Ρωμανός ο Μελωδός

Ρωμανός ο Μελωδός

Ποιητής και υμνογράφος, των πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Έζησε κατά τα τέλη του 5ου και το πρώτο μισό του 6ου αι. Η ακμή του τοποθετείται στην εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ (527-565). Θεωρήθηκε ο σημαντικότερος βυζαντινός υμνογράφος και χαρακτηρίσθηκε από του πρώτους σύγχρονους ερευνητές του ως «Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης» ή «ο μέγιστος εκκλησιαστικός ποιητής του κόσμου». Σ’ αυτόν αποδίδεται η ανάπτυξη και κατά παράδοση η «δημιουργία» του κοντακίου, ενός εκκλησιαστικού ποιητικού είδους που ο ίδιος ονομάζει «ύμνος». Το έργο του χάραξε νέους δρόμους στη βυζαντινή θρησκευτική ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα, ενώ ξεχώριζε τόσο για την ποιότητά του όσο και για τον όγκο του. Κατά τα βυζαντινά χρόνια θεωρείτο ότι έγραψε χίλια κοντάκια και του δόθηκε ο σπάνιος και ιδιαίτερα τιμητικό προσωνύμιο «μελωδός». Από τα πιο γνωστά του έργα είναι το κοντάκιο των Χριστουγέννων. Αγιοποιήθηκε από την εκκλησία και η μνήμη του τιμάται ως οσίου την 1 Οκτωβρίου.

Πηγές για τη ζωή και το έργο του Ρωμανού

Για τη ζωή και το έργο του Ρωμανού αντλούμε στοιχεία κατά βάση από κείμενα αγιολογικού χαρακτήρα που διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες: α) από τα συναξάρια και ειδικά από το λεγόμενο Συναξάρι Κωνσταντινουπόλεως και το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄, και τις διάφορες παραλλαγές τους (περίπου δέκα), ενώ φαίνεται όλοι οι συναξαριστές να αντλούν πληροφορίες από έναν βίο του Ρωμανού που δεν μας είναι γνωστός, β) από τα υμνογραφικά έργα προς τιμή του και την ακολουθία ή τον κανόνα από τον Θεοφάνη Γραπτό (778-845), που ψάλλεται την 1η Οκτωβρίου, με ακροστιχίδα «Ρωμανόν υμνώ της μελωδίας λύραν», γ) από τις αναφορές, έστω και περιορισμένες, στο ίδιο το έργο του Ρωμανού, πρωτίστως από τις ακροστιχίδες, δ) από κάποιες περιορισμένες σε έκταση και αριθμό αναφορές σε λεξικά, επιγράμματα κλπ. Οπωσδήποτε οι παραπάνω αγιολογικές πηγές δεν μπορούν να θεωρούνται ως απολύτως αξιόπιστες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συσχετισμό με το γενικότερο ιστορικό ή/και λογοτεχνικό πλαίσιο.

Από το πρώτο μισό του 7ου αι. έχουμε μία είδηση, στα Θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, ότι ο Ρωμανός «ο Σοφός» τιμάτο ως άγιος και τα κοντάκια του ήταν ευρύτερα γνωστά. Από το Συναξάρι στο κωδ. 40 του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (10-11ος αι) προκύπτει ότι η μνήμη του τελείτο στη μονή Θεοτόκου εις τα Κύρου όπου σωζόταν πιθανόν και το λείψανο του αγίου.

Στη συνέχεια το όνομα και το έργο του Ρωμανού αναφέρεται σποραδικά, ενώ οι σχολιαστές της εκκλησιαστικής ποίησης κατά την περίοδο 11ο-12ο αι., όπως ο Ζωναράς (τέλη 11-α΄μισό 12) κ.ά, δείχνουν να αγνοούν την ύπαρξη του Ρωμανού. Χαρακτηριστικά ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος (περ. 1256-1335) παρατηρεί ότι η Εκκλησία εγκατέλειψε τους ύμνους τους Ρωμανού, χωρίς ωστόσο να δίνει περισσότερες πληροφορίες και εξηγήσεις.

Βιογραφικά στοιχεία

Πρακτικά για τη ζωή του Ρωμανό δεν έχει διασωθεί καμία ρητή και άμεση χρονολογική αναφορά. Αξιοσημείωτη είναι και έλλειψη βιογραφίας ή εκτενούς αναφοράς στο βίο και στο έργο του από τους συγχρόνους ή τους μεταγενεστέρους λόγιους και συγγραφείς. Οι μεταγενέστερες αγιολογικές διηγήσεις που συγκροτούν τον βασικό κορμό πληροφοριών, παραλείπουν τα στοιχεία πραγματολογικού χαρακτήρα και εστιάζουν στο θρησκευτικό ήθος του ποιητή και το χάρισμά του.

Οι συναξαριστικές πηγές μας δίνουν την εξής εικόνα για τον Ρωμανό. Καταγόταν από την Έμεσα της Συρίας και ήταν εξελληνισμένος Σύρος. Ο Θεοφάνης Γραπτός αναφέρει ότι ο Ρωμανός είναι «γένος μεν εξ Εβραίων, τον δε είχε εδαρίαον», αλλά δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις που να επιτρέπουν να αποδεχθούμε ότι ήταν εβραϊκής καταγωγής. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση στη γενέτειρά του και σε απροσδιόριστη χρονική υπηρέτησε ως διάκονος στον ναό της Αναστάσεως στη Βηρυτό, όπου πιθανόν συνέχισε τις σπουδές του. Στα χρόνια του βασιλείας του Αναστάσιου –όπως έχουν αποδείξει έρευνες πρόκειται για τον Αναστάσιου Α΄ (491-518)- μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη μονή της Θεοτόκου «εις τα Κύρου», όπου πέρασε και το υπόλοιπο της ζωής του. Η μονή, που είχε αναγερθεί από τον έπαρχο Κύρο κατά το α΄ μισό του 5ου αι. βρισκόταν στην ομώνυμη συνοικία «του Κύρου» ανατολικά από τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τοποθετείται κοντά στην Πύλη του Ρωμανού (σημ. Τόπκαπι) ή, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, σε κοντινή απόσταση από την περιοχή των Βλαχερνών. Εκεί ο Ρωμανός ασχολήθηκε συστηματικά με τη συγγραφή θρησκευτικής ποίησης. Η παράδοση αναφέρει ότι συντελέστηκε θαύμα και κατά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν στον Ρωμανό φανερώθηκε στον ύπνο η Θεοτόκος και του έδωσε να καταπιεί έναν «τόμο χάρτου». Χάρη στο γεγονός αυτό, την επομένη άρχισε να ψέλνει από τον άμβωνα εμμελώς το κοντάκιο «Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Το θαύμα της θεοπνευστίας είναι ένας κοινός τόπος στην αγιογραφική παράδοση και συνατάται επίσης στην Αποκάλυψη του ευαγγελιστή Ιωάννη (Αποκ. 10.8 ε.), καθώς και για τον Εφραίμ τον Σύρo (Patrologia Graeca 114,1260).

Για το υπόλοιπο της ζωής του Ρωμανού μαθαίνουμε ότι με το χάρισμα που του δόθηκε συνέθεσε για δεσποτικές γιορτές και εις μνήμη διαφόρων αγίων «κοντάκια τον αριθμόν περί χίλια», και αφού φρόντισε ο ίδιος τα έργα του να συγκεντρωθούν στη μονή της Θεοτόκου «εις τα Κϋρου». Στη μονή αυτή απεβίωσε και ετάφη

Ο υπολογισμός τους έτους γέννησης του Ρωμανού βασίζεται στο γεγονός ότι πριν μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, οπωσδήποτε πριν το 518, υπηρέτησε ως διάκονος, δηλαδή ήταν ήδη είκοσι χρονών, κατά συνέπεια η γέννησή του τοποθετείται λίγο μετά το 493. Δεν φαίνεται να χειροτονήθηκε ως ιερέας. Κάποια χωρία από τα κοντάκιά μπορούν να συσχετιστούν με ιστορικά γεγονότα και μας δίνουν ασφαλέστερα χρονικά όρια, π.χ. στο κοντάκιο «Εις έκαστον σεισμόν και εμπρησμόν» περιέχονται σαφείς αναφορές στη στάσης του Νίκα (532). Οι ενδείξεις στο έργο συνηγορούν του ότι η δημιουργική του δραστηριότητα τοποθετείται ανάμεσα στο 530 και 555. Υπάρχουν και έμμεσες νύξεις σε δογματικές διαμάχες και θεωρείται βέβαιο ότι ο Ρωμανός ήταν εν ζωή το 551, όταν ο Ιουστινιανός Α΄ εξέδωσε νέο διάταγμα για το επίμαχο ζήτημα των «Τριών Κεφαλαίων». Στο δε κοντάκιο για τις Δέκα Παρθένες γίνεται λόγος για δυνατές σεισμικές δονήσεις, και φαίνεται ότι πρόκειται για τους σεισμούς που σημειώθηκαν το 552, το 554 και το 555. Λόγω έλλειψης αναφορών σε μεταγενέστερα γεγονότα θεωρείται, ως επιχείρημα εκ της σιωπής, ότι ο θάνατος του Ρωμανού πρέπει να χρονολογηθεί περί το 556 και ότι οπωσδήποτε συνέβη πριν τα δεύτερα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας (24 Δεκεμβρίου 562) ένα μεγάλο γεγονός, που σίγουρα ο ποιητής, αν ζούσε, θα το είχε σχολιάσει στο έργο του όπως έκανε στα πρώτα εγκαίνια το 537.

Το έργο

Οι ύμνοι

Το έργο του Ρωμανού περιλαμβάνει αποκλειστικά ύμνους ή τα λεγόμενα κοντάκια. Οι συναξαριστές κάνουν λόγο για 1000 κοντάκια. Ο αριθμός αυτός σίγουρα είναι υπερβολικός, ωστόσο πρέπει να το θεωρήσουμε συμβολικό για την εξαιρετική γονιμότητα του Ρωμανού, που κατά πολύ ξεπερνούσε το έργο των υπολοίπων βυζαντινών ποιητών. Σήμερα δεν μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα για τον συνολικό όγκο της παραγωγής. Δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου πολλά από τα κοντάκια του Ρωμανού έχουν χαθεί και πολλά έχουν αλλοιωθεί ή σώζονται αποσπασματικά ενσωματωμένα σε μεταγενέστερους σύνθετους εκκλησιαστικούς ύμνους, τους κανόνες. Η ταύτιση και η απόδοση συγκεκριμένων έργων ή αποσπασμάτων εδώ και έναν αιώνα απασχολεί την έρευνα. Σήμερα από όλα τα σωζόμενα κοντάκια 89 θεωρούνται έργα του Ρωμανού. Πρόκειται για 83 πλήρη κοντάκια με ρητή αναφορά στο όνομα του ποιητή στην ακροστιχίδα ή σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χειρογράφων, και άλλα 6 κοντάκια σώζονται μόνο αποσπάσματα ή διατηρούν μεγάλο αριθμό από τα στιχηρά.

Από μερικούς μελετητές παλαιότερα στον Ρωμανό είχε αποδοθεί και ο ανώνυμος Ακάθιστος Ύμνος. Το έργο αυτό ωστόσο έχει ουσιώδεις αποκλίσεις από τα βασικά χαρακτηριστικά των ρωμανικών ύμνων, και σήμερα θεωρείται ότι συντάχθηκε στην μετά τον Ρωμανό εποχή.

Θέματα και δομή

Στο σωζόμενα κείμενα διακρίνονται δύο μεγάλες θεματικές ενότητες. Στα περισσότερα (53 κοντάκια) τα θέματα είναι από τις Γραφές, και προπαντός από την Καινή Διαθήκη (45 κοντάκια). Από τα υπόλοιπα 30 έχουν ως θέμα διάφορους αγίους και 5 αναφέρονται σε περιστασιακά γεγονότα. Βασικός θεματικός άξονας στο έργο του Ρωμανού προβάλλει η βιβλική παράδοση. Ωστόσο αξιοσημείωτη είναι η ποίκιλα των θεμάτων. Συνέθεσε ύμνους σχεδόν για όλες τις κινητές και σταθερές γιορτές, καθώς και για τους περισσότερους αγίους. Πέρα από τα καθιερωμένα θέματα, όπως η Γέννηση, η Υπαπαντή, τα Επιφάνεια, η Καλή Σαμαρείτιδα κλπ βλέπουμε και νέα και πρωτότυπα, όπως η Προδοσία του Ιούδα.

Από τις επιλογές των θεμάτων και την ίδια την αφήγηση μπορούμε να εξάγουμε και γενικά συμπεράσματα για τη στάση του Ρωμανού στα δογματικά ζητήματα. Διαπιστώνουμε ότι ο ποιητής υποστηρίζει την επίσημη κρατική θρησκευτική πολιτική κατακρίνοντας τόσο τους αιρετικούς όσο και τους εθνικούς, δηλ. τους φορείς της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Πρόκειται για τοποθέτηση που εντάσσεται στη γενική πολιτική του αυτοκράτορα που προωθούσε την μία ενιαία θρησκευτική και πολιτισμική γραμμή.

Από πλευράς δομής τα κοντάκια του Ρωμανού παρουσιάζουν μία τελειοποιημένη και αυστηρώς αρμονική μορφή. Ξεκινούν με μία εισαγωγική στροφή που ονομάζεται «κουκούλιον» και έχει διαφορετικό μέτρο από το υπόλοιπο. Ο δε «ύμνος» ή κοντάκιο αποτελείται από 18-24 στροφές, οι λεγόμενοι «οίκοι» ή αργότερα «τροπάρια», που ακολουθούν ομοιόμορφα τον ίδιο αριθμό συλλαβών, ακολουθία στη σύνταξη και στον τονισμό. Όλοι οι οίκοι συνδέονται μεταξύ τους με τα αρχικά γράμματα σχηματίζοντας την λεγόμενη ακροστιχίδα, δηλ. μία φράση, πάντα πεζή, με το όνομα του ποιητή και ενίοτε το θέμα του ύμνου. Ο τελευταίος στίχος κάθε οίκου καλείται εφύμνιο ήανακλώμενο. Η ακροστιχίδα και το εφύμνιο αποτελούν τα βασικά στοιχεία στην εξέταση για τη γνησιότητα ενός ύμνου

Η μορφή αυτή είχε άμεση σχέση με τη μουσική την οποία συνέθετε άλλωστε ο ίδιος ποιητής-μελωδός. Είναι γνωστό ότι τα κοντάκια ήταν μονότονα. Παρότι είχαν μεγάλη έκταση ως κείμενα είχαν το πολύ δύο παραλλαγές του ήχου του (μία στο προοίμιο και μία στους οίκους) που ψάλλονταν ομοιόμορφα.

Γλώσσα, τεχνικές και βασικά χαρακτηριστικά

Η γλώσσα του Ρωμανού είναι γενικά απλή, σχεδόν δημώδης. Ουσιαστικά παρατηρούμε μία φιλολογική «κοινή» που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαΐζουσα γλώσσα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και τις λαϊκότροπες ομιλίες της πατερικής παράδοσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται σπάνιοι αρχαίοι ποιητικοί τύποι, ακόμα και αρχαϊστική σύνταξη. Ο αναγνώστης ή ο ακροατής διαπιστώνει δύο βασικά γνωρίσματα της γλώσσας του Ρωμανού. Αφενός εντυπωσιάζει ο πλούτος και η ποικιλία των επιθέτων, π.χ. για τον Ιούδα χρησιμοποιούνται 28 χαρακτηρισμοί, αφετέρου διαπιστώνουμε μία μεγάλη και πολύ εύστοχη γλωσσοπλαστική ικανότητα, π.χ. ζοφοφόρος, τρανόλαλος.

Γενικά στο ρωμανικό έργο εντυπωσιάζει η πλαστικότητα καθώς και η μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική. Σχετικά με το φόρτο λεκτικών σχημάτων και γενικότερα τη τεχνοτροπία του Ρωμανού ιδιαίτερα εύστοχη είναι η παρατήρηση του Μητσάκη, ενός από τους διακεκριμένους μελετητές του ρωμανικού έργου: «Μόνο όποιος επιχειρήσει να διαβάσει τους στίχους αυτούς μεγαλόφωνα θα καταλάβει τη μυστική γοητεία που ασκούν ολ’ αυτά τα περίτεχνα παιγνίδια με τον ήχο και ακόμη πόσο καλά ήξερε να τα χρησιμοποιήσει ο Ρωμανός για να ενισχύει την ψυχολογική εντύπωση που προκαλούσε ο λόγος στο ακροατήριό του.»

Τα κοντάκια του Ρωμανού διακρίνονται τόσο για τα εξωτερικά όσο και για το εσωτερικά χαρακτηριστικά. Ως προς την εξωτερική μορφή οι μελετητές επισημαίνουν αφενός το λιτό και φυσικό τρόπο της αφήγηση, μία απλότητα που θυμίζει κάπως την αρχαία επική ποίηση, αφετέρου εντοπίζεται μία έντονη το ρητορική χροιά. δηλ. πλήθος ρητορικών σχημάτων, λογοπαίγνιων, παρηχήσεων ρητορικών ερωτήσεων κλπ. Ως ιδιαίτερα εσωτερικά στοιχεία της ρωμανικών ασμάτων σε πρώτο επίπεδο προβάλλεται ο διάλογος που προσδίδει μία ζωηρότητα και δραματικότητα στο ποίημα. Εντοπίζεται σε όλους τους ύμνους είτε ως συζήτηση με κάποιο πρόσωπο ή ανθρωποιημένα στοιχεία, είτε ως εσωτερικός διάλογος, όταν ο ποιητής απευθύνει ερωτήσεις και διατυπώνει απαντήσεις. Η διαλογική αυτή μορφή μας παραπέμπει στις ομιλίες επιφανών πατέρων της εκκλησίας. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η ανθρωποποιητική τάση του Ρωμανού. Με ένα πρωτοφανή τρόπο για τα βυζαντινά λογοτεχνικά δεδομένα όλα τα πρόσωπα στο ρωμανικά έργα αποκτούν ανθρώπινες και καθημερινές διαστάσεις, ενώ ο σκηνές αποκτούν έντονο δραματικό χαρακτήρα. Ακόμα και τα ιερά πρόσωπα της Παρθένου και του Χριστού εμφανίζονται σκεπτόμενα και δρώντα ως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, χωρίς ωστόσο να εκχυδαΐζονται.

Επιρροές στον Ρωμανό και ο κόσμος του

Το ζήτημα των επιρροών είναι ένα από τα πολυσυζητημένα προβλήματα γύρω από έργο του Ρωμανού. Προερχόμενος από τη Συρία ο νέος και ταλαντούχος υμνογράφος σίγουρα ήταν επηρεασμένος από τον Εφραίμ τον Σύρο (4ος αι.), γνωστό για έμμετρες ομιλίες που έγραψε στα συριακά. Αδιαμφισβήτητη είναι και η επιρροή των πατέρων της εκκλησίας σε επίπεδο θεμάτων, ρητορικής, γλώσσας και ιδιαίτερα θεολογικής τεκμηρίωσης. Πέρα από τη θεολογική του κατάρτιση είναι βέβαιο ότι διέθετε και πλούσια ελληνική παιδεία. Όπως φαίνεται και από τους ύμνους γνωρίζει καλά την αρχαία ποίηση και τον Όμηρο.

Ο Τωμαδάκης, ένας από τους επιφανέστερους ερευνητές του ρωμανικού έργου, έστρεψε το ενδιαφέρον του και στις πληροφορίες που παραδίδει ο υμνογράφος για την καθημερινό βίο, καθώς οι ύμνοι του μας παρουσιάζουν μία πλούσια εικόνα ζωής. Ο ποιητής μιλάει ενίοτε με λεπτομέρειες για ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, εκδηλώσεων και συνηθειών, καταθέτοντας έτσι ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό

Αποτίμηση του ρωμανικού έργου

Με το όνομα του Ρωμανού συνδέεται η ακμή του πρώτου λειτουργικού και λογοτεχνικού είδους του κοντακίου στη θρησκευτική βυζαντινή υμνογραφία. Αρχικά το είδος αυτό ονομαζόταν απλώς ύμνος, ενώ η ονομασία κοντάκιο είναι πολύ μεταγενέστερη (περ. 12ος αι.) Το λεγόμενο κοντάκιο ήταν τρόπον τινά έμμετρη ομιλία που ψαλόταν από τον άμβωνα μετά την ευαγγελική περικοπή. Θεωρείται ότι το είδος αυτό προερχόταν από τη Συρία, αλλά καλλιεργήθηκε με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο Βυζάντιο. Από τον 5ο αι. μας είναι γνωστά τα ονόματα αρκετών υμνογράφων όπως του Ιωάννη μοναχού και του Αυξεντίου. Το ποιητικό αυτό είδος έφτασε σε ολοκληρωμένη μορφή κατά τον 6ο αι. και άνθισε επί Ιουστινιανού Α΄, ενώ ο Ρωμανός διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο φαίνεται ότι το «χάρισμα» και το «θαύμα» που δόθηκε στον νέο υμνογράφο από τη Θεομήτορα ήταν στο πνεύμα της εποχής, εξ ου και έτυχε μιας ευρείας αποδοχής και διάδοσης. Ενδεικτική για το καλλιτεχνικό ρεύμα είναι η παράδοση ότι και ο ίδιος αυτοκράτορας συνέθεσε ένα τροπάριο («Ο μονογενής υιός και λόγος του Θεού»). Μεγάλη ήταν η συμβολή του Ρωμανού στην προώθηση της ρυθμοτονικής ποίησης, η οποία έδωσε νέα πνοή στη εξέλιξη της λογοτεχνίας και ήρθε να αναπληρώσει το κενό των προσωδιακών μέτρων, που περιορίσθηκαν μονάχα στη λόγια ποίηση.

Η νέα ρυθμοτονική ποίηση των ρωμανικών ύμνων, με τη φρεσκάδα της έμπνευσης, τη λιτή έκφραση και το θρησκευτικό πάθος, καθώς και τον πλούσιο και παραστατικό κόσμο καθημερινών και βιβλικών σκηνών χαιρετίστηκε από την Εκκλησία που με το νέο αυτό μέσο μπόρεσε να επικοινωνήσει αμεσότερα με το εκκλησίασμα και να μεταδώσει μηνύματα κατανοητά, αλλά επίσης εμμελή και έντεχνα. Κατά τον 6ο αι. τα κοντάκια του Ρωμανού αντικατέστησαν βαθμιαία τους βίους των αγίων που αποτελούσαν ουσιαστικό μέρος της λειτουργίας και συνέβαλαν και σε αλλαγές ως προς τη λειτουργική πρακτικής της Εκκλησίας.

Με την πάροδο του χρόνου προέκυψαν καινούργιες ανάγκες για έναν πιο θεολογικό και λόγιο λόγο. Σιγά σιγά τη θέση των ύμνων του Ρωμανού στα λειτουργικά βιβλία πήραν οι κανόνες ως ένα νέο και σύνθετο είδους. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη αφορούν τόσο τη μορφή όσο και την ουσία. Η γλώσσα των κοντακίων είναι απλή «κοινή» και χαράζει το δρόμο για τη χρήση της δημώδους, ενώ οι κανόνες επαναφέρουν τη λόγια γλώσσα. Το κοντάκιο έχει διηγηματικό χαρακτήρα και εν πολλοίς έχει στοιχεία του συναξαριού, ενώ με τους κανόνες η ποίηση δίνει περισσότερο έδαφος στη θεολογία, στη δογματική προσέγγιση και η ποιητικότητα πολλές φορές δεν εκδηλώνεται καν. Το κοντάκιο είναι περιγραφικό και κατά κανόνα διαλογικό, παρουσιάζοντας μία δραματική ένταση, ενώ ο κανόνας μέσω του μονολογικού και στοχαστικού του χαρακτήρα παρουσιάζεται περισσότερο λυρικό. Η πιο σχηματική και διακριτή διαφορά μεταξύ των δύο ειδών είναι η μουσική. Τα κοντάκια είναι μονότονα με έως δύο παραλλαγές του ήχου. Αντίθετα ο κανόνας επιτρέπει 8-9 παραλλαγές του ίδιου ήχου.

Οι υμνογράφοι του 8ου και του 9ου περιελάμβαναν αποσπάσματα από τα έργα του Ρωμανού και έτσι ο μεγαλύτερος αριθμός των ύμνων χάθηκε ή σώθηκε αρκετά τροποποιημένος. Ωστόσο υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως ο ύμνος για τη Γέννηση του Χριστού που σώθηκε μέχρι τον 12ο αι. και εψάλλετο στο επίσημο αυτοκρατορικό γεύμα από διπλό χορό.

Όπως σημειώνει και ο Αβέριντσεφ, τα άσματα του Ρωμανού ξεχωρίζουν για τη απλότητα και το έντονο πάθος, τα οποία ως στοιχεία που φανερώνουν ότι στη βυζαντινή λογοτεχνία εισήχθη η κοσμοαντίληψη των απλών ανθρώπων στην αυτοκρατορία, που δεν είχαν σχέση με τη κλασική παράδοση και την λογιοσύνη του αρχαίου ελληνικού κόσμου.



ΠΗΓΗ: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
Πηγή: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *