Πρωί (Γιῶργος Σεφέρης)
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανί πλατιά καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλά στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξά σὰν τὰ κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
- - - - - - τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἰναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἰναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ' αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιά τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ' τὸ φῶς.
Πηγή: "Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ἴκαρος, 1989