Παναγιώτης Ποταγός "Εις Έλλην"
Το Δεκέμβριο του 1865, ο πρώτος βασιλέας του Βελγίου Λεοπόλδος ο Α’, ο οποίος 35 χρόνια πριν είχε παραιτηθεί από τον Ελληνικό θρόνο, επειδή – σύμφωνα με τις απόψεις μεγάλης μερίδας ιστορικών – οι Τρείς Δυνάμεις δεν φάνηκαν πρόθυμες να ικανοποιήσουν τους όρους που έθεσε, πέθανε σε ηλικία 75 ετών, βυθίζοντας στο πένθος τον λαό του. Στο θρόνο ανήλθε ο γιός του Λεοπόλδος ο Β’, άνθρωπος με μεγαλεπήβολα σχέδια, αφού και πριν ακόμη από την άνοδο του στο θρόνο είχε διασχίσει την Αφρική, στην οποία ονειρεύτηκε μα δημιουργήσει μια αυτοκρατορία. Το 1876 ίδρυσε την Εθνική Εταιρεία του Κονγκό και το 1885 κατέστησε με τις προσπάθειες του δυνατή τη δημιουργία Ανεξάρτητου Κράτους του Κονγκό, που το 1908 έγινε βελγική αποικία.
Την περίοδο εκείνη ένας άγνωστος μέχρι τότε Έλληνας εξερευνητής, που λίγο καιρό πριν είχε επιστρέψει από τα βάθη της Αφρικής, προσπαθεί να κάνει γνωστά τα αποτελέσματα των περιηγήσεών του στην Ευρώπη. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις του έχουν γυρίσει την πλάτη αδιαφορώντας για τα επιτεύγματά του. Την ίδια αδιαφορία επιδεικνύουν και αρκετές ευρωπαϊκές γεωγραφικές εταιρείες. Τελικά, μετά από αγώνα μηνών, η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία ανταποκρίνεται στο αίτημα του να δημοσιευθεί περίληψη των περιηγήσεών του, αναγνωρίζει το μέγεθος της προσφοράς του και το παραβάλλει προς τις περιπέτειες των Αργοναυτών και τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα. Ο δαιμόνιος αιώνιος Έλληνας. Από τη μια μέρα στην άλλη, ο άσημος περιηγητής γίνεται διάσημος. Όλοι πια μιλούν για τον Γορτύνιο γιατρό Παναγιώτη Ποταγό και τα κατορθώματά του. Το όνομα του εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Σε κάποια από αυτές, την «Debat», διαβάζουμε: οι περιηγήσεις των Λίβινγκστον και Στάνλευ απέκτησαν όνομα. Μα την επιστημονική ωφέλεια είχε μονάχα η περιήγηση του Παναγιώτη Ποταγού». Κορυφαίες ξένες προσωπικότητες εκφράζονται με ενθουσιασμό για το πολύπτυχο έργο του. Ο εξερευνητής Ουζφάλβι αποκαλεί τις περιηγήσεις του Ποταγού «καταπληκτικά ταξίδια» και ο γραμματέας της Γαλλικής Γεωγραφικής Εταιρείας Κάρολος Μονουάρ χαρακτηρίζει το νού του, από τα τόσα που είχε δεί, «σωστό θησαυρό». Μεταξύ των θαυμαστών του και ο βασιλέας του Βελγίου, τότε πρόεδρος της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρείας. Τον προσκαλεί, τιμής ένεκεν, στις Βρυξέλλες για να υπογράψει στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών. Ήταν η μεγαλύτερη διάκριση με την οποίαν μπορούσε να τιμηθεί ένας εξερευνητής και, φυσικά, η μοναδική που δόθηκε ποτέ σε Έλληνα. Δέχεται την πρόσκληση με φανερή συγκίνηση. Πηγαίνει σιδηροδρομικώς στις Βρυξέλλες και την επομένη γίνεται δεκτός από τον άνακτα στον καλλιμάρμαρο «Οίκο του Βασιλέως», ένα αρχιτεκτόνημα γοτθικού ρυθμού, που ακόμη και σήμερα φαντάζει μεγαλόπρεπο στη Μεγάλη Πλατεία.
Ο Λεοπόλδος ήταν καθισμένος στον χρυσοποίκιλτο θρόνο του. Μόλις τον είδε, σηκώθηκε. Ο Ποταγός τον πλησίασε με το γνώριμο αργό του βήμα και υποκλίθηκε ελαφρά:
- Τα σέβη μου μεγαλειότατε, του είπε με υπερχειλίζουσα συγκίνηση. Η πρόταση σας με τιμά ιδιαίτερα. Στο πρόσωπό μου εκδηλώνεται σήμερα ο σεβασμός προς την πατρίδα μου.
- Αξιοσέβαστε κύριε Ποταγέ, πριν πάρω την απόφαση να σας προσκαλέσω, φρόντισα να πληροφορηθώ τα πάντα γύρω από το έργο και την προσωπικότητά σας. Σας διαβεβαιώ λοιπόν, ότι όσα έμαθα μου διήγειραν βαθύ αίσθημα σεβασμού και κατάπληξης για το ατρόμητο θάρρος, το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα σας και τη χαλύβδινη θέληση που επιδείξατε επί 15 ολόκληρα χρόνια, διασχίζοντας χώρες άγνωστες και εχθρικές, χάριν της επιστήμης. Αλλά και σαν άνθρωπος είστε υπόδειγμα άφθαστης αρετής και αυτοθυσίας, αληθινά σοφός, εγκρατής, πιστοποιώντας έτσι στην πράξη όλα τα γνωρίσματα του τέλειου άνδρα.
- Υπερβάλλετε μεγαλειότατε, του αποκρίθηκε με τη μυθώδη εκείνη ταπεινότητα που τον διέκρινε. Δεν έκανα παρά αυτό που νόμιζα σωστό, διαπνεόμενος από θερμή φιλοπατρία. Τίποτα περισσότερο.
Με τη συζήτηση, ο Λεοπόλδος συμπάθησε ακόμη πιο πολύ τον μετριόφρονα Αρκάδα γιατρό με τα ευγενικά αισθήματα και τους λιτούς τρόπους. Στο μεταξύ ο γραμματέας των ανακτόρων είχε προσκομίσει τη Χρυσή Βίβλο, που είχε ανοίξει ο πατέρας του.
