Πότε θὰ «ἀναστηθεῖ» καὶ ἡ σκωληκόβρωτος Παιδεία;
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός,
Δάσκαλος
«Ἡμεῖς νικῶμεν, νικώντων τῶν ἄλλων»
ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
Ὁ ὁσιακῆς μνήμης Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, στύλος νεοφανὴς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμβούλευε ὅσοι δάσκαλοι ἔχουν ἀναφορὰ στὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα καὶ ἐργάζονται μὲ φιλότιμο καὶ ἀρχοντιὰ γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν, νὰ παίρνουν τὴν Πρώτη Δημοτικοῦ. Εἶναι ἡ κρισιμότερη τάξη. Ἐντυπώνονται ἀνεξίτηλα στὴν μνήμη τοῦ παιδιοῦ, αὐτῆς τῆς ἡλικίας, οἱ δεξιότητες (ἢ οἱ ἀδεξιότητες) παραμένουν διὰ βίου οἱ γνώσεις καὶ τὰ πρῶτα μαθήματα. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τὰ ὑψηλὰ πρότυπα καὶ οἱ ἀξίες, μικραίνει καὶ στεγνώνει ἡ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ.
Ἐνδιαφέρον τοῦ προκαλεῖ (τοῦ μαθητῆ) ὁ ἐναρμόνιος κόσμος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδας, ἡ ζεστασιὰ τῆς οἰκογένειας, κόσμος, ἐκτός του ὁποίου, τὸ παιδὶ δὲν μεγαλώνει οὔτε στερεώνεται. Αὐτὲς οἱ ἀξίες δὲν εἶναι ἰδεολογήματα, εἶναι τὸ πνευματικὸ λίπασμα ποὺ χρειάζονται, γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν ὁμαλά.
Πάσχα, τὴν Λαμπρὴ θὰ ἑορτάσουμε σὲ λίγες μέρες.
«Χριστὸς Ἀνέστη ἀληθῶς
καὶ δίδαξε τσ’ ἀνθρώπους
πῶς ζοῦν ἐφήμερες χαρὲς
σὲ δανεισμένους τόπους», λέει μία θαυμάσια κρητικὴ μαντινάδα, μοσχοβόλημα Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Τί διαβάζουν ὅμως οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς Χριστιανοσύνης στὰ βιβλία τους, πῶς ἀντιμετωπίζουν τὰ σχολικὰ βιβλία -«οἱ κουρελοῦδες τοῦ διαβόλου»- τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ; (Ἴσως γίνομαι κουραστικὸς μὲ τὴν ἐπιμονή μου στὰ βιβλία. Πρέπει ὅμως νὰ πληροφορηθεῖ ὁ κόσμος τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στὰ σχολεῖα. Αὐτοκτονοῦμε ἐν θριάμβῳ. Στὸ Εὐαγγέλιο γράφει πὼς εἶναι καλύτερα νὰ κρεμάσουμε μυλόπετρα στὸ λαιμό μας -«μύλον ὀνικὸν»- καὶ νὰ καταποντισθοῦμε στὸ πέλαγος, παρὰ νὰ δηλητηριάζουμε «τὰ παιδία»).
Στὴν Πρώτη Δημοτικοῦ, ὁ μαθητὴς γνωρίζει τί σημαίνει Πάσχα μέσῳ δύο ποιημάτων. («Γλώσσα, α´ τεῦχος, σελ. 56). Τὸ πρῶτο μὲ τίτλο «Πασχαλινὸ» τὸ ὁποῖο γράφει γιὰ φούρνους ποὺ μοσκοβολοῦν, γιὰ τραπέζια ποὺ κοκκινίζουν ἀπ’ τὰ κόκκινα αὐγά, τῆς Ἕλλης Ἀλεξίου. Τὸ δεύτερο μὲ τίτλο «Πασχαλινὰ κουλούρια», δὲν θέλει σχολιασμό. Πουθενὰ ἡ φράση γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἕνα «Χριστὸς Ἀνέστη» τέλος πάντων. Στὸ «Ἀνθολόγιο» τῆς ἴδιας τάξης στὴν σελ. 116. Ἕνα χαζοχαρούμενο ποιηματάκι μὲ τίτλο «Ἦρθε ἡ Πασχαλιά», ἕνα δεῖγμα:
«Ἦρθε ἡ Πασχαλιὰ
καὶ τσουγκρίζει αὐγὰ
τὸ μικρὸ παιδάκι»
καὶ στὴν ἑπόμενη σελίδα κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ λαγουδάκι τῆς Λαμπρῆς», στὸ ὁποῖο περιγράφεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ τὴν «χαρούμενη οἰκογένεια τοῦ κυρ-λαγοῦ».
Εἶναι ἢ δὲν εἶναι πνευματικὸς ὑποσιτισμὸς αὐτό; Ποιός ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ κάποιους ἀνισόρροπους ἐκκλησιομάχους, ἐν ὀνόματι κάποιου νεφελώδους προοδευτισμοῦ, νὰ καταστρέφουν ἀδίστακτα τὰ Ἑλληνάκια καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι τοὺς κατέβει; «Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιά μας πράγματα κακορίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχα, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα; …Ποιός μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὰ παιδιὰ νὰ μείνουν «ἀγράμματα», σὰν τὸν Μακρυγιάννη, νὰ μάθουν, νὰ πάρουν τὴν χάρι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε νὰ γίνουν, οἱ ἀγράμματοι, οἱ καλύτεροι πεζογράφοι μας; Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ ὕψος, στὸ ἦθος, στὴν ἐλευθερία τῆς «ἀγραμματοσύνης» τοῦ «καθυστερημένου» λαοῦ, ποὺ βλάστησε ἀπὸ τὸ χῶμα του τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὶς παροιμίες, τοὺς σκοπούς, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν κλεφταρματολῶν;», ἔγραφαν τὸ 2003, οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες («Ἑλληνορθόδοξη Πορεία», ἀνθολόγιο κειμένων, ἐπιμέλεια ἔκδοσης Κων. Χολέβας, σελ. 297).
Στὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ (γ´ τεῦχος, «Γλώσσα») τὸ Πάσχα, μὲ ἐντελῶς ἀπαξιωτικό, περιφρονητικὸ τρόπο, εἶναι ἐνταγμένο σὲ μία ἄσχετη ἑνότητα μὲ τίτλο «χρήσιμες ὁδηγίες». Στὶς τρεῖς σελίδες ποὺ ἀφιερώνονται στὴν γιορτή, οἱ δύο περιέχουν ὁδηγίες γιὰ κατασκευὴ χρωματιστῶν αὐγῶν καὶ πασχαλινῶν καρτῶν. Στὴν τρίτη καταγράφονται πασχαλινὰ ἔθιμα (σελ. 43, 44, 45).
Στὴν ἐξοπλιστικὴ ἡλικία, τῶν δύο πρώτων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ οἱ μαθητὲς «βιάζονται» νὰ υἱοθετήσουν τὴν φράγκικη ἀθεΐα τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ νὰ λησμονήσουν ὅ,τι ὀρθόδοξο ἔμαθαν, ἂν ἔμαθαν, στὸ σπίτι τους. (Νομίζω, ὁ ποιητὴς Καροῦζος ἔλεγε ὅτι ὅποιος δὲν πέρασε τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ κάτω ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο, δὲν θέλω νὰ μὲ διαβάζει. Οἱ γονεῖς πολεμώντας τοὺς πολέμιους τοῦ Γένους, ἂς φροντίσουν νὰ παίρνουν τὰ παιδιά τους στὴν Ἐκκλησία τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Αὐτὰ εἶναι μαθήματα «διὰ βίου» καὶ ὄχι οἱ τιποτολογίες τοῦ ὑπουργείου «διὰ βίου» ἀνοησίας).
«Τὸ Πάσχα σημαίνει ψητὸ ἀρνί, κόκκινα αὐγά, τσουρέκι, ἀλλὰ κυρίως τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ ἄνθρωπος νικᾶ μὲ τὴν ἀγάπη του τὸν θάνατο. Αὐτὸ ποὺ μένει μέσα μας δὲν εἶναι τόσο τὸ τσούγκρισμα τῶν αὐγῶν, εἶναι τὸ φιλὶ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ πανηγύρι μιᾶς ἀνοίξεως ἐσωτερικῆς ποὺ ἀφανίζει τὸν Ἅδη. Ὅταν λοιπὸν τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν διατηρεῖται, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ἔχουν νόημα, ὅταν παραγκωνίζεται, οἱ εὐχετήριες κάρτες καὶ τὰ χρωματιστὰ αὐγὰ μεταβάλλονται σὲ ἐκδηλώσεις ρουτίνας χωρὶς νόημα, ἢ καλύτερα μὲ κοσμικὸ νόημα, τὸ ὁποῖο ἐπιβάλλουν στὴν θρησκευτικὴ ἑορτὴ καὶ τὴν ἐκφυλίζουν. Χρειάζονται, ἄρα, κείμενα βιωματικά, ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ἡμέρας καὶ ὄχι κείμενα ποὺ τὸ ἀφαιροῦν, γιὰ νὰ προβάλλουν –προτεσταντικῷ τῷ τρόπω- ὡς ἐθνογραφικὸ ὑλικὸ κάποια ἔθιμα καὶ νὰ ἀποκόψουν ἐν τέλει τὴν ζωὴ τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».(Στ. Ράμφου, «Κυριακοδρόμιο», σέλ. 51, ἔκδ. «ΚΕΔΡΟΣ». Ὁ Ράμφος ὁ παλιὸς πρὶν μεταβληθεῖ σὲ ὑμνωδὸ τοῦ Σημίτη).
Θὰ σταματήσω , στὶς δύο κρίσιμες αὐτὲς τάξεις τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Μέρες ποὺ εἶναι νὰ μὴν μαυρίζω τὴν ψυχὴ τῶν ἀναγνωστῶν. Ὑπάρχει καὶ τίποτε τῆς προκοπῆς σ’ αὐτὸ τὸ τρισάθλιο κράτος τῶν πολιτικῶν τῆς προδοσίας; Ὅπου καὶ νὰ στρέψεις τὸ βλέμμα σου, πληγώνεσαι. Δὲν ἔχω τὶς δυνατότητες νὰ γράψω, ἐπιλογικά, γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Οἱ καλύτεροι θεολόγοι εἶναι τὰ βοτσαλάκια τῆς ἐρήμου, λένε οἱ Πατέρες. Ἂς ἀφήσω τὸν λόγο στοὺς ἔμπειρους, στοὺς «λοκατζῆδες τῆς πίστης», στὸ περιβόλι τῆς Θεομάνας μας.
«Τὸ μέλλον ἀνήκει σ’ αὐτὸ ποὺ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. Σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, ἀλλὰ ὁ θάνατος γίνεται ἡ μήτρα ποὺ τὸ κυοφορεῖ. Ἀναδύεται ἐκ τοῦ τάφου, ἀπὸ τὴν τελικὴ δοκιμασία, νέο, ἄτρωτο, γεμάτο ἄδυτο φῶς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀγωγὴ ἔδωσε τὴ δύναμι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ, καὶ βλάστησε ἀπὸ τὸν τάφο του, τὸ σκαμνί του, αὐτὸ τὸ πολύκλωνο δέντρο ποὺ τρέφει τὸν λαό. Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔμαθε στὸν Μακρυγιάννη νὰ προσεύχεται ὅπως προσευχόταν, ν’ ἀπαντᾶ καὶ ν’ ἀντιμετωπίζη τὸν Ντερνὺ καὶ τὸν Μπραΐμη ὅπως τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ τὸν λόγο του, τὴν χάρι του καὶ τὴν ζωή του. Καὶ ὅλες οἱ σημερινὲς δοκιμασίες καὶ ἀνακατατάξεις ἀνοίγουν νέους δρόμους γιὰ τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστάν. Καὶ αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ συντροφεύση τὸν ἄνθρωπο στὶς νέες περιπέτειες, ἀναζητήσεις καὶ φόβους τῶν ἐπερχομένων.
Ἂς δώσωμε τὴν δυνατότητα στὰ παιδιὰ νὰ γνωρίσουν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μεγάλους Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους. Ἂς τοὺς δώσουμε τὴν δυνατότητα νὰ ἐγκεντρισθοῦν, σὰν νέοι βλαστοί, στὸ δέντρο ποὺ ἀνήκουν, στὴν καλλιέλαιον τῆς Παραδόσεώς μας.
Ἂς τὰ ἀφήσουμε ν’ ἀνάψουν τὴ λαμπάδα τοῦ εἶναι τους προσωπικὰ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἂν αὐτὸ συμβῆ, τότε καμμία ἀπειλὴ δὲν θὰ μπορῆ νὰ σβήση τὸ φῶς καὶ τὴν φλόγα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Κάθε θύελλα, δοκιμασία, θὰ κάνη τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λάμπη τηλαυγέστερα καὶ νὰ φωτίζη τὴν ὑπ’ οὐρανόν. Θὰ μποροῦν, ἔτσι, ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ ζήσουν, νὰ χαροῦν τὴν ζωή τους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ. Καὶ ὁ δικός μας καιρός, ὁ δύσκολος καὶ ζοφερός, καὶ ὁ δικός μας τόπος, ὁ μικρὸς καὶ καθαγιασμένος, θὰ ἀναδειχθῆ πάλι πηγὴ ζωῆς καὶ φάους γιὰ τοὺς πολλούς.
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία