηση των θνητών. Έτσι απονέμεται δικαιοσύνη.

Την μεγίστη των αρετών για τον φιλόσοφο αποτελεί η σωφροσύνη, καθώς η ορθή σκέψη συνδέει τον άνθρωπο με τον συμπαντικό λόγο. Όπως λέει το απ.112: « η σωφροσύνη αποτελεί μέγιστη αρετή, και σοφία είναι το να λέει κανείς την αλήθεια και να ενεργεί σύμφωνα με τη φύση, αφού την γνωρίσει » (ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Ανθολόγιο I I78). Το απόσπασμα αυτό βάζει τους πραγματικούς στόχους που κάθε άνθρωπος οφείλει να έχει τη ζωή του: να σκέπτεται με σωφροσύνη, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, γιατί μόνο έτσι θα γνωρίσει τη φύση η οποία είναι λογική, και αφού αποκτήσει επαρκή γνώση για τη φύση, να πράττει σύμφωνα με αυτήν και να λέει την αλήθεια. Αυτό είναι η πραγματική σοφία.

Και ενώ ο Ηράκλειτος αναγνωρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τις πνευματικές ικανότητες να σκέφτονται με σωφροσύνη, εντούτοις δεν παύει να κατηγορεί τους πολλούς για το ότι δεν αξιοποιούν αυτές τις δυνατότητες και γι’ αυτό μοιάζουν με κοιμισμένους που ζουν στο δικό τους κόσμο,απ.89: « για τους ξυπνητούς ο κόσμος είναι ένας και κοινός, ενώ ο καθένας απ’ τους κοιμισμένους καταφεύγει στο δικό του κόσμο » ( ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Περί δεισιδαιμονίας 3, 166c).

Ο ίδιος ο Ηράκλειτος ήταν η πραγμάτωση της ενότητας των αντιθέτων. Από τη μια στράφηκε εναντίον του πλήθους, από την άλλη ενδιαφέρθηκε να το κατευθύνει προς το σωστό δρόμο, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι κάνουν σφάλματα, όχι γιατί είναι πραγματικά κακοί, αλλά γιατί είναι ανόητοι, γιατί τους λείπει ο κοινός νους. Προς αυτή τη συμπαντική λογική, που είναι κοινή για όλους, ήθελε να στρέψει ο Εφέσιος σοφός τον άνθρωπο, γι’ αυτό και οι θεωρίες που ανέπτυξε δεν είναι καθαρά φυσικές θεωρίες, όπως των Μιλησίων στοχαστών, αλλά είναι μια προτροπή προς τον καθένα να ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ζωής μέσω της αναζήτησης της γνώσης, της κατανόησης της φύσης και της ενότητας των πάντων



Πηγή: Δρ Μάνος Δανέζης

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *