ΨΗΦΟΣ ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ἡ διαρκής εἰκαστική ἔκθεση τῆς στήλης ἀποκαλύπτει στό ἐκλεκτό κοινό της μία ἐντυπωσιακή δημιουργία ἀπό μία πολλά ὑποσχόμενη καλλιτέχνιδα!
Τό καλλιτέχνημα ποῦ θαυμάζουμε στή σελίδα εἶναι μία ἐγκατάσταση πού φέρει τόν τίτλο «Ψῆφος Κατά Συνείδηση». Ἡ δημιουργός του, πού εἶχε τήν εὐγενή καλοσύνη νά μᾶς τό δανείσει γιά νά ἐκτεθεῖ ἐδῶ, ὀνομάζεται Τζοβάνα Ταπαιρνίδη (τό γένος Λαδωμενάκου) καί ἀσχολεῖται μέ τά εἰκαστικά ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1974.
Τό ἔργο τῆς εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τούς πολυετεῖς ἀγῶνες ἀνθρώπων πού ἐνδιαφέρονται πραγματικά γιά τόν συνάνθρωπο, τή λειτουργία τῶν θεσμῶν καί τή θέση τῆς χώρας μας στό εὐρωπαϊκό καί τό διεθνές γίγνεσθαι. Θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ἐκφράζει ταυτόχρονα καί μία ὑπαρξιακή ἀγωνία, ἀλλά συνάμα καί μία ἐσωτερική ἀναζήτηση καί ἐνδοσκόπηση, ἕναν αναστοχασμό γιά τό φαινόμενο τῆς πλησμονῆς καί τῆς ἐλλείψεως, τῆς πείνας καί τοῦ κορεσμοῦ.
Ἡ μαύρη βαλίτσα συμβολίζει τή φρίκη τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἀντιμετωπίζεται ὡς τό μεγάλο ἐρώτημα τῆς ζωῆς ἤ τῆς
ἀνυπαρξίας. Τί συμβαίνει ἄραγε μετά τά σύνορα αὐτοῦ τοῦ ἀναπόφευκτου μονοπατιοῦ πού διαβαίνει ἐδῶ καί χιλιετίες ἡ ἀμήχανη ανθρωπότητα (τοῦ κακαρώματος, δηλαδή);
Αὐτό τό κενό, τήν ἀγωνία, τή φρίκη καί -ἀσφαλῶς- τήν ἀπόπειρα ἀπάντησης προσπαθεῖ θαρρετά νά τήν καλύψει τό πάντα πειστικό μέτρητούλι.Ὅσο μεγαλύτερη ἡ βαλίτσα, ὅσο πιό μαύρη ἡ βαλίτσα, ἄλλο τόσο πιό πολύ τό χαρτονόμισμα, ὁ μπερντές, τό μπικικίνι, τό μαρούλι, τό μαμούνι, τό χρῆμα.
Μά, ἀπαντᾶ τοῦτο στά μεγάλα ἐρωτήματα; «Ναί!» δηλώνει ἀπερίφραστα μέ τό ἔργο της ἡ κυρία Ταπαιρνίδη. Ἡ κασαδούρα εἶναι μορφή συνείδησης, ἀπάντηση σέ προαιώνια διλήμματα, αἰνίγματα καί προβλήματα. Ἡ προτίμηση στό κολλαριστό, ζεστό χρηματάκι εἶναι μία ψῆφος συνείδησης στήν ἀλήθεια.
Συνείδηση εἶναι αὐτή ἡ ἐσωτερική φωνή ποῦ σοῦ λέει νά τά ἁρπάξεις, νά τά παντελονιάσεις καί νά μήν εἶσαι κορόιδο διότι ἔτσι κάναν οἱ ἄλλοι πρίν ἀπό ἐσένα καί ἔτσι θά κάνουν καί οἱ ἄλλοι μετά ἀπό σένα. Ἄν δέν τά γραπώσεις τώρα πού εἶναι ἡ εὐκαιρία, δέν θά τά ἁρπάξεις ποτέ διότι δέν εἶσαι ἱκανός γιά τίποτε περισσότερο καί καλύτερο.
Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι