Στους ελαιώνες και στα ξενύχτια των δανείων.
Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
Οι αντι-προτάσεις των θεσμών πείθουν ότι η δια-πραγμάτευση χρησιμοποιείται ως μορφή αυτο-πραγμάτωσης. Φυλές γραφειοκρατών χώνονται, υπάλληλοι της απέραντης ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας προτείνουν, ψιθυρίζουν στο αυτί του Επίτροπου, γίνονται πολύτιμοι. Κάθε αυλικός φροντίζει τον εαυτό του, προτείνει μια ηλιθιότητα που να είναι αρεστή στον προϊστάμενό του. Άρση του ΕΚΑΣ, φούσκωμα του ΦΠΑ στα νησιά, απελευθέρωση απολύσεων, απώλεια κοινόκτητης περιουσίας και στρατηγικών δημόσιων επιχειρήσεων. Η ευρωπαϊκή ιδέα μετεξελίσσεται στη χειρότερη μορφή γραφειοκρατίας. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι ο διοικητικός φορμαλισμός μετεξελίσσεται είτε σε κτηνωδία είτε σε οικονομική δομή που ορίζει την πραγματικότητα. Ο κάτοικος των νησιών, των βουνών, ο φτωχός αστός, ο ανυποστήρικτος, εισπράττει ως οργανικό κομμάτι της καθημερινότητάς του αυτή τη γραφειοκρατική ακρότητα, την άνοια. Αυτό είναι μορφή νεοφιλελευθερισμού; Το να μεταβάλλει ένα σύστημα, την καριέρα ενός υπαλλήλου σε οργανικό μέρος της ποιότητας ενός ξωμάχου;
Την γνωρίζουμε αυτή τη λέξη; «Μάχεται έξω». Στο χωριό. Που σημαίνει ότι η Ελλάδα είχε αποφασίσει το «μέσα» (τη μορφή οικονομίας που εν τέλει τη θανάτωσε). Αναγνωστικό Τετάρτης Δημοτικού. «Από τη ζωή της υπαίθρου» - πρώτη ενότητα. «Το όργωμα» - πρώτο μάθημα. «Στους ελαιώνες και τα νυχτέρια του χωριού» - δεύτερο. Παρεμβάλλεται ένα δημώδες ποίημα. Για το αμπέλι. Στην ταξινόμηση των κειμένων κρύβονταν ο διαμοιρασμός πόλης-υπαίθρου (παραγωγικός κατ' αρχήν, πολιτισμικός και αισθητικός στη συνέχεια), η μορφή ανάπτυξης (ο πρωτογενής τομέας, η αγροτική οικονομία), μπορεί να συγκεφαλαιωνόταν σε κείμενο με μέτρια ποιότητα, αλλά εμπότιζαν καθοριστικά τόσο την μαθητική καθημερινότητα και τις ηθικοκανονιστικές παραδοχές των κοινωνικών ομάδων όσο και την παραγωγική δικαιοπραξία. Μιλούσε το κείμενο παλαιού αναγνωστικού για το όργωμα, για την ελαιοσυλλογή (σ.σ. με ραβδισμό, χτένια ή μάζεμα χαμάδας, ανάλογα), για το αμπέλι: «μη με πουλάς, αφέντη μου, κι εγώ σε ξεχρεώνω», λέει το αμπέλι (η παραγωγική δύναμη) στον αμπελουργό, στον γεωργό.
Αυτή η καθαρή ιεράρχηση παραγωγικών προτεραιοτήτων, οικονομικών σταθμεύσεων, που περιέχονταν στα κείμενα του αρχαίου αναγνωστικού, πόσο απόμακρη είναι στα κείμενα των θεσμών! Πόσο απομακρύνεται από τη διαπραγματευτική αργκό η γη, η ρίζα των πραγμάτων, η αιτία των φαινομένων και των πολιτικών! Αυτές τις διαρρήξεις φαινομένου-αιτίας, ανάγκης-παραγωγικής επιλογής κ.λπ. θεμελιώνουν τα κείμενα των δανειστών έναντι των κειμένων της -έστω- μέτριας σχολικής καθημερινότητας των παλαιών σχολικών αναγνωσμάτων.
Ναι, το ομολογώ. Υπάρχει μια νοσταλγία πίσω από την ανάκληση ενταφιασμένων κειμένων και εκπαιδευτικών δεξιώσεων. Επειδή φοβάμαι και στεναχωριέμαι, μπορεί να στρέφομαι στο παρελθόν, στα -προφανώς ιεροποιημένα- παιδικά μου χρόνια. Όμως νομίζω ότι ακόμα και η νοσταλγία είναι μια ξέφρενη πολιτική αντίρρηση. Γιατί αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς δυσάρεστο και αδιέξοδο. Κυρίως είναι οξείδωση και σήψη κάθε διαύγασης, κάθε μικρής εξατομικευμένης λάμψης, κάθε ιδέας, κάθε μορφής ευφυΐας. «Η (...) λογοτεχνία θεωρεί τον εαυτό της προαγγελία μελλοντικής συνείδησης και επομένως όχι αλληγορική παράσταση ενός άχρονου σταθερού και πάγιου (...) Ανέκφραστου», γράφει ο καθηγητής της Γερμανικής Φιλολογίας W. Preisendanz. Θα μπορούσε το πρόβλημα της σχέσης των κειμένων (δανειστών, κυβέρνησης και παλαιού αναγνωστικού) να συμπυκνωθεί σε ένα απόσπασμα του ίδιου μελετητή: «Εκείνο που καθιστά αμφίβολη τη δυνατότητα ικανοποίησης του αιτήματος για 'προσέγγιση της πραγματικότητας' είναι η απορρέουσα από το αίτημα αυτό σύνδεση της Λογοτεχνίας με μια δεσμευτική σύλληψη της πραγματικότητας». Εμείς πολιτικά μάλλον επιδιώκουμε το αντίστροφο. Ψιλά γράμματα, ειδικά όταν η πραγματικότητα διαφέρει από τον εαυτό της και δεν συμφέρει τους καριερίστες.