Πώς η σημερινή ενορία συμβάλλει στη διατήρηση του ελληνικού τρόπου
Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σκολειό. Τέλος φέρνουνε δάσκαλο για τα παιδιά τους – και νά την η κοινότητα.
>Ίων Δραγούμης
Στην ιστορία του Ελληνισμού μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι οι Έλληνες συνήθως οργανώνονταν σε μικρούς οικισμούς. Πότε με την πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας, τη βυζαντινή κοινότητα επί Βυζαντίου και πότε με την κοινότητα της τουρκοκρατίας, ο βίος των Ελλήνων ήταν κοινοτικός, δεν ήταν ιδιωτικός. Οι Έλληνες κοινωνούσαν τα πάντα, από την κοινή φορολογία (που ήταν ένας κοινοτικός θεσμός επί τουρκοκρατίας) στην ενορία, οι Έλληνες κοινωνούσαν και τη μεταφυσική αναζήτηση και τα πρακτικά ζητήματα, όπως ήταν για παράδειγμα η απόδοση του φόρου στο καθεστώς.
Ένα απλό παράδειγμα αυτής της επιδίωξης (της κοινωνιοκεντρικής) είναι το γεγονός ότι τον πιο παλιό καιρό οι Έλληνες, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, δεν είχαν στα σπίτια τους την Αγία Γραφή, γιατί πολύ απλά στην κυριακάτικη Θεία Λειτουργία μετείχαν στην ακρόαση του Ευαγγελίου. Εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι ακόμη και στις καθημερινές τους καταναλωτικές συναλλαγές, εκτός από την αγορά ενός προϊόντος, είχαν το δώρο- «ευλογία» προς τον αγοραστή. Ένα όμορφο παράδειγμα είναι μια ιστορία στο Αϊβαλί, όπου ένας άνθρωπος, θέλοντας να αγοράσει μια ντουζίνα αυγά, ο πωλητής του έβαζε μαζί και τρεις ευλογίες. Η «ευλογία» ήταν ακριβώς η χαρά της σχέσης των δύο ανθρώπων μέσα από αυτήν την απλή συναλλαγή.
Έχουμε πολλά παραδείγματα που καταδεικνύουν τη σημασία του κοινοτισμού στους Έλληνες. Ας μην πάμε αρκετά μακριά και ας δούμε τι έγινε ακριβώς μετά την εισβολή με τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή οι άνθρωποι είχαν χάσει τις συνήθειές τους, την καθημερινή ενασχόληση με την κοινότητά τους, τα πανηγύρια τους και τις υπόλοιπες χαρές του χωριού, κατάντησαν αρκετοί να μένουν θλιμμένοι και τελικά να υποφέρουν ίσως για το υπόλοιπο της ζωής τους για αυτόν τον καημό.
Σήμερα, σε μια κοινωνία εντελώς καταναλωτική και η οποία δεν έχει καμιά αναζήτηση νοημάτων βαθύτερων στη ζωή, είναι αναγκαία όσο ποτέ η αναζήτηση και η έρευνα οργάνωσης τόσο της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και των κοινοτήτων. Να δοθεί δηλαδή βάση στην κοινότητα παρά στην πόλη ή στο κράτος όσο αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση. Στην κοινότητα ο άνθρωπος γνωρίζει τους γύρω του, οικοδομεί σχέσεις και εν τέλει βάζει το λιθαράκι του για να οικοδομήσει κάτι καλό για όλους.
Θα τολμούσα να πω πως σήμερα, που η κοινωνία τελικά είναι σχεδόν «ακοινώνητη», θα μπορούσε να σώσει κάτι η Εκκλησία και κατ’ επέκταση η ενορία. Σήμερα στις εκκλησίες –ειδικά στις εκκλησίες που βρίσκονται στην πόλη– οι άνθρωποι απλώς πηγαίνουν για ένα «προσωπικό» όφελος και μετά το τέλος της Ακολουθίας, πηγαίνουν όπου αυτοί θελήσουν.
Από την άλλη, σε άλλες ενορίες σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο άνθρωπος πάει στην εκκλησία όχι για ένα απλό «προσωπικό» όφελος, αλλά για μια μετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Εν τέλει, καταλήγει σε κοινές δραστηριότητες στην ενορία του. Γνωρίζει ανθρώπους άλλους απ’ το χωριό του (ή την περιοχή του) και μαζί με αυτούς αφιερώνει τον χρόνο του για διάφορες δραστηριότητες όπου θα μετέχουν στη γνώση, στη μελέτη, στη διοργάνωση εκδηλώσεων, εκδρομών κ.ο.κ. Σε αυτήν τη διαδικασία υπάρχει ο άξονας του Ιερού, που στην περίπτωσή μας είναι η Εκκλησία.
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα, όταν ο άνθρωπος αφιερώνει τον χρόνο του σε μια κοινότητα, την οποίαν μπορεί να ενσαρκώσει σήμερα η ενορία. Η ενορία επίσης μπορεί να συνεισφέρει σε πάρα πολλά, όπως αντί να έχουμε κατηχητικό με την αυστηρή έννοια του όρου –εκμάθηση κάποιων ηθικών εντολών– να υπάρχει η εκμάθηση της γλώσσας της Εκκλησίας.
Είναι εν τέλει πολλές οι δυνατότητες της ενορίας για να μπορέσει να ενσαρκωθεί και πάλι ο ελληνικός τρόπος του βίου.
Σιλουανός Νικολάου
Ιδεολογιών Αμφισβήτησις
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις