ΩΡΑΙΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
Μὲ πράσινα φύλλα στολισμένη
Ἔρχεται μπροστά μου
Ἡ στιγμή
Ἐκείνη ὅπου βυθίζω τὸ κεφάλι
Ἡμέρα αὐγουστιάτικη
Ἡ θάλασσα ξυπνάει στὴν ἀπαλάμη
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει στὰ βουνὰ
Καὶ νὰ ἡ ἀγάπη κρύβεται στὴν πάχνη
Νὰ τὰ πουλιὰ ζυγώνουνε τὸν ὕπνο
Ἐγέννησαν τὰ ζᾶ σ' ὅλη τὴ φύση
Ἑφόρεσε ὁ ἔρωτας κορώνα
Καὶ νὰ παιδιὰ ποὺ εἶδαν τὴν εἰκόνα
Νὰ πρόβατα ποὺ μᾶς ἀκολουθᾶνε
Νὰ λαὸς ποὺ γέμισε τοὺς δρόμους
Ἐφούντωσαν ὅλων τὰ μυαλὰ
Ἐνίκησεν ἡ χαρὰ καὶ ξεχειλίζει
Φέρτε ποτήρια νὰ πιοῦμε στὴν ὑγειά σας
Ὡραῖοι καιροὶ ὡραιότατες παρθένες.
Πηγή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΧΑΡΑΣ, Ἐκδόσεις Ἰωλκὸς
Ἑλλήνων Φῶς