ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ζούμε σε καιρούς πρωτόγνωρους και αποκαλυπτικούς. Σε εποχή πλήρους πνευματικής σύγχυσης και κατάπτωσης. Σε καιρούς κατάρρευσης των παραδεδομένων αληθειών και την ανάδυση ενός αφάνταστου συγκρητισμού, όπου η αλήθεια αναμιγνύεται με την πλάνη, ώστε να μην υπάρχει πλέον αντικειμενική αλήθεια. Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για μας τους πιστούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, διότι η αλήθεια είναι για την πίστη μας, όχι μια αφηρημένη έννοια, η οποία υπόκειται σε κρίση και αλλαγές, αλλά ένσαρκη στο θεανδρικό πρόσωπο του Λυτρωτή μας Χριστού, την οποία διασώζει εν Πνεύματι Αγίω, η Εκκλησία μας (Ιωάν. 14:6). Και όταν λέμε Εκκλησία εννοούμε, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξη, η οποία μένει πιστή στην πίστη των αγίων Πατέρων.
Μία από τις πιο επικίνδυνες πνευματικές καταστάσεις της εποχής μας είναι ο λεγόμενος οικουμενισμός, ως ισχυρή τάση πνευματικής ενοποίησης του κόσμου, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία χρόνια. Στηρίζεται στο ιδεολόγημα, ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια στις επί μέρους πίστεις, αλλά ψήγματα αλήθειας και πως η αλήθεια θα πρέπει να αναζητηθεί στη συνένωση όλων των πίστεων σε μία! Για την ιστορία αναφέρουμε πως τα σπέρματα του οικουμενισμού ανάγονται στην λεγόμενη σχετικοκρατία των άθεων φιλοσόφων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Πρωτοστάτες σε αυτή την προσπάθεια ο παπισμός και ο προτεσταντισμός. Ο μεν πρώτος έντυσε με δογματικό μανδύα τον οικουμενισμό με την Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965). Ο δε δεύτερος δημιούργησε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, (1948), για να στεγάσει όλες τις «εκκλησίες», μηδέ εξαιρουμένης της Ορθοδοξίας. Απώτερος στόχος του οικουμενισμού είναι, αφού ενώσει τις χριστιανικές «εκκλησίες», να ενώσει και τις άλλες θρησκείες μαζί, σε ένα τερατώδες σχήμα, στην σχεδιαζόμενη εδώ και χρόνια πανθρησκεία! Το Βατικανό, ως πρωτεργάτης του οικουμενισμού, εγκαινίασε εδώ και χρόνια την ετήσια διαθρησκειακή συνάντηση της Ασίζης, η οποία κάθε χρόνο φέρνει όλο και πιο κοντά, για ένωση, τις πλέον ετερόκλητες πίστεις και θρησκείες του κόσμου!
Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού και πως ό, τι αυτοπροσδιορίζεται ως «εκκλησία» εκτός της Ορθοδοξίας, είναι πλάνη και αίρεση. Οπαπισμός, η πανσπερμία των πολυάριθμων προτεσταντικών ομάδων, οι αντιχαλκηδόνιοι κ.α. δεν είναι «εκκλησίες», αλλά θρησκευτικές ομάδες, αφού η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετη. Παρ’ όλα αυτά όμως ο οικουμενισμός, θεωρεί την Εκκλησία μας ως μια από τις πολλές «εκκλησίες», με«λειψή αλήθεια», με τις οποίες θέλει να μας ενώσει. Διετύπωσε μάλιστα και την άκρως βλάσφημη θεωρία «των κλάδων», ότι δήθεν όλες οι «εκκλησίες», μαζί και η Ορθοδοξία μας, συναποτελούν το «δένδρο της αόρατης εκκλησίας». Καθώς και την θεωρία περί «αοράτου εκκλησίας», την οποία αποτελούν όλοι οι βαπτισμένοι, ανεξάρτητα αν ανήκουν στην αληθινή Εκκλησία, ή στις αιρέσεις!