- Παρακαλώ, περάστε, του είπε ευγενικά και του έδειξε την τράπεζα με τη Βίβλο και το μελανοδοχείο με τ’ ολόχρυσο φτερό.
Πλησίασε με έκδηλη ψυχική ταραχή. Η στιγμή ήταν ιερή. Ίσως η ιερότερη της ζωής του. Με χέρι που έτρεμε πήρε το φτερό και το βούτηξε στο μελανοδοχείο. Αλλ’ αντί να γράψει φαρδιά – πλατιά τ’ όνομά του και να περάσει έτσι στο πάνθεον των μεγάλων της ιστορίας των εξερευνήσεων, αρκέστηκε να χαράξει δυο λέξεις: Είς Έλλην, κληροδοτώντας με τον τρόπον αυτόν στην αγαπημένη του πατρίδα τη μοναδική εκείνη τιμή. Επρόκειτο για πράξη, στην οποίαν μονάχα ένας άνθρωπος με το ηθικό ανάστημα και τη μεγαλοψυχία του Ποταγού θα μπορούσε να προβεί.
Ο ιατροφιλόσοφος και εξερευνητής Παναγιώτης Ποταγός ή Πόταγας είδε το φως της ζωής στην πανέμορφη Βυτίνα της ορεινής Γορτυνίας τον Ιούλιο του 1839. Σε ηλικία μόλις έξι μηνών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε με προξενιό τον Στεμνιτσιώτη Θανάση Κανδρή, με τον οποίον απέκτησε άλλα επτά παιδιά.
Ολοκληρώνοντας τα εγκύκλια μαθήματα του στην Τρίπολη, έρχεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη σπουδή των νόμων και θα στραφεί προς την επιστήμη του Ιπποκράτη και του Γαληνού. Τελειώνει με άριστα και παίρνει υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Η σταδιοδρομία του προορίζεται λαμπρή. Θα μείνει εκεί περίπου έξι χρόνια, από το 1860 μέχρι το 1865. Στο διάστημα αυτό θα ξεχωρίσει μεταξύ των συμφοιτητών του για την ευρυμάθεια, την οξεία παρατηρητικότητα, τη μεθοδικότητα, την κριτική του σκέψη, το πείσμα του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. Οι καθηγητές του τον επαινούν, τον θαυμάζουν και γρήγορα του προτείνουν θέση σε μεγάλο νοσοκομείο των Παρισίων. Χωρίς να χάσει χρονιά ο νεαρός επιστήμονας τελειώνει με άριστα τις μεταπτυχιακές του σπουδές και ετοιμάζεται να γυρίσει πίσω.
Όμως τη χρονιά εκείνη η μάστιγα της χολέρας χτυπά την πόρτα της Ευρώπης. Η θανατηφόρος μέχρι τότε νόσος εξαπλώνεται και στο Παρίσι. Χιλιάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι ανυπεράσπιστοι άρρωστοι. Ο Ποταγός, ματαιώνει το ταξίδι του, επιστρέφει στο νοσοκομείο και ρίχνεται στη μάχη κατά του άγνωστου εχθρού. Οι σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις είναι ανεξάντλητες. Ακούραστος, προσφέρει τις υπηρεσίες του σε εκατοντάδες δεινοπαθούντες. Για μήνες η κατάσταση είναι απελπιστικά ανεξέλεγκτη. Όταν κάποτε η χολέρα υποχωρεί, αφήνει πίσω της τον όλεθρο. Το Παρίσι ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τον κανονικό του ρυθμό. Ο Ποταγός ετοιμάζει επιτέλους τις αποσκευές του για την πατρίδα. Προτού φύγει τον ειδοποιούν ότι η κυβέρνηση, μετά από προσωπική εντολή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Γ’, θέλει να τον τιμήσει για τις υπηρεσίες του. Έκπληκτος για την τιμή που του γίνεται, μεταβαίνει στην οικία του υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου Ευγενίου Ρουέ, στην οποίαν έχουν συγκεντρωθεί τα περισσότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και πολλοί εκ των καθηγητών του. Συγκινημένος ακούει από τα στόματα όλων ένα μεγάλο ευχαριστώ. Είναι η επιβράβευση του αλτρουιστικού του έργου και η πρώτη του διεθνής αναγνώριση.
Το 1866 επανέρχεται στην Ελλάδα και για περίπου ένα χρόνο ασκεί το λειτούργημα του γιατρού στο χωριό του πατριού του. Όμως ο τόπος δεν τον χωράει. Τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι στόχοι του είναι πολύ μεγαλύτερα. Η μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και της Ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας γενικότερα, παράλληλα με τα μαθήματα της ανατομίας, της φυσιολογίας και της χειρουργικής, ασκούν βαθειά επίδραση στο νεαρό Αρκάδα, που νιώθει τα στήθια του να φουσκώνουν από περηφάνεια, καθώς διαβάζει για τα κατορθώματα των Αργοναυτών, του Ηρακλέους, των ηρώων της Τροίας, του Οδυσσέα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αισθάνεται την καρδιά του να πάλλεται ζωηρά όταν μαθαίνει μέχρι που έφτασαν από ξηράς και θαλάσσης οι αρχαίοι του πρόγονοι. Μέσα του ζυμώνεται σιγά-σιγά η ιδέα ενός τολμηρού εξερευνητικού ταξιδιού στα πέρατα της οικουμένης, στα μέρη που άλλοτε κυριαρχούσε ο Ελληνισμός, που ακόμη και σήμερα είναι εμφανή τα χνάρια του που άφησε στο πέρασμά του ο πολιτισμός μας. Θέλει και αυτός να γνωρίσει από κοντά τις περιοχές στις οποίες έζησαν και μεγαλούργησαν οι Έλληνες. Να ξεσκεπάσει τα σύγχρονα τουρκικά, αραβικά, περσικά ονόματα πόλεων, ποταμών, λιμνών και ορέων, για να βρεί από κάτω την αρχαία Ελλάδα, το αθάνατο Ελληνικό πνεύμα, που εξακολουθεί να φωτίζει τους λαούς του κόσμου.
Μα, και οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τα πολιτικά πάθη, οι έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων, ο αδελφοσπαραγμός για την εξουσία, θα πρέπει να επηρέασαν ως ένα βαθμό την ευαίσθητη ψυχή του και να τον βοήθησαν να πάρει πιο γρήγορα τις οριστικές του αποφάσεις. Έτσι, με την πρόφαση ότι θέλει να πάει στην Αθήνα για να δεί τον βασιλέα Γεώργιο Α’ και τη βασίλισσα Όλγα, που γύριζαν παντρεμένοι από την αγία Πετρούπολη, αποχαιρέτησε ένα πρωινό τους γονείς του και τ’ αδέλφια του και αναχώρησε για την πρωτεύουσα. Κάποιους από αυτούς δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ.
Από τον Πειραιά πήγε ατμοπλοϊκώς στη Σύρο, από εκεί πέρασε στα παράλια της Μικράς Ασίας και τελικά με ατμοδρόμωνα κατέπλευσε στην Αλεξανδρέττα. Από την πόλη αυτή θα άρχιζε τη δεκαπεντάχρονη περιπέτειά του (1867-1883), ο σύγχρονος αυτός «Οδυσσέας της Ασίας και της Αφρικής». Στο διάστημα αυτό διέσχισε δυό φορές την ασιατική ήπειρο. Την πρώτη φορά το ταξίδι του διήρκεσε περίπου 10 χρόνια και τη δεύτερη ένα χρόνο και εισχώρησε στις άγνωστες και αφιλόξενες εκτάσεις του ισημερινού της αφρικανικής, πολύ πέρα από το σημείο που είχε φτάσει ο διαπρεπής Γερμανός εθνολόγος, βοτανικός και εξερευνητής Γιώργος Σβάινφουρτ.
Με οδηγό τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς Όμηρο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλούταρχο, Αρριανό, Πολύβιο, Στράβωνα και άλλους – αρχίζει την πορεία του προς ανατολάς. Μέσω Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν έφτασε μέχρι την Κίνα και τη σχεδόν εχθρική Μογγολία. Παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που συναντούσε – πότε αφόρητη ζέστη, πότε τσουχτερό κρύο, πότε πυκνές χιονοπτώσεις, κυρίως στην περιοχή των Ιμαλάϊων, πότε καταρρακτώδεις βροχές, πότε αδιάβατους φουσκωμένους από τα νερά ποταμούς – ο Ποταγός προχωρούσε αδιάκοπα. Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τον σταματήσει. Τίποτα, εκτός από τη δύναμη των όπλων. Στους ηγεμόνες της πόλης Βλιαστέ της Μογγολίας φάνηκε ύποπτος και του απαγόρευσαν τη διέλευση. Αφού λοιπόν τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν, τον φυλάκισαν, του άρπαξαν τα υπάρχοντα και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν με την κατηγορία της κατασκοπείας, τον πέρασαν για Ρώσο κατάσκοπο – τον υποχρέωσαν στη συνέχεια να επιστρέψει στην τότε τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη δια μέσου της αχανούς τσαρικής Ρωσίας (Μόσχα-Οδησσό-Κωνσταντινούπολη).
Στο πρώτο του ταξίδι – το πιο επικίνδυνο από τα τρία – παρακολουθεί τη μεγαλειώδη πορεία του Μακεδόνα στρατηλάτη, διορθώνει αναφορές άλλων συγγραφέων που σχετίζονται με την εκστρατεία του, καταγράφει οτιδήποτε του προκαλεί εντύπωση, ψάχνει παντού για Ελληνικά κατάλοιπα στη γλώσσα, στα ήθη, στα έθιμα, στις δοξασίες, στα έργα τέχνης, στη λογοτεχνία. Και βρίσκεται μπροστά σ’ ένα θαύμα. Όλη η αραβόφωνη Ασία έφερε βαθειά χαραγμένα επάνω της τα ίχνη του Ελληνικού πολιτισμού. Πολλοί πρίγκιπες και βασιλείς που συναντά, έχουν συνείδηση Ελληνική. Νοιώθουν ότι είναι απόγονοι των Μακεδόνων και του ξακουστού ηγέτη τους. Αλλά και για τον Αριστοτέλη γνωρίζουν πολλά και για τον Πλάτωνα και για τον Ιπποκράτη, αφού από πολύ νωρίς – ήδη από τον 10ον αιώνα – Άραβες σοφοί μεταφράζουν και σχολιάζουν τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ιστορικούς, ιατρούς και σπουδαίοι καθηγητές διδάσκουν τα Ελληνικά γράμματα στα πανεπιστήμια της Βαγδάτης και αλλού. Πολλοί είναι οι ηγεμόνες, που σαγηνευμένοι από την πολυμάθεια, την απλότητα και επιστημοσύνη του ανδρός, άπλωσαν στα πόδια του πλούτη αμύθητα, προκειμένου να τον δελεάσουν να μείνει κοντά τους ως σύμβουλος. Εκείνος όμως, πιστός στις ιδέες του, δεν θ’ άλλαζε τα σχέδια του ούτε με όλο το χρυσάφι της Γης.
Έμεινε στη Θεσσαλονίκη όσο χρειαζόταν για να συγκεντρώσει εκ νέου χρήματα και να ανακάμψει σωματικά και ψυχικά. Στο διάστημα αυτό ασκεί το λειτούργημα του γιατρού. Μόλις ένοιωσε καλύτερα, αναχώρησε εκ νέου για την Ασία, τη φορά αυτή με κατεύθυνση την ινδική υποήπειρο. Το δεύτερο αυτό ταξίδι διήρκεσε μόνο ένα χρόνο, διότι διήνυσε μεγάλες αποστάσεις με το τραίνο. Τότε ήταν (1875), που με το κύρος του σταμάτησε τον εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν μεταξύ των τριών διαδόχων του θρόνου. Ένας ακόμη άθλος του χαλκέντερου Παναγιώτη Ποταγού.
Ευρισκόμενος στην Ινδία, επεχείρησε να εισέλθει στο Αφγανιστάν. Οι αγγλικές αρχές όμως του έκλεισαν το δρόμο. Ο αντιβασιλέας των Ινδιών του απαγόρευσε τη διέλευση. Προσπάθησε να τους πείσει ότι οι προθέσεις του είναι αγνές, ότι απλά ήθελε να συναντηθεί με τον παλιό του φίλο, τον βασιλέα της χώρας Εμίρ. Όμως οι Άγγλοι ήταν αμετάπειστοι και τον συμβούλευσαν με τρόπο εύσχημο να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Ποταγός αναχώρησε για το Αφγανιστάν από άλλο δρόμο. Προτού φύγει επισκέφθηκε τον διευθυντή της αστυνομίας Κρίστι και του είπε:
- Κύριε διευθυντά, αν και μου κλείσατε όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Καμπούλ, εγώ, προς έκπληξη όλων σας, θα βρώ τον τρόπο να φθάσω στον προορισμό μου. Φαίνεται πως αγνοείτε τη φύση του Έλληνα, που από την εποχή ακόμη του Οδυσσέα μηχανευόταν χίλιους-δυό τρόπους προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ό Έλληνας, κύριε Κρίστι, για δύο πράγματα ξεχωρίζει: για το πείσμα του και τη θέληση του. Να είστε βέβαιος; Ότι διαθέτω και τα δύο.
- Και σε πόσο καιρό υπολογίζετε να φθάσετε στην Καμπούλ?
- Σε λιγότερο από πενήντα ημέρες.
Ο Κρίστι χαμογέλασε ειρωνικά. Του φάνηκαν τόσο αδιανόητα αυτά που άκουγε από τον Ποταγό. Μόνο που ο ψυχρός Άγγλος αγνοούσε πόσο απίστευτα πράγματα μπορούν να επιτύχουν οι Έλληνες όταν πεισμώσουν. Αν είχε βάλει στοίχημα, σίγουρα θα το έχανε. Γιατί ο πεισματάρης Ποταγός πήγε πράγματι στην Καμπούλ, προς μεγάλη απογοήτευση των Άγγλων.
Ήταν η δεύτερη φορά που επισκεπτόταν το Αφγανιστάν, για το οποίον έγραψε μερικά χρόνια αργότερα: «ουδέν έθνος των Αφγανών γενναιότερον υπάρχει». Την πρώτη, πέντε χρόνια πριν, είχε γνωρίσει τον βασιλιά Εμίρ και είχε συνδεθεί μαζί του δια θερμής φιλίας. Φεύγοντας, δεν ήξερε αν θα τον ξαναέβλεπε ζωντανό. Μα να που η τύχη το ‘φερε να ξαναβρεθούν. Οι δυό φίλοι έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίγοντας από χαρά. Κάθισαν αντικριστά και άρχισαν να συζητούν. Όμως από τις πρώτες κουβέντες, ο Ποταγός κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε στον αγαπημένο του φίλο. Ο Εμίρ δεν ήταν πιά ο ίδιος. Η όψη του είχε σκυθρωπιάσει. Βάσανα πολλά καταπονούσαν το ήδη γερασμένο του κορμί. Άνοιξε την καρδιά του και του μίλησε σα να ‘ταν αδελφός. Του εξήγησε ότι οι τρείς υιοί του, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του τον θρόνο, είχαν εμπλακεί σε πολυετή εμφύλιο σπαραγμό. Η χώρα μαράζωνε οικονομικά. Ποτάμι χυνόταν το αδελφικό αίμα. Ο λαός γινόταν μέρα τη μέρα φτωχότερος και πιο δυστυχισμένος. Τα παιδιά πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα. Χάος και εξαθλίωση παντού. Δεν είχε πλέον τη δύναμη να επέμβει και να επιβάλλει τη θέληση του.
Ο Ποταγός τον άκουσε με προσοχή χωρίς να πεί λέξη. Τα προβλήματα του Εμίρ έγιναν και δικά του προβλήματα. Αποφάσισε να τον βοηθήσει όπως μπορούσε με τις μικρές του δυνάμεις.
- Εκλαμπρότατε, του είπε, κατανοώ τον πόνο σας. Σαν αληθινός φίλος που είστε, αισθάνομαι την ηθική υποχρέωση να σας συμπαρασταθώ.
- Τα λόγια σου είναι βάλσαμο για τις πονεμένες ψυχές, μα δε θέλω σε καμία περίπτωση να κινδυνεύσει η ζωή σου εξ αιτίας μου. Τα πνεύματα είναι πολύ οξυμένα.
- Εξοχώτατε, του είπε και σηκώθηκε από τη θέση του. Αφήστε με να κάνω αυτό που πιστεύω σωστό. Έχω την άδεια σας?
- Είσαι ελεύθερος, γιατρέ, να κάνεις ότι περνάει από το χέρι σου για το καλό της χώρας μου και των ανθρώπων της. Μόνο πρόσεχε. Θα μου στοιχίσει πολύ αν πάθεις κάτι.
Φεύγοντας από το παλάτι, πήγε στο δωμάτιο του κι κατέστρωσε το σχέδιο του. Ολομόναχος, με μόνη συντροφιά την καμήλα του, θα ξεκινούσε από την Καμπούλ και επί βδομάδες θα διέσχιζε απ’ άκρη σ’ άκρη το Αφγανιστάν σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τις διαφορές που υπήρχαν και να συμφιλιώσει τις αντίπαλες πλευρές.
Η «πορεία ειρήνης» του Ποταγού, που δεν έχει όμοια της σε όλη την πολυτάραχη ιστορία αυτού του τόπου, βρήκε μεγάλη ανταπόκριση και έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο λαός, μόλις μάθαινε την άφιξή του έβγαινε στους δρόμους και τον υποδεχόταν με ζητωκραυγές. Από την πιο μεγάλη πόλη ως το πλέον απομακρυσμένο χωριουδάκι, το μήνυμα του Ποταγού για ομαλότητα και ευημερία μίλησε ίσα στις καρδιές όλων. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου, από τον πιο αμόρφωτο ως τον πιο σοφό ερευνητή των ιερών γραφών, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τους πύρινους λόγους του. Μέσα του ξύπνησε και πάλι ο ενθουσιώδης νεαρός, που βοηθούσε τους συνανθρώπους του στο Παρίσι και ξεσήκωνε τους συμπατριώτες του ώστε να βοηθήσουν όλοι μαζί τη μεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866. Ήταν τόσο πειστικά τα λόγια του, που κανείς δεν βρέθηκε να του εναντιωθεί.
Κι ενώ η κατάσταση είχε αρχίσει να εξομαλύνεται ύστερα από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλε, η αγγλική πολιτική έβαλε και πάλι το δάκτυλό της. Ενοχλημένη από τις επιτυχίες του Ποταγού, προσπάθησε να τορπιλίσει την ειρήνη. Με εισηγήσεις τους Άγγλοι αξιωματούχοι έκαναν τα πάντα για να επηρεάσουν δυσμενώς το Εμίρ και να διαταράξουν τις φιλικές τους σχέσεις. Όπως ήταν επόμενο, οι ενέργειές τους έπεσαν στο κενό.
Όμως οι αβάσιμες κατηγορίες συνεχίστηκαν. Άρχισε πόλεμος λάσπης μέσα από αφγανικές και ινδικές εφημερίδες. Οι Άγγλοι ήθελαν να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα με τον άνθρωπο που τόλμησε να μπλεχτεί στα πόδια τους. Τελικά πέτυχαν να δημιουργήσουν κλίμα αντιπάθειας προς το πρόσωπό του. Ο Ποταγός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε στρουθοκαμηλισμούς και είχε μάθει να αντιμετωπίζει τη ζωή και τους ανθρώπους με το κεφάλι ψηλά, προτίμησε να φύγει από το Αφγανιστάν. Ίσως να ήταν έτσι καλύτερα για όλους. Αλλοίμονο όμως. Η αναχώρησή του υπήρξε καταστροφική. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που υπέβοσκε, αναζωπυρώθηκε ξαφνικά και σαν τυφώνας σκόρπισε παντού τη συμφορά. Το Αφγανιστάν παρέπαιε και πάλι. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρις ότου να φυσούσε κι εκεί άνεμος ελευθερίας και ανεξαρτησίας. ‘Όμως, ούτε ο Εμίρ, ούτε ο Ποταγός θα ζούν για να γιορτάσουν με τα εκατομμύρια των Αφγανών την ιστορική εκείνη μέρα.
Επιστρέφοντας από την Ασία πηγαίνει στο Κάιρο. Στο μυαλό του περιεργάζεται τώρα το σχέδιο ενός ταξιδιού στην Αφρική. Σκέφτεται να προχωρήσει προς τα ενδότερα, ακολουθώντας κατά κύριο λόγο το ρεύμα του Νείλου. Γι’ αυτό πρώτο του μέλημα είναι να συναντηθεί με τον εξερευνητή της Κεντρώας Αφρικής Σβάινφουρτ και να πληροφορηθεί την κατάσταση στην οποίαν βρίσκονταν οι χώρες που επρόκειτο να επισκεφθεί. Η συνάντηση υπήρξε γονιμότατη. Ο Γερμανός σοφός κατατοπίζει πλήρως τον Ποταγό και τον εφοδιάζει μάλιστα με έναν πολύτιμο χάρτη, στον οποίον ο ίδιος είχε σχεδιάσει τις περιοχές που είχε εξερευνήσει.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1876 όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Ένα ακόμη ταξίδι προς το άγνωστο άρχιζε. Τη φορά αυτή οδηγοί του θα είναι ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Στράβων, αλλά και οι πολύτιμες σημειώσεις πάνω στον χάρτη του Σβάινφουρτ. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ήταν από τους πρώτους Ευρωπαίους εξερευνητές που επιχειρούσε να διεισδύσει στις ανεξερεύνητες εκτάσεις της μαύρης ηπείρου. Μετά τον Σβάινφουρτ και τον Πέτερικ-και ο τρίτος κατά σειράν που μελέτησε την τότε πολυπληθή φυλή των Νιάμ-Νιάμ. Ύστερα από μήνες πορείας μέσα από ερήμους, παρθένα δάση, έντονες τροπικές βροχοπτώσεις, έλη, επικίνδυνα φίδια και έντομα, με τον ήλιο να καίει τα πάντα, έφθασε στα σημερινά σύνορα του Ζαΐρ με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Εκεί συνάντησε κάποιο μεγάλο ποταμό, που όμως δεν ήταν σημειωμένος σε κανένα χάρτη της εποχής. Ο Ποταγός κατάλαβε πως πρόκειται για νέα ανακάλυψη και έδωσε εντολή να ακολουθήσουν το ρεύμα, ώστε να δουν που θα τους οδηγήσει. Βάδιζαν για μήνες χωρίς να γνωρίζουν που πάνε. Τελικά, στις αρχές του Σεπτέμβρη, η αποστολή έφθασε στο ζυγό των βουνών απ’ όπου πηγάζει ο ποταμός που εξερευνούσε. Ο Ποταγός σταμάτησε, θαύμασε τις απέραντες σαβάνες και είπε στην ομήγυρη που είχε συγκεντρωθεί γύρω του: τούτο το ζυγό θα τον ονομάσω Μακεδονικό, προς τιμήν της πατρίδας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Με την ανακάλυψη των πηγών του ποταμού εκείνου, που δεν ήταν άλλος από τον μέγα Μπόμου, αρχικό ρεύμα του επίσης μεγάλου Ουμπάνγκι-που χύνει τα νερά του στον γιγαντιαίο Κόνγκο, ο Ποταγός πέρασε στην χορεία των μεγάλων εξερευνητών της αφρικανικής ηπείρου, δίπλα στα ονόματα των Λίβινγκστον, Στάνλεη, Σβάινφουρτ, Σπέκε, Μπάρτον, Μπράντ. Ανάμεσα στους τόσους ξένους κι ένας Έλληνας από την Αρκαδία. Ο Μπόμου, τον οποίον ο Ποταγός εξερεύνησε κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ρέει επί 725 χιλιόμετρα, διαγράφοντας μαζί με τον Ουμπάνγκι τα φυσικά όρια μεταξύ της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και του Ζαΐρ. Ο εντοπισμός του Μπόμου και των πηγών του υπήρξε το κορυφαίο του επίτευγμα με μεγάλη σπουδαιότητα και πολύπλευρη πρακτική αξία. Με την ανακάλυψη αυτή άρχισε σιγά-σιγά, η μεταναστευτική κίνηση λαών προς τους απέραντους αυτούς παρθένους τόπους, που έπαψαν πλέον να είναι αινιγματικοί, γιομάτοι μυστήριο και αναπάντητα ερωτήματα. Λίγο αργότερα θα επισκεφθεί τα Κυανά Όρη, που βρίσκονται νοτίως του Μπόμου. Μία από τις κορυφογραμμές που εξερεύνησε την ονόμασε «κορυφογραμμή Γεωργίου του Α’», προς τιμήν του βασιλέως των Ελλήνων. Η κορυφογραμμή αυτή αποτελεί το νοτιότερο σημείο, στο οποίον έφθασε ο Ποταγός κατά την περιήγησή του στην Κεντροδυτική Αφρική. Από κει και πέρα ζούσαν φυλές, οι οποίες δεν του επέτρεψαν να προχωρήσει μέσα στο έδαφος τους. Έτσι σταμάτησε η πορεία του προς νότον, όπως ακριβώς είχε σταματήσει και η πορεία του προς ανατολάς, πριν 10-12 χρόνια.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο με μικρές μόνο παρεκκλίσεις σε ορισμένα σημεία. Οι περιοχές ήταν το ίδιο δύσβατες, αλλά λιγότερο άγνωστες από πριν. Στο Χαρτούμ συναντήθηκε με τον Άγγλο στρατηγό Γκόρντον και του επέδωσε δύο επιστολές των εκπροσώπων της Αιγυπτιακής κυβέρνησης.
Έφθασαν στο Κάιρο την άνοιξη του 1877 και χωρίς να χάσει καιρό έστειλε περιλήψεις των περιηγήσεών του σε διάφορες Ευρωπαϊκές γεωγραφικές εταιρείες-Παρισίων, Βερολίνου, Βελγίου, Ρωσίας και Καΐρου-περιμένοντας απάντηση. Τελικά, μετά από μήνες, του απάντησε θετικά η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία-η αρχαιότερη όλων. Με τα λιγοστά χρήματα που του είχαν απομείνει, επιβιβάστηκε σε ατμόπλοιον, πέρασε στην Ιταλία και από εκεί δια μέσου Μονάχου, Βερολίνου, Αμβούργου και Βρυξελλών έφθασε στο Παρίσι το Νοέμβρη του 1879. Συναντήθηκε με τον γραμματέα της Εταιρείας Μονουάρ, στον οποίον παρέδωσε λεπτομερή αναφορά των ταξιδίων του. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Όλα όσα ανέφερε στις περιλήψεις του επιβεβαιώθηκαν απόλυτα από άλλους περιηγητές που πέρασαν αργότερα από τις ίδιες περιοχές. Ο Ποταγός επιβραβευόταν για τους πολύχρονους μόχθους του. Όλοι μιλούσαν για το έργο του. Ακόμη και ο βασιλέας του Βελγίου τον προσκάλεσε στις Βρυξέλλες και όπως είδαμε στην αρχή τον τίμησε όπως του άξιζε. Μόνο στην Ελλάδα επικρατούσε σκότος βαθύ. Μόνο οι άνθρωποι της χώρας του δεν ήταν σε θέση να τον εκτιμήσουν. Το βιβλικό «ουδείς προφήτης εν τη πατρίδι αυτού» δεν θα μπορούσε ίσως να βρει καλύτερη εφαρμογή από την περίπτωση του Ποταγού.
Ακολούθησε ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία και στη συνέχεια επέστρεψε στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, με ορμητήριο το Σουέζ και οδηγό τη φορά αυτή τη Βίβλο, αφού περιηγήθηκε την Αραβική Χερσόνησο κατέληξε στα Άδανα της Κιλικίας. Μόλις τακτοποιήθηκε, έστειλε το σύγγραμμά του προς κρίση και έκδοση στο υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Το ίδιο ανεκμετάλλευτη έμεινε για χρόνια και η περίληψη που είχε στείλει στη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία ο Ποταγός, η οποία με τη σειρά της την απέστειλε, μέσω της Ελληνικής πρεσβείας των Παρισίων, στο εν λόγω υπουργείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προς δημοσίευση. «Στου κουφού την πόρτα όμως, όσο θέλεις βρόντα».
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1883, ο Ποταγός, ύστερα από δεκαπεντάχρονη απουσία, πατούσε τα άγια χώματα της πατρίδας του. Ήταν μόλις 44 ετών, αλλά φαινόταν πολύ μεγαλύτερος. Οι κακουχίες είχαν κλονίσει την υγεία του. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και το πρόσωπό του είχε χαρακωθεί από τις ρυτίδες. Τα πόδια του είχαν πρηστεί και το κορμί του έγερνε μπροστά. Παρ’ όλα αυτά το γερό σκαρί άντεχε ακόμη.
Αμέσως μετά την άφιξή του έγινε δεκτός από τον βασιλέα Γεώργιο Α’, προς τον οποίον εξέφρασε την αγανάκτησή του για την αδιαφορία που επιδεικνύει το υπουργείο όσον αφορά το έργο του. Ο Γεώργιος έστειλε αναφορά με τον υπασπιστή του ζητώντας να μάθει τι απέγιναν τα χειρόγραφα. Κανείς όμως δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει. Παράλληλα ο Ποταγός, μη έχοντας απάντηση από τον βασιλέα, πήγε μόνος του στο υπουργείο. Εκεί άκουσε έκπληκτος ότι κάποιος τμηματάρχης είχε δει το έργο και το είχε πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Τελικά ζήτησε να δει τον ίδιο τον υπουργό Δημήτριο Βουλπιώτη. Ο τελευταίος τον άκουσε με προσοχή και τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι θα μελετούσε προσωπικά τον σχετικό φάκελλο.
Πέρασε καιρός, μα δεν πήρε καμία απόκριση. Πήγε και τον ξαναβρήκε. Ο Βουλπιώτης τον απέφυγε με επιτηδειότητα. Η όλη συμπεριφορά του έδειχνε άνθρωπο που δεν ήθελε να βοηθήσει. Ο Ποταγός απογοητεύτηκε. Μια μέρα συνάντησε τον Βουλπίωτη παρέα με τον Τρικούπη. Άνεργος καθώς ήταν τους σταμάτησε και τους παρακάλεσε να τον διορίσουν έφορο στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ώστε με τα χρήματα που θα κέρδιζε να βελτίωνε και να εξέδιδε το σύγγραμμά του. Τον απέφυγαν λέγοντας ότι δεν μπορεί να απολυθεί ο σημερινός έφορος, γιατί πρόκειται περί σπουδαίου ανθρώπου. Το επίσημο κράτος του γύριζε την πλάτη.
Διπλά απογοητευμένος, πήρε από το υπουργείο όσα χειρόγραφα κατάφερε να βρει-πολλά χάθηκαν για πάντα-και πήγε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν η τελευταία του ελπίδα. Την εποχή εκείνη πρύτανις είχε εκλεγεί ο Παναγιώτης Κυριακός, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, ένα φωτισμένο μυαλό με ευρωπαϊκές αντιλήψεις. Στη συνάντηση που είχαν, ο Ποταγός του μίλησε για το σύγγραμμά του και το εκτενές κείμενο που είχε αποστείλει προς την τότε πρυτανεία η Γεωγραφική Εταιρεία της Γαλλίας. Ο Κυριακός έδωσε αμέσως εντολή να βρεθεί ο φάκελλος. Ύστερα από επίπονη έρευνα εντοπίστηκε καταχωνιασμένος σε κάποιο συρτάρι. Όταν ο Κυριακός μελέτησε το φάκελλο, έμεινε κατάπληκτος από το περιεχόμενό του. Τέτοιο έργο και να μην του έχει δώσει κανείς σημασία. Απίστευτο. Κάλεσε αμέσως τον Ποταγό. Μόλις τον είδε, σηκώθηκε από τη θέση του:
-Αγαπητέ μου, σας συγχαίρω από βάθους καρδίας. Το μνημειώδες έργο σας αποτελεί εθνικό θησαυρό. Θα κάνω ότι περνάει απ’ το χέρι μου προκειμένου να εκδοθεί σε τόμο.
Την επομένη κιόλας υπέβαλε προς την ακαδημαική σύγκλητο ενθουσιώδη αναφορά. Η τελευταία, ενέκρινε ομόφωνα πίστωση ύψους 5.000 δρχ.. Μάλιστα ο καθηγητής Φυσικής Δημήτριος Στρούμπος, μόλις διάβασε τη μελέτη αναφώνησε:
-Μα, πρόκειται για έργο υπεράνθρωπο, που τιμά την πατρίδα μας. Ο Ποταγός είναι άξιος συγχαρητηρίων.
Μετά ταύτα ο Κυριακός επισκέφθηκε τον Βουλπιώτη, του ανακοίνωσε την απόφαση της συγκλήτου και του ζήτησε να τον βοηθήσει στην έκδοση του πονήματος. Η έκπληξή που δοκίμασε ήταν μεγάλη. Ο υπουργός αρνήθηκε να εγκρίνει την πίστωση και σε παρατήρηση του πρυτάνεως ότι λόγω των πολύχρονων εξερευνητικών ταξιδιών του δεν είχε πλέον χρήματα για να προχωρήσει στην έκδοση, ο Βουλπιώτης εκστόμισε το αμίμητο:
-Περίμενε τόσα χρόνια. Ε ας περιμένει μερικά ακόμη!!
Τελικά το περισπούδαστο αυτό έργο, με τίτλο «Περίληψις περιηγήσεων Ποταγού», εκδόθηκε σε ογκώδη τόμο 708 σελίδων, με δαπάνες του Πανεπιστημίου το 1883. Δύο χρόνια αργότερα, μεταφράστηκε και στα Γαλλικά. Η ένδειξη «τόμος Α’» που φέρει το εξώφυλλο, δείχνει ότι ο Ποταγός σκόπευε να εκδώσει και δεύτερο τόμο. Δυστυχώς, ο δεύτερος αυτός τόμος δεν είδε ποτέ το φώς της δημοσιότητας. Ο εκ των μελετητών του, μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος Κοντοστάνος, αναφέρει ότι κάποτε ο Ποταγός-που ζούσε τότε στην Κέρκυρα-αναχώρησε μέσω Αθηνών για το Παρίσι. Εκεί έμεινε για λίγο και επέστρεψε. Για ποιο λόγο πραγματοποίησε το ταξίδι αυτό, παραμένει άγνωστο. Ο Κοντοστάνος υποθέτει ότι προσπάθησε να πετύχει τη δημοσίευση του δεύτερου τόμου, χωρίς να τα καταφέρει. Ο Ποταγός έμεινε για λίγο ακόμη στην Αθήνα και ακολούθως αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Και ο ίδιος δεν ήξερε που θα πήγαινε. Ίσως έψαχνε να βρεί την Ιθάκη του. Τελικά, βαδίζοντας βόρεια, έφθασε στην Κέρκυρα. Το νησί των Φαιάκων τον γοήτευσε. Αποφάσισε να εγκατασταθεί και να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Αγόρασε μάλιστα και μια κατσίκα για να έχει το γάλα του. Το ζώο όμως αναζητούσε τροφή. Ο Ποταγός το ακολούθησε. Η κατσίκα σταμάτησε σε κάποιο χωριό της βόρειας Κέρκυρας, στις Νύμφες ή Νυφές, γιατί η περιοχή ήταν πλούσια σε βλάστηση. Εκεί λοιπόν έστησε το φτωχικό του και εκεί πέρασε τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του ήσυχα, ξεχασμένος από όλους. Ώσπου κάποια παγερή νύκτα του 1903, εκεί που διάβαζε την Αγία Γραφή, έγειρε στην καρέκλα του, σφάλισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε για πάντα. Το ημερολόγιο έδειχνε 13 Φεβρουαρίου. Ήταν δεν ήταν 64 χρόνων. Η κηδεία του έγινε την επομένη. Ετάφη στον περίβολο του ιερού ναού της Παναγίας των Παπουτσάτων, παρουσία όλων των κατοίκων του χωριού.
Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η πολυτάραχη ζωή ενός μεγάλου άγνωστου. Γιατί έτσι-μέχρι τώρα τουλάχιστον-πρέπει να χαρακτηρίζεται ο Ποταγός. Μεγάλος άγνωστος. Μεγάλος, γιατί μονάχος, χωρίς την κρατική υποστήριξη και χωρίς την βοήθεια επιστημονικών οργάνων, εξερεύνησε περιοχές που ποτέ πριν δεν είχε πατήσει πόδι λευκού. Μεγάλος, γιατί μόνον αυτός τιμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ’, γιατί μόνον αυτός τιμήθηκε από τον βασιλέα του Βελγίου Λεοπόλδο τον Β’, γιατί μόνον αυτός αξιώθηκε τιμών από βασιλείς και πρίγκιπες των χωρών που διήλθε. Μεγάλος, γιατί μόνον αυτός είχε το θάρρος, την τόμη, το κουράγιο, την αποφασιστικότητα να σταματήσει τον αιματηρό εμφύλιο σπαραγμό στο Αφγανιστάν, ορθώνοντας το ανάστημά του στη βρετανική αυτοκρατορία. Μεγάλος, γιατί μόνον αυτός από τους νεώτερους Έλληνες έφθασε μέχρι τα βάθη της Αφρικής, ανακαλύπτοντας τον μέγα Μπομου. Μεγάλος, γιατί το όνομά του φέρει σήμερα κεντρική λεωφόρος του Κονγκό, μεγάλος γιατί το όνομά του αναγράφεται «χρυσοίς γράμμασι» εις της ιστορίας μιας μακρινής ασιατικής χώρας: του Αφγανιστάν. Μεγάλος τέλος, γιατί μόνον αυτός από όλους τους ευρωπαίους εξερευνητές σκέπασε τ’ όνομά του με το όνομα της πατρίδος του, δείχνοντας σε όλους εμάς την αξία που είχε γι΄αυτόν η γλυκιά του πατρίδα.
Αλλά και άγνωστος. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που τόσο αγάπησε, μα που τόσο τον πίκρανε. Και η πίκρα γίνεται διπλή όταν φθάνει κανείς στο σημείο να τον θαυμάζουν στο εξωτερικό, να αναγνωρίζουν την αξία του έργου του και να τον αγνοούν, ηθελημένα ή αθέλητα στον τόπο του. Αναφέρομαι και στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Βυτίνα. Όταν χρόνια πριν βρέθηκα τυχαία στο χωριό του και πληροφορήθηκα, για πρώτη φορά τότε, την ύπαρξη του, εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι ελάχιστοι-κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας-γνώριζαν να μου πουν δύο ξερά λόγια γι’ αυτόν. Οι πιο πολλοί δεν είχαν ακούσει ούτε καν τ’ όνομά του. Και ας ήταν και συμπατριώτης τους. Άγνωστος, γιατί ενώ θα έπρεπε το όνομά του να είναι γνωστό στα Ελληνόπουλα όπως είναι γνωστό το όνομα του Μάρκο Πόλο στους Ιταλούς μαθητές και του Λίβινγκστον στους Άγγλους, απουσιάζει παντελώς από την εκπαίδευσή μας (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια). Κανένα βιβλίο ιστορίας ή γεωγραφίας δεν κάνει έστω και την παραμικρή μνεία στο όνομά του. Σα να μην υπήρξε ποτέ. Ποιος φταίει γι’ αυτό? Λίγο-πολύ όλοι μας. Πρωτίστως όμως την ευθύνη φέρουν οι πνευματικές, πολιτικές και δημοτικές αρχές του τόπου του, που επί τόσες δεκαετίες δεν κατάφεραν να ευαισθητοποιήσουν κάποιους αρμοδίους του υπουργείου Παιδείας, ώστε ο Ποταγός να αποτελέσει μικρό κεφάλαιο της διδακτέας ύλης των δημοτικών ή των γυμνασίων.
Προσωπικά, γράφοντας το βιβλίο αυτό, πείστηκα ότι τοποθέτησα και πάλι στα βιβλία της ιστορίας και της γεωγραφίας μια σελίδα του τόπου μας, η οποία είχε χαθεί στον στρόβιλο της άγνοιας που μας παραδέρνει σήμερα. Όμως, δεν αρκεί αυτό. Μερικές εκδηλώσεις και ομιλίες θα κάνουν γνωστό τον Ποταγό, μόνο σε μια μικρή μερίδα του Ελληνικού λαού. Όχι στο σύνολο. Και εδώ ακριβώς χρειάζεται η επέμβαση της πολιτείας, η οποία πρέπει να επιτελέσει το χρέος της απέναντι στον υπέροχο αυτόν άνθρωπο-δημιουργό και να τον αποκαταστήσει έστω και αν έχουν περάσει 103 χρόνια από τον θάνατό του. Γιατί αναστήματα σαν αυτό του Ποταγού, πρέπει να μένουν βαθειά ριζωμένα στη μνήμη μας, να γίνονται φωτοδότες για τη νεολαία και να μην τα λησμονούμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Κάρολος Μωραΐτης
Συγγραφέας του βιβλίου «εις Έλλην»
Ο Δικτυακός μας Τόπος, ευχαριστεί θερμά τον κ. Κάρολο Μωραΐτη που μας έδωσε το ανωτέρω κείμενο για να το δημοσιεύσουμε. Η Μυθιστορηματική Βιογραφία «εις Έλλην», είναι η μοναδική ολοκληρωμένη αναφορά στον Αρκάδα Παναγιώτη Ποταγό. Στη Βυτίνα σήμερα, πατρίδα του Ποταγού, άγαλμά του κοσμεί τον χώρο που εγκαινιάστηκε επί Δημαρχίας Κωνσταντίνου Κουντάνη. Αυτή πιστεύουμε είναι η αρχή, διότι το ταξίδι του Ποταγού στην Ελλάδα, τώρα αρχίζει.
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007 – Arcadians
Πηγή: Arcadians