Σαν σήμερα 8 Φεβρουαρίου 1980 έφυγε ο Νίκος Ξυλούρης..

Νίκος Ξυλούρης

O Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, σε ηλικία 44 χρόνων. O σπουδαίος αυτός άνθρωπος και ερμηνευτής είχε ριζώσει βαθιά στις καρδιές του κόσμου. H ξεχωριστή φωνή του, που φιλοξενούσε στα πατήματα και στις αναπνοές της τα αρώματα της ποίησης του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου – τα μεγάλα τραγούδια του, οι αγώνες του για τη δημοκρατία τον είχαν, ήδη, καταξιώσει στο Πάνθεον των αξέχαστων.

Ο μύθος του παλικαριού με τη στεντόρεια και την αισθαντική φωνή, την καθαρή ματιά, δεν έπαψε ούτε στιγμή να φουντώνει και να θεριεύει στην καρδιά και στη συνείδηση του κόσμου, κι ας έχουν περάσει 29(36) χρόνια από τότε που «έφυγε.

Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια Ηρακλείου στις 7 Ιουλίου το 1936(κατά πάσα πιθανότητα). Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Ετσι χάθηκαν και χαρτιά του Νίκου Ξυλούρη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ημερομηνία γέννησης του.

Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγιανούς. Λίγο το λάδι, λίγο το ψωμί, ο τόπος ξερός για να φυτέψεις, να ποτίσεις και το χωριό εντελώς κατεστραμμένο. Σ' αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος Ξυλούρης κάνει τα πρώτα του βήματα.

Σε νεαρή ηλικία , στην τρίτη μόλις τάξη, παρακαλεί τους γονείς του να του πάρουν μια λύρα και να τον αφήσουν να συνεχίσει την δουλειά του παππού του. Αλλά ο πατέρας του, Γιώργος Ξυλούρης, είναι ανένδοτος, θέλει ο γιος του να μάθει γράμματα και να σπουδάσει. Τελικά όμως ο Νίκος, με τη βοήθεια του δασκάλου του, ο οποίος πίστεψε στο ταλέντο του, καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του. Ετσι ένα πρωινό αγοράζει από το Ηράκλειο την πιο όμορφη λύρα. Τα όνειρα του Νίκου παίρνουν σάρκα και οστά. Το τραγούδι γίνεται από εκείνη τη στιγμή ο σκοπός της ζωής του. Κανείς πια δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Αλλά ούτε και ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί πως με το τραγούδι του θα έφερνε μια μέρα μηνύματα αγάπης και λευτεριάς και θα ξεσήκωνε ολόκληρη την Ελλάδα.

Στα 17 με όπλα τη λύρα και η φωνή του ζητά την ευχή της μάνας του, χαιρετά τα αγρίμια και το Ψηλορείτη και κατεβαίνει στο Ηράκλειο. Εκεί πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα την κάμαρα που είχε νοικιάσει. Ο Ξυλούρης την περίοδο αυτή είχε να αντιμετωπίσει τη μουσική εκείνης της εποχής (ευρωπαϊκά βαλς, ταγκό κ.λ.π) καθώς επίσης και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν οργανώνοντας γλέντια. Ετσι ο Νίκος σιγά -σιγά άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και να κερδίζει όλο και πιο πολλά χρήματα, βέβαια δεν δούλευε μόνο για τα χρήματα και όπου δεν είχαν να τον πληρώσουν καθόταν με το παραπάνω λέγοντας : «Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη για να γλεντήσουν».

Την 21η Μαΐου του 1958, ο Νίκος Ξυλούρης παντρεύεται την Μελαμπιανάκη Ουρανία και το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους αποφασίζουν να εγκατασταθούν μαζί στο Ηράκλειο. Ο Νίκος συνεχίζει την ανοδική του πορεία και τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Οντεόν» που έχει τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Η αμοιβή του ; 150 δραχμές !! Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο οπού ανάμεσα από δεκάδες συγκροτήματα ο Ελληνας λυράρης παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με την λύρα.

Το 1967, επί δικτατορίας, ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο, τον «Ερωτόκριτο» και τον Απρίλη του 1969 κάνει την πρώτη του επίσημη δοκιμαστική εμφάνιση του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι». Ο κόσμος τον αποθεώνει και ο Νίκος Ξυλούρης αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Κάποιο από τα βράδια ο Νίκος γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη και ποιητή Ερρίκο Θαλασσινό και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Μέσο του Θαλασσινού γνωρίζει τον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο με τον οποίο και συνεργάστηκε. Μετά από ένα χειμώνα επιτυχίας, το καλοκαίρι του '70 κατεβαίνει στο Ηράκλειο να εργαστεί. Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίζεται με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τότε διευθυντή της «Κολούμπια», ο οποίος και του ζητά να συνεργαστούν. Αυτή η συνάντηση αποτέλεσε την αφετηρία για την καριέρα του Νίκου. Το έργο του με τίτλο τα «Ριζίτικα», που τόσο καιρό προσπαθούσε να εκδώσει, γίνεται δίσκος και φιγουράρει στις βιτρίνες των αθηναϊκών καταστημάτων. Αργότερα βραβεύεται για την ερμηνεία στο δίσκο αυτό από την Γαλλική Ακαδημία Σάρλ Κρός αλλά θα πάρει την πρώτη του καλλιτεχνική απογοήτευση αφού στο εξώφυλλο του ξένου δίσκου δεν αναφέρεται καν το όνομα του.

Μετά τα κέντρα και τις μπουάτ, έρχεται το θέατρο. Το καλοκαίρι του 1973 η αξέχαστη Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν το «Μεγάλο μας Τσίρκο». Ο Νίκος Ξυλούρης δίνει τον καλύτερο εαυτό του και τα ταμεία δεν προλαβαίνουν να κόβουν εισιτήρια. Η παράσταση μένει σταθμός στην καλλιτεχνική καριέρα του Νίκου.

Ο Νίκος Ξυλούρης ζούσε μεγάλες στιγμές δόξας, αλλά μέσα του ήξερε ότι όλα αυτά δεν θα τα ζούσε για πολύ ακόμα. Η ασθένεια του (καρκίνος) είχε αναπτυχθεί μέσα του και μέρα με την ημέρα του αφαιρούσε τη ζωή. Τελικά μετά από πολλές προσπάθειες ο Νίκος Ξυλούρης χάνει την άνιση αυτή μάχη στο αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς.



Γνήσιο αυτόγραφο του Νίκου Ξυλούρη

Γνήσιο αυτόγραφο του Νίκου Ξυλούρη

Ποτέ άλλοτε καλλιτέχνης, που συνέδεσε το όνομά του με την παραδοσιακή μουσική, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα στενά δεσμά του είδους και να γνωρίσει την πανελλαδική αποδοχή. Ο Νίκος Ξυλούρης, χάρη στο ταλέντο και στον οίστρο του, έκανε αγαπητό το κρητικό ιδίωμα από το Ηράκλειο μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ποτέ άλλοτε τραγουδιστής δεν πέρασε από το δημοτικό τραγούδι στο λόγιο, όχι μόνο χωρίς απώλειες, αλλά, αντίθετα, με δάφνες γενικής αναγνώρισης, συμπάθειας και δικαίωσης. Μέσα σε μια δεκαετία, κάλυψε τεράστια ποσότητα έργου υψηλής ποιότητας και καθολικής παραδοχής. Τραγούδησε Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Κυριολεκτικά, δέσποσε τη δεκαετία του ’70, σηκώνοντας στις πλάτες του το προοδευτικό τραγούδι τα χρόνια της δικτατορίας και στις αρχές της μεταπολίτευσης.

Δεκάχρονη πορεία δημιουργίας και αντίστασης

Το 1969 τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού», που η απήχησή της σπάει τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι», και το Σεπτέμβριο εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: «Ψαρρονίκος – Κρητικά Τραγούδια» και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης.

Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά – μαζί με την Μαρία Δημητριάδη – στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». H εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει στην εκφορά του λόγου περνούν στις ψυχές και στα χείλη του κόσμου την ελλειπτική και σουρεαλιστική γραφή του K. X. Μύρη, που υπογράφει τους στίχους. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένα από τα τραγούδια που ξεχώρισαν: «Καφενείον η Ελλάς», «1944», «O γερο – δάσκαλος» κ.ά.

Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», «Κόσμε χρυσέ» κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.

H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα μακριά απ’ τ’ Αϊβαλί»), στο ίδιο πνεύμα με το «Χρονικό». Παράλληλα, συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας τα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.

Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).

«…τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους»

Και στη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Ξυλούρης θα εκδηλώσει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».

Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά lp «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση – με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση – ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.

Την επόμενη χρονιά, εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα, με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβριο του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική – διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.

Ο Νίκος Ξυλούρης είναι μια φιγούρα ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, που πάλλεται ανέπαφη, δεκαετίες μετά το τελευταίο «αντίο». Ανθρωπος ανιδιοτελής, περήφανος και με σπάνιο ήθος, στάθηκε πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς.

Σ.ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Πηγή: Λ α β ύ ρ ι ν θ ο ς

Σχετικά άρθρα...

2 Σχόλια

  1. Ο/Η Ἑλλήνων Φῶς λέει:

    Πώς να σωπάσω μέσα μου
    την ομορφιά του κόσμου;
    Ο ουρανός δικός μου
    η θάλασσα στα μέτρα μου

    Πώς να με κάνουν να τον δω
    τον ήλιο μ’ άλλα μάτια;
    Στα ηλιοσκαλοπάτια
    Μ’ έμαθε η μάνα μου να ζω...

    Στου βούρκου μέσα τα νερά
    ποια γλώσσα μου μιλάνε
    αυτοί που μου ζητάνε
    να χαμηλώσω τα φτερά;

    https://youtu.be/Uw-cjudBVKA

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *