ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μὲ τὸ γλυκὸ κρασὶ ἡ μαγεύτρα Πλάνη τὶς ταπεινὲς ψυχὲς μεθάει κι εὐφραίνει· μὲ τὸ πικρὸ φαρμάκι ἡ Ἀλήθεια ραίνει τοῦ ἀδούλωτου μετώπου τὸ στεφάνι. Ἔτσι τοῦ Χάρου τὸ ποτήρι ἀγγίζει στὰ χείλη του τ' ἀχνὰ ὁ Σωκράτης, κι ὅπως τῆς μέθης τὸ ποτήρι ὁ χαροκόπος, ὡς τὴ στερνὴ ρανίδα τὸ στραγγίζει. Σκεπάζει μὲ τὴ φτωχικὴ χλαμύδα τὴν ὄψη του, νὰ μὴ φανῆ τὸ ἀχνάρι τοῦ πόνου ἀντίκρυ στὸ θαμπὸ λυχνάρι, καὶ κράζει ξεψυχώντας: ο ὐ δ ὲ ν ο ἶ δ α ! Περνοῦν οἱ αἰῶνες. Οἱ σοφοὶ σκυμμένοι στοῦ λογισμοῦ τὰ βύθη ἀνασκαλεύουν τ' ἀνέγγιχτα, καὶ μὲ σκιὲς παλεύουν· καὶ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς μυστήριο μένει. Καὶ κράζουν: ο ὐ δ ὲ ν ο ἶ δ α ! κι ἡ μορφή του φωτόλουστη, ὁλοζώντανη προβάλλει μπροστά τους, καθρεφτίζοντας τὰ κάλλη ψυχῆς ἀγγελικῆς· μορφὴ προφήτου... Ὅταν νεκρὸ στὸ χάος ἕν' ἄστρο σβέση, χρόνοι καὶ αἰῶνες καὶ καιροὶ περνᾶνε κι ἀκόμα ὁ κόσμος τὸ θωρεῖ, σὰν νὰ 'ναι τ' ἄστρο ψηλὰ στὴν ἴδια του τὴ θέση.
Ἰωάννης Πολέμης
«Ἑσπερινὸς»
Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Ε' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1975)
Ἑλλήνων Φῶς