Στό ἀπόσπασμα (ἀπό τήν ζωή τοῦ Ντοστογιέφσκυ)
…Ὡστόσο, καλύτερα λέω νὰ σᾶς διηγηθῶ γιὰ μία ἄλλη μου συνάντηση ποὺ εἶχα πέρυσι μ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὑπῆρχε κάτι παράξενο σ’ ὅλ’ αὐτά, ἰδιαίτερα παράξενο γιατί σπάνια τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔφτασε μία φορά ἴσαμε τὸν τόπο τῶν ἐκτελέσεων καὶ τοῦ εἶχαν διαβάσει κιόλας τὴν ἀπόφαση τοῦ τουφεκισμοῦ του γιὰ κάποιο πολιτικὸ ἔγκλημα. Κάπου εἴκοσι λεπτὰ ἀργότερα τοῦ διάβασαν καὶ τὴν ἀπόφαση ἀπονομῆς χάριτος καὶ τοῦ ὁρίστηκε μία ἄλλη ποινή, ὡστόσο ὅμως αὐτός, στὸ διάστημα ἐκεῖνο, ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἀποφάσεις, μέσα στὰ εἴκοσι κεῖνα λεπτά, ἤ τουλάχιστον στὰ δέκα πέντε, ἔζησε μὲ τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα πὼς ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ πεθάνει.
Τὸν ἄκουγα μὲ τρομερὴ περιέργεια ὅταν καμιὰ φορά ἀναθυμόταν τὶς τοτινὲς του ἐντυπώσεις κι ἀρκετὲς φορὲς ἄρχιζα πρῶτος ἐγὼ καὶ τοῦ ἔκανα ἐρωτήσεις. Τὰ θυμόταν ὅλα πεντακάθαρα κι ἔλεγε πὼς ποτὲ του δὲ θὰ ξεχάσει τίποτα ἀπὸ κεῖνες τὶς στιγμές. Κάπου εἴκοσι βήματα πιὸ δῶ ἀπ’ τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης- ὅπου στεκόταν κόσμος καὶ στρατιῶτες εἶχαν μπήξει στὸ χῶμα τρεῖς πασσάλους γιατί οἱ κατάδικοι ἦταν ἀρκετοί. Τούς τρεῖς πρώτους τούς πῆγαν στοὺς πασσάλους, τοὺς ἔδεσαν , τοὺς φόρεσαν τὸ ροῦχο τῶν μελλοθανάτων (ἄσπρες μακριὲς μπλοῦζες) καὶ στὰ μάτια τους κατέβασαν ἄσπρες κουκοῦλες γιὰ νὰ μὴ βλέπουν τὰ ντουφέκια. Ὕστερα, ἀπέναντι σὲ κάθε πάσσαλο παρατάχτηκε τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα- ἀρκετοὶ στρατιῶτες. Ὁ γνωστός μου στεκόταν ὄγδοος στὴ σειρά, ἔπρεπε λοιπὸν νὰ πάει στοὺς πασσάλους μὲ τὴν τρίτη τριάδα.
Ὁ ἱερέας πέρασε μπροστὰ ἀπ’ ὅλους τους μὲ τὸ σταυρό. Ὅλα ἔδειχναν πὼς εἶχε νὰ ζήσει κάπου πέντε λεπτά, ὄχι περισσότερο. Μοῦ λέγε πὼς ἐκεῖνα τὰ πέντε λεπτὰ τοῦ φαινόταν μία ἀτέλειωτη διορία, ἕνας τεράστιος θησαυρός. Τοῦ φαινόταν πὼς μέσα σὲ κεῖνα τὰ πέντε λεπτὰ θὰ ζήσει τόσες ζωές, ποὺ πρὸς τὸ παρὸν δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ σκέφτεται τὴν τελευταία στιγμή, τόσο μάλιστα ποὺ πῆρε ὁρισμένες ἀποφάσεις: ὑπολόγισε τὸ χρόνο γιὰ ν’ ἀποχαιρετίσει τοὺς συντρόφους του, ξεχώρισε γι’ αὐτοὺς δυὸ λεπτὰ πάνω-κάτω, ἄλλα δυὸ λεπτὰ τὰ ξεχώρισε νὰ σκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορά γιὰ τὸν ἑαυτό του, κι ὅ,τι ἀπόμενε, εἶπε νὰ κοιτάξει γιὰ στερνὴ φορά γιὰ γύρω του.
Εἶχε πλήρη συνείδηση πὼς πῆρε αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς τρεῖς ἀποφάσεις καὶ τὰ’ χε ἔτσι ἀκριβῶς ὑπολογίσει ὅλα. Πέθαινε εἴκοσι ἑφτὰ χρονῶν, γερὸς καὶ δυνατός. Ἀποχεραιτώντας τοὺς συντρόφους του, θυμόταν πὼς σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς εἶχε κάνει μία ἀρκετὰ ἄσχετη ἐρώτηση κι ἐνδιαφέρθηκε μάλιστα πολὺ ν’ ἀκούσει τὴν ἀπάντηση. Ὕστερα ὅταν ἀποχαιρέτησε τοὺς συντρόφους του, ἦρθε ἡ σειρὰ γιὰ κεῖνα τὰ δυὸ λεπτὰ ποὺ τὰ’χε ὑπολογίσει γιὰ νὰ σκεφτεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Ἤξερε ἀπ’ τὰ πρὶν τί θὰ σκεφτόταν: λαχταροῦσε ὅλη τὴν ὥρα νὰ φανταστεῖ ὅσο μποροῦσε πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ ζωηρὰ τοῦτο δῶ: πὼς γίνεται ἀλήθεια κι εἶναι τώρα ζωντανὸς καὶ σὲ τρία λεπτὰ θα’ ναι κιόλας κάτι, κάποιος ἤ κάτι , - μὰ ποιός; Ποῦ; Αὐτὰ λογάριαζε νὰ τὰ ξεδυαλύνει μέσα σὲ κεῖνα τὰ δυὸ λεπτά!
Λίγο μακρύτερα ἦταν καὶ μία ἐκκλησία, ἡ κορφὴ τῆς μητρόπολης μὲ τὸν ἐπίχρυσο τροῦλο λαμποκοποῦσε μὲς στὸν ἥλιο. Θυμόταν πὼς κοίταξε μὲ τρομερὴ ἐπιμονὴ κείνη τὴ στέγη καὶ τὶς ἀχτίδες ποὺ ἀντανακλοῦσε τὸ χρυσάφι της. Δὲν μποροῦσε νὰ ξεκολλήσει τὴ ματιὰ του ἀπ’ τὶς ἀχτίδες: τοῦ φαινόταν πὼς οἱ ἀχτίδες ἐκεῖνες ἦταν ἡ καινούργια του φύση, πὼς σὲ τρία λεπτὰ θὰ γίνει κατὰ κάποιον τρόπο ἕνα μαζί τους…τὸ ἄγνωστο κι ἡ ἀποστροφὴ γι’ αὐτὸ τὸ καινούργιο ποὺ θὰ γίνει καὶ θα’ ρθεῖ τώρ’ ἀμέσως, ἦταν κάτι τὸ τρομερό.
Ἔλεγε ὡστόσο πὼς ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ βάραινε τίποτα τόσο τὴν καρδιὰ ὅσο ἡ ἀδιάκοπη σκέψη: «Τί θὰ γινόταν, ἂν δὲν πέθαινα! Τί θὰ γινόταν, ἂν ξανακέρδιζα τὴ ζωή- τί αἰωνιότητα! Κι ὅλα αὐτὰ θὰ ἦταν δικά μου! τότε κάθε στιγμὴ θὰ τὴν εἶχα μεταβάλει σὲ αἰώνια, τίποτα δὲ θά’χανα, τὴν κάθε στιγμὴ θὰ τὴν ὑπολόγιζα καὶ θὰ τὴ λογάριαζα, τίποτα πιὰ δὲ θὰ ξόδευα ἄσκοπα!» Ἔλεγε πὼς τελικά, ἡ σκέψη κείνη μεταμορφώθηκε μέσα του σ’ ἕνα τέτοιο μίσος ποὺ ἄρχισε νὰ λαχταράει νὰ τὸν ντουφεκίσουν μία ὥρα ἀρχύτερα.
Ὁ πρίγκιπας σώπασε ξαφνικά. Ὅλες τους περίμεναν πὼς θὰ συνεχίσει καὶ θὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του.
- Τελειῶστε;- ρώτησε ἡ Ἀγλαΐα.
- Τί; Τελείωσα,- εἶπε ὁ πρίγκιπας βγαίνοντας ἀπ’ τὴν ὀνειροπόληση ὅπου γιὰ μιά στιγμὴ εἶχε βυθιστεῖ.
- Μὰ ποιὸς ὁ λόγος λοιπὸν πού μᾶς τὰ διηγηθήκατε ὅλ ’αὐτά;
- Ἔτσι… τὸ θυμήθηκα….τὸ ’φέρε ἡ κουβέντα…
- Εἶστε πολὺ ἀποσπασματικός,- παρατήρησε ἡ Ἀλεξάνδρα.-Σίγουρα, πρίγκιψ, θὰ θέλατε νὰ καταλήξετε στὸ συμπέρασμα πὼς οὔτε μία στιγμὴ δέν μπορεῖ νὰ τὴν ὑπολογίζει κανεὶς μὲ πεντάρες καὶ πὼς καμιὰ φορά καὶ τὰ πέντε λεπτὰ εἶναι πολυτιμότερα καὶ ἀπὸ ἕνα θησαυρό. Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀξιέπαινα, ἐπιτρέψτε μου ὡστόσο νὰ ρωτήσω, τί ἀπέγινε αὐτὸς ὁ φίλος πού σᾶς διηγήθηκε αὐτὰ τὰ τρομερὰ πράγματα…Τοῦ ἄλλαξαν, ὅπως εἴπατε, τὴν ποινή του, ποὺ θὰ πεῖ λοιπὸν πὼς τοῦ χάρισαν αὐτὴ τὴν ἀπέραντη ζωή. Λοιπὸν, πέστε μας, τί ἀπέκανε ἀργότερα μ’ αὐτὰ τὰ πλούτη; Τὴν ἔζησε τάχα τὴν κάθε στιγμὴ «λογαριάζοντάς την καὶ ὑπολογίζοντάς την»;
- Ὤ, ὄχι, μοῦ τὸ’ λέγε ὁ ἴδιος, - τὸν ρώτησα καὶ γώ ἀναφορικὰ μ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα,- δὲν ἔζησε καθόλου ἔτσι κι ἔχασε πολλὲς, πάρα πολλὲς στιγμές.
(….)
- Τί γενναῖες ποὺ εἴσαστε ὡστόσο νά, γελᾶτε, ἐμένα ὅμως μοῦ ἔκαναν τόση κατάπληξη ὅλ’ αὐτὰ ποὺ ἄκουσα τότε ἀπ’ τὸ γνωστό μου, ποὺ ἀργότερα τὰ εἶδα ὄνειρο στὸν ὕπνο μου- εἶδα κεῖνα τὰ τελευταῖα πέντε λεπτά…
Πηγή: Αγία Ζώνη