Άλλη σοβαρή κακόδοξη διδασκαλία η οποία προωθείται πυρετωδώς είναι αυτή της «διηρημένης εκκλησίας». Σύμφωνα με αυτή η Εκκλησία έχει διασπασθεί σε «εκκλησίες» και γι’ αυτό απαιτείται η «συγκόλλησή» της! Γι’ αυτό και κάνουν λόγο για «ένωση των εκκλησιών», η οποία είναι άγνωστη έννοια στους αγίους Πατέρες. Θέλουν όμως να λησμονούν το λόγο του Κυρίου ότι η Εκκλησία, όχι απλά δε διαιρείται, αλλά«πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ.16:18).
Στο ισοπεδωτικό άρμα του οικουμενισμού έχει προσδεθεί δυστυχώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Κληρικοί, καθηγητές και άλλοι «διανοούμενοι», έγιναν φανατικοί κήρυκες της προσέγγισης και ένωσης της Ορθοδοξίας με τις άλλες «εκκλησίες», χωρίς εκείνες να αποκηρύξουν απαραίτητα τις πλάνες τους. Ο οικουμενισμός έκαμε την εμφάνισή του στον ορθόδοξο χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα, με τις γνωστές εγκυκλίους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, α) του 1902 προς τους προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την ανάγκη προσεγγίσεως με τις άλλες «εκκλησίες» και β) του 1920, ως συνέχεια της προηγούμενης, αποκαλώντας αυτές «συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ»! Η δε συμμετοχή στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών επέτεινε την οικουμενιστική νοοτροπία πολλών ορθοδόξων, ώστε πια να θεωρείται «απόλυτος προορισμός» η ένωσή μας με την ετεροδοξία!
Ανησυχητικό χαρακτήρα έχουν πάρει τελευταία οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς, τους οποίους δέχονται πολλοί υψηλόβαθμοι κληρικοί μας, ως να ήταν ορθόδοξοι, σκανδαλίζοντας σφοδρά τον πιστό λαό μας.
Σύγχρονοι ορθόδοξοι Πατέρες και ομολογητές εκφράζουν την ανησυχία τους για την καταλυτική δράση του οικουμενισμού, όπως λ.χ. ο μεγάλος Σέρβος άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979), ο οποίος χαρακτήρισε και απόδειξε τον οικουμενισμό ως παναίρεση! Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος Πατέρας και Ομολογητής τόνισε χαρακτηριστικά πως «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίονάνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».
Ως συνειδητοί Ορθόδοξοι έχουμε, λοιπόν την υποχρέωση από την ομολογία μας στο Σύμβολο της Πίστεως, να διακηρύσσουμε ότι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι μία και αδιαίρετη, η Ορθοδοξία μας και να πάψουμε να αποκαλούμε ως «εκκλησίες» τις αιρετικές ομάδες, όποιες και αν είναι αυτές. Δεν θα πρέπει βεβαίως να είμαστε εναντίον των καλόπιστων και γόνιμων διαλόγων, αλλά κατά των εν πολλοίς απαράδεκτων ενδοτικών τάσεων και πρακτικών προς στους αιρετικούς και αλλοθρήσκους. Να έχουμε ως πρότυπα τους αγίους Πατέρες, των οποίων η αγάπη προς τους πλανεμένους δεν αναιρούσε τον απόλυτο σεβασμό τους στην αλήθεια της Εκκλησίας.
Μόνο που οι πολύχρονοι αυτοί διάλογοι έχουν κυριολεκτικά «βαλτώσει» εξαιτίας της αδιαλλαξίας και της απροθυμίας των αιρετικών «εκκλησιών», να αποβάλλουν τις πλάνες τους, να υιοθετήσουν την αλήθεια και να επανενταχτούν στην Μία αληθινή και αδιαίρετη Εκκλησία. Γι’ αυτό λοιπόν, συμφώνα και πάλι με τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιστς: «δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι' εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο. Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως “των Εκκλησιών”, περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις “σύσσωμος” του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου»!
Τελειώνοντας πρέπει να επισημάνουμε πως τον μόνο «οικουμενισμό», που θα πρέπει να αναγνωρίζουμε εμείς οι Ορθόδοξοι, είναι η οικουμενικότητα της Εκκλησίας μας, η οποία αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον συνθλίβει, προσφέροντάς του τη σώζουσα αλήθειά της, εν ελευθερία και αγάπη.
Πηγή: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