Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου - Ἡ Ξενητεμμένη (Κωστὴς Παλαμᾶς)
Ἐλθέ, μάκαιρα θεά, μάλ' ἐπήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ψυχῇ γάρ σε καλῶ σεμνῇ, ἁγίοισι λόγοισι.
(Ἔλα, θεά μακαριστὴ καὶ τρισχαριτωμένη,
Σὲ κράζω μὲ ψυχὴ σεμνή, σὲ κράζω μ' ἅγια λόγια!)
Ὀρφικός ὕμνος εἰς Ἀφροδίτην.
᾿Σ' ἕνα παλάτι ἀρχοντικὸ ᾿στὸν ξακουσμένο τόπο
Ξενητεμμένη βρίσκεται κι' ἄφθαρτη βασιλεύει
Μαρμαροκάμωτη θεά, τῆς Μήλου ἡ Ἀφροδίτη.
Ἀπὸ ᾿μπροστά της ὁ Καιρὸς περνάει, δὲν τὴν ἐγγίζει,
Τὰ μάτια της δὲν δέχονται τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο,
Καὶ λάμπουν ὅλα γύρω της ἀπ' τὴ δική της λάμψι·
Τὰ μάτια της ἀδάκρυτα 'ς ἄλλους τὰ δάκρυα φέρνουν,
Τὰ στήθη της ἀμάραντα καρδιόχτυπο δὲν ἔχουν,
Ὅμως ραγίζουν ταὶς καρδιαίς, τὰ γόνατα λυγίζουν,
Τὰ χείλη της ἀγέλαστα τοὺς πονηροὺς φοβίζουν,
Καὶ τὰ κομμένα χέρια της βαθειὰ ᾑ καρδιαὶς τὰ νοιώθουν
Να ξερριζώνουν στοχασμοὺς ἀνάξιους, φαῦλα πάθη·
Καὶ τὸ παλάτι εἶν' ἐκκλησιὰ ποῦ ἀντὶ βωμοὺς καὶ εἰκόνες
Κρατεῖ τὸν ἴδιο τὸ θεὸ μέσα φανερωμένο,
Κι' ὅλο ἀπὸ Νότο καὶ Βορειᾶ κι' Ἀνατολὴ καὶ Δύσι
Μπροστά της κόσμος σέρνεται γιὰ νὰ τὴν προσκυβήσῃ.
Μιὰ μέρα ἀπ' τῆς Ἑλλάδος του τὰ γαλανὰ ἀκρογιάλια
Πρόβαλεν ἕνας Ποιητὴς 'ς τ' ἀρχοντικὸ παλάτι
Καὶ ξαγναντεύει τὴ θεὰ κ' ἐμπρός της γονατίζει
Καὶ σμίγει παρακαλεστὰ τὰ χέρια του καὶ λέει:
- Δέσποινα μεγαλόχαρη σὲ μακρυσμέναις χώραις,
Στὰ χώματα τῆς ξενητιᾶς Κυρὰ μαρμαρωμένη,
Βασίλισσα ποῦ κυβερνᾷς ἄλλα βασίλεια τώρα,
Θεὰ ποῦ ζῇς ἀθάνατη μακρυὰ ἀπ' τὸν Ὄλυμπό σου!
Ἀπ' τῶν Κυθήρων τὰ νερὰ κι' ἀπ' τοὺς ἀφρούς τῆς Κύπρου
Κι' ἀπὸ τὸν καθαρώτατον ἀέρα τῆς Ἀθήνας
Κι' ἀπὸ τ' Ἀργείτικα βουνὰ κι' ἀπ' τῆς Ἠλείας τοὺς κάμπους
Κι' ἀπὸ τὴν ἡλιοφώτιστην Ἑλλάδα, ἀπ' τὴν πατρίδα
Σοῦ φέρνω ἕνα παράπονο καὶ τὸ σκορπῶ ἀπ' τὰ βάθη
Τῆς φλογισμένης μου καρδιᾶς γονατιστὸς μπροστά σου.
Μάρμαρο ἀθάνατον, ὁποῦ σφιχτὰ σὲ περιχύνει
Τόση ζωὴ καὶ δύναμις ὅση ποτὲ δὲν ἔχει
Τὸ εὐκολοσύντριφτο κορμὶ λιγόζωου τοῦ ἀνθρώπου,
Θεά, τέτοιο παράπονο μὴ τὸ καταφρονέσῃς,
Κι' ἄν δὲν τ' ἀκοὺς νὰ χύνεται 'ς τοῦ Πλάτωνος τὴ γλῶσσα
Κι' ἄν δὲν μετράῃ τὰ λόγια του Ὁμηρικὴ ἁρμονία.
Ἤρθανε χρόνια δίσεχτα, τὰ Ὁμηρικὰ τραγούδια
Ἐσώπασαν, βουβάθηκαν οἱ Πλάτωνες γιὰ πάντα,
Καὶ τῶν βουνῶν σου ᾑ μέλισσαις μακρυὰ σὲ ξένα χείλη
Τὸ παραιτοῦν τὸ μέλι τους, κ' οἱ ποιηταὶ τοῦ τώρα
Μὲ τὰ συντρίμμια ἀπόμειναν 'ς τὴν ἔρημην Ἑλλάδα
Μιλοῦν γλῶσσ' ἀνυπόταχτη, λαχταριστή, θρεμμένη
Μὲ τῶν ἑλληνικῶν βουνῶν τὸν πάναγνