Πολιτικὴ σκωρίασις
Τα παλαια χρόνια, ὅταν τὸ παραμύθι ἦταν ἡ καλύτερη πνευματικὴ τροφὴ τῶν παιδιῶν, ἐρχόταν ἡ στιγμὴ ποὺ ἔπρεπε ὁ «παραμυθὰς», συνήθως ἡ γιαγιὰ, νὰ βάλει ἕνα τέλος. Ὁ πιὸ συνήθης ἐπίλογος τῶν παραμυθιῶν ἦταν στιχουργικὸς, ὁ ἀκόλουθος:
«Ἄς τὰ κοντολογήσουμε κι ἄς μὴ μακρολογοῦμε,
γιατὶ ἡ νύχτα πέρασε καὶ τὰ παιδιά νυστάζουν.
Ἄλλοι ξυοῦνται, ἄλλοι σκοῦνται κι ἄλλοι ἀνάσκελα κοιμοῦνται».
Δὲν νομίζω ὅτι ὑπάρχει καλύτερη προτροπή γιὰ νὰ τεθεῖ κάποιο τέλος στὴν πολιτικὴ παραμυθολογία. Τὶ πετύχαμε τόσα χρόνια μὲ αὐτὴ τὴν ἀκράτητη σαπουνοφουσκολογία; Κάναμε σὰν στόχο τὸν πλουτισμὸ ἄνευ μόχθου. «Χρήματα ἐμπρὸς τὰ χρήματα/καὶ πίσω μας τὰ κρίματα», διαβάζω στοὺς «Κρητικοὺς γάμους» τοῦ Σπ. Ζαμπέλιου. Στὸ ἴδιο βιβλίο διαβάζω καὶ τὸ ἀκόλουθο: «Ὅπου κεχηνότων θεατῶν συναγελασμός, ἐκεῖ καὶ θαυματοποιοί καὶ γόητες, καὶ ἀκροβάτας ἐπικροτούμενοι». Δηλαδή, ὅπου τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν μετασχηματίζεται σὲ συναγελασμό, δηλαδή σὲ κοπαδοποίηση/κομματικοποίηση κοινῶς=μάντρωμα, ἐκεῖ εἶναι φυσικὸ νὰ κυριαρχοῦν οἱ θαυματοποιοί, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα καὶ οἱ ἀκροβάτες καὶ ὅλοι αὐτοὶ νὰ χειροκροτοῦνται θερμὰ ἀπὸ τὸ μαζοποιημένο κοινό. Κάτι τέτοιο γίνεται σὲ κάθε περίοδο ἐκλογῶν. Τὰ ἄλυτα ἐπὶ χρόνια προβλήματα λύνονται «αὐθωρεί καί παραχρῆμα» ἀλλὰ μετὰ τὶς ἐκλογὲς «ξελύνονται» κι ἀφήνονται νὰ μουλιάσουν ὥστε νὰ ὡριμάσουν καὶ νὰ λυθοῦν πιὸ καλὰ στὶς ἑπόμενες ἐκλογὲς... καὶ βλέπουμε.
Ἄς μήν κοροϊδευόμαστε! Αὐτὸ ποὺ ἐπὶ δεκαετίες προσφέρεται στὸν ἑλληνικό λαὸ σὰν πολιτικὴ τροφὴ, οἱ ἀρχαῖοι θὰ τὸ ἔλεγαν «σκώρ» ποὺ κατὰ γενική πτώση γίνεται «σκατὸς». Σκὼρ εἶναι τὸ περίττωμα τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τοῦ μετάλλου (ἀπὸ αὐτὸ οἱ λέξεις σκωρίασις καὶ σκουριὰ). Εἴτε μὲ τὴ μιὰ εἴτε μὲ τὴν ἄλλη σημασία τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἴδιο. Μὲ περιττώματα δὲν φτιάχνεται τὸ ψωμί τοῦ μέλλοντος. Κι ὅμως, πάνω σ’ αὐτὰ οἰκοδομοῦμε, ἴσως γιατὶ μερικοὶ τὰ... οἰκονομοῦνε. Αὐτὰ, μοῦ λένε κάποιοι νοσταλγοί τῆς δικτατορίας, ἔχει ἡ δημοκρατία. Ὄντως, ὅπως εἶπε ὁ Τσώρτσιλ, τὸ πολίτευμα αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο, ἐξαιρουμένων ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ δημοκρατία μπορεῖ νὰ ἔχει πολλὰ κακὰ ἀλλὰ δὲν εἶναι μέγα κακόν, ὅπως τὰ λοιπὰ ποὺ δοκιμάστηκαν κι ἀπέτυχαν οἰκτρά. Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὴ δημοκρατία νά γίνεται ἀκάθαρτη τουαλέττα. Διότι, ὅταν τὰ κόπρανα γίνεται σωρός, τότε καὶ ἡ δημοκρατία γίνεται... σορὸς, δηλαδή φέρετρο. Τὰ κόπρα ἦσαν αὐτὰ ποὺ ἔφαγαν καὶ τὴν ἀρχαία ἀθηναϊκὴ δημοκρατία, ἀφοῦ οἱ τότε Ἀθηναῖοι κατάπιναν σὰν σταφυλόρογα τή συκοφαντία.
Ὡς λέξη καὶ ἐνέργημα ἡ συκοφαντία ἐμφανίστηκε κατὰ τὸν 5ο αἰ. Ἦταν ἀπότοκος τῆς ἀποτυχίας τοῦ λαϊκοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, ποὺ δεχόταν ἀνεξέταστα κάθε λογῆς καταγγελία. Οἱ μηνυόμενοι ἦσαν συνήθως ἐπιφανεῖς πολίτες. Ἡ συνηθέστερη κατηγορία λεγόταν συκοφαντία. Ὁ Πλούταρχος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τό φανῶ (=καταγγέλλω) καί σῦκα. Μὲ ἄλλα λόγια συκοφάντης ἦταν ὁ καταγγέλλων τοὺς ἐξάγοντας κρυφὰ σῦκα ἀπό τὴν Ἀττική. Τὰ σῦκα τότε ἦταν βασικὴ τροφὴ καὶ ἀπαγορευτόταν ἡ ἐξαγωγὴ. Ἀλλ’ ἡ συκοφαντία ἐπεκτάθηκε. Συκοφάντης λεγόταν καὶ ὁ καταγγέλλων κάποιον πολίτη γιὰ ἀθέμιτες σχέσεις μὲ γυναῖκες. Καὶ τοῦτο γιατί «σῦκον» λεγόταν στὴν ἀθηναϊκὴ ἀργκό τὸ γυναικεῖο... αἰδοῖο! Κὰτ’ ἄλλους, συκοφάντης λεγόταν αὐτὸς ποὺ ἀπεκάλυπτε πολίτες ποὺ ἔκρυβαν σῦκα κάτω ἀπὸ τὸ ροῦχο τους. Ὅπως κι ἄν εἶναι ἡ συκοφαντία ἦταν πάντα μιὰ σκωρία τῆς δημοκρατίας. Σήμερα αὐτὴ ἡ σκωρία ἔχει ὑποκαταστήσει τὴ δημοκρατία, γι’ αὐτὸ πάσχουμε ἀπό πολιτικὴ σκωρίαση.
Πηγή: www.sarantoskargakos.gr