Σ’ ἕνα γράμμα ὅλη ἡ ἀλήθεια
«Νομίζω, λοιπόν, ὅτι τὸ γράμμα Ε δὲ συμβολίζει οὔτε ἀριθμὸ οὔτε σειρὰ οὔτε σύνδεσμο οὔτε κάποιο ἄλλο ἀπὸ τὰ ἐλλιποῦς σημασίας μόρια. Ἀλλὰ εἶναι μία αὐτοτελὴς προσαγόρευση καὶ προσφώνηση τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐκφώνησὴ τῆς κάνει αὐτὸν που τὴν πρόφερε νὰ συλλαμβάνει τὴν δύναμη τοῦ θεοῦ. Γιατὶ ὁ θεὸς σὲ κάθε ἕναν που προσέρχεται ἐδῶ ἀπευθύνει τὸ γνῶθι σαυτὸν σὰν ἑνὸς εἴδους χαιρετισμό, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι σὲ καμιὰ περίπτωση κατώτερος ἀπὸ τὸ ‘χαῖρε’. Ἐμεῖς, πάλι, ἀπαντώντας στὸ θεὸ λέμε «εἶ-σαι»(=εἶ)», θεωρώντας ὡς ἀληθὴ, ἀψευδὴ καὶ μόνο ταιριαστὴ μόνο σ’ ἐκείνον προσφώνηση αὐτὴν ποῦ σημαίνει τὸ εἶναι».
Πλουτάρχου, «Περὶ τοῦ Ει τοῦ ἐν Δελφοῖς», 392a, ἐκδόσεις Ζῆτρος, σελ. 329
Ὁ Πλούταρχος ἦταν ὁ πρεσβύτερος τῶν ἱερέων τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν καὶ ὁ καθ’ ὕλην ἁρμόδιος γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν πυθικῶν χρησμῶν. Ἡ ζωὴ τοῦ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀπέχουν παρασάγγας ἀπὸ τὴν ἰδέα ποῦ μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει κάποιος ἀγχωμένος καὶ παραζαλισμένος ἄνθρωπος τῶν ἡμερῶν μᾶς περὶ τοῦ ἰδανικοῦ, κατὰ φύσιν καὶ σὺν θεῶ ζῆν. Το «Περὶ τοῦ Ει τοῦ ἐν Δελφοῖς» ἀπ’ ὅπου προέρχεται τὸ ἀπόσπασμα στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου πραγματεύεται ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα ἑλληνικὰ αἰνίγματα: Το «Ει» ποῦ ἦταν χαραγμένο στὸ ἀέτωμα τῆς κεντρικῆς πύλης τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Οἱ θεωρίες εἶναι πολλὲς καὶ τὰ μυστικὰ που τὸ περιβάλλουν ἀκόμα περισσότερα.
Ὁ ἱεροφάντης Πλούταρχος, θέλοντας νὰ προσφέρει ἕνα λυτρωτικὸ δῶρο γνώσης ἀληθείας, ποῦ εἶναι συνάμα ἰσχὺς καὶ ἐλευθερία, παραθέτει διάφορες ἑρμηνεῖες γιὰ τὸ «Ει» καὶ τὴ σημασία τοῦ. Ἡ ποικιλότητα τῶν ἐξηγήσεων γιὰ τὸ σύμβολο ποῦ καλωσόριζε τὸν εὐσεβὴ πιστὸ στὸν οἶκο τοῦ ἀγλαότιμου καὶ ὀλβιοδώτη Ἀπόλλωνα εἶναι παιχνίδι καὶ δοκιμὴ τῆς κρίσης, τῆς ἐνσυναίσθησης καὶ τοῦ ἐπιπέδου αὐτογνωσίας τοῦ ἀναγνώστη. Μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει κάποια ἤ καὶ καμία, ἄν εἶναι σχετικὰ νέος στὴν ἔρευνα τῶν ἄρρητων μυστικῶν τῶν μαγικῶν ψηφίδων τοῦ συμπαντικοῦ πάζλ, που συμπυκνώνεται στὰ ἑλληνικὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου. Δύσκολα θὰ σκεφτεῖ κάποιος ὅτι ἐνδέχεται νὰ ἰσχύουν ὅλες ταυτόχρονα καὶ πῶς μία καθολικὴ σὲ ἔνταση, ποιότητα, βάθος καὶ ἁρμονία ἐμπειρία, ὅπως τὸ δελφικὸ ταξίδι θὰ ἔπρεπε νὰ συμβολίζεται μὲ μία εἰκόνα ποῦ ἐκθέτει σὲ κοινὴ θέα ἐν τμῆμα ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο τοῦ θεοῦ.
Γνῶθι σαυτὸν
Το «ει» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σημαίνει «εἶσαι». Καὶ οἱ ἄνθρωποι που ἔκαναν αὐτὸ τὸ ὑπαρξικὸ ταξίδι μέχρι τὴν δροσιὰ τῆς Κασταλίας πηγῆς καὶ τὴν ὀσμὴ τῆς μάντιδας δάφνης ἀντικρίζοντας τὸ «Ει» ἔνιωθαν ὅτι εἰσέρχονταν στὸν χῶρο τοῦ Ἑνὸς που ἀληθῶς Εἶναι. Κι ὁ Ὤν τοὺς ἀπηύθυνε ὡς χαιρετισμὸ «γνῶθι σαυτόν». Το συναίσθημα ἀπὸ τὴν ἀνατριχιαστικὴ συνειδητοποίηση τοῦ δίχως φωνή, τοῦ ἄναυδου διαλόγου, ἦταν ἡ λήψη τοῦ πρώτου χρησμοῦ. Οἱ θνητὲς φύσεις, ποῦ παλινδρομοῦν μεταξὺ φθορὰς καὶ ἀφθαρσίας, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Πλούταρχος στὸ ἀμέσως ἑπόμενο χωρίο, ἔχουν μόνο μία «ἀμυδρὴ καὶ ἀβέβαια εἰκόνα» τοῦ ἑαυτοῦ τούς. Καὶ οἱ ἐφήμεροι διαρκῶς ἀλλάζουν. Μεταβάλλουν διαθέσεις, ἀντιλήψεις, σώματα καὶ ἐνδιαιτήματα. Γεννοῦν καὶ καταστρέφονται καὶ ποτὲ ὁ προηγούμενος ἑαυτὸς δὲν εἶναι ἴδιος μὲ τὸν ἑπόμενο, ἐκείνον δηλαδὴ ποῦ ἐξελίχθηκε. Ὅπως λέει καὶ ὁ Πλούταρχος «ὁ χθεσινὸς ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μεταπίπτόντας στὸν σημερινό, ἐνῶ ὁ σημερινὸς θὰ πεθάνει μεταπίπτοντας στὸν αὐριανό». Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἐκτὸς τῶν κύκλων τῆς ἀτέρμονης μεταβολῆς καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἔχοντας αὐτὰ κατὰ νοῦ μπορεῖ κάποιος νὰ ὑποθέσει πόσο ἀπύθμενη εἶναι ἡ βλακεία, ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ συνειδητὴ ροπὴ στὴν παραπλάνηση τῶν πολιτῶν, ὅσων αὐτοσυστήνονται ὡς «προοδευτικοὶ» ἤτοι φορεῖς τῆς ἀλλαγῆς σὲ ἀντίθεση μὲ τους «συντηρητικούς», ἐκείνους που τάχα θὰ παγώσουν τὸν χρόνο μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ μὴν ἐπέλθει πρόοδος! Οὗτοι ἀποδίδουν στὸν ἑαυτὸ τους τὴν ἰδιότητα τοῦ Χρόνου αὐτοπροσώπως καὶ στοὺς ἀντιπάλους «συντηρητικοὺς» τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ!
Οἱ Δελφοί, μὲ ἕνα σύμβολο στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνα ἀφηγοῦνται τὴν ἱστορία τοῦ σύμπαντος. Δίνουν στὸν ἱκέτη, στὸν αἰτούμενο χρησμοδοσίας, τὸ φῶς τῆς ἄχρονης γνώσης καὶ μία εὐκαιρία νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ καὶ νὰ ἀγγίξει μὲ τὰ ἀκροδάχτυλα τὴ θεία οὐσία καὶ τὴν πρωταρχικὴ αἰτία. Ἐκεῖ νὰ ἑστιάσουμε. Ἐκεῖ νὰ στρέψουμε τὸ νοῦ. Ὄχι στὰ ἀσήμαντα, τὰ περιτρίμματα τοῦ τίποτα καὶ στὰ ἀπόνερα τῶν ὀχετῶν τῆς παρακμῆς.
Πηγή: Οι Αδιάβροχοι