Τ' ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ
Προσεχτικὸ κι ἀσάλευτο, βουβὸ κι ἀφαιρεμένο
στὸ μαῦρο ἢ στ' ἄσπρο, ὑπάκουο, πηδάει καὶ περιμένει.
Στὸ μαῦρο ἢ στ' ἄσπρο, ἀσάλευτο, βαθιὰ συλλογισμένο,
τὸ σκυθρωπὸ κι ἀμίλητο παιγνίδι λογαριάζει:
Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, κι ἄλλη σκέψη.
Τριγύρω οἱ ξύλινοί του ἐχθροὶ κ' οἱ ἐπίβουλοι σκοποί τους.
Τί νὰ σκεφθεῖ, νὰ σοφισθεῖ καὶ τί νὰ λογαριάσει;
Μὲς στὰ στενὰ τετράγωνα ἐσώθηκεν ἡ σκέψη
κ' ἒγινε πιὰ μονότονη καὶ γνώριμη ἡ ζωή του:
Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη — ἡ ἴδια σκέψη!
Τὸ σιωπηλὸ παιγνίδι του μετρὰ καὶ λογαριάζει,
μὰ ὃμως τὸ ξέρει πὼς γραφτὸ σ' ὅλη εἶναι τὴ ζωή του,
νὰ ὁρμᾶ μέσα στοὺς ξύλινους ἐχθρούς του καὶ νὰ πέφτει,
στὸ μαῦρο ἢ στ' ἄσπρο, ἡρωικά, κοντὰ στὸ βασιλιά του!
ΜΙΧ. Δ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 635, 1953
Ἑλληνων Φῶς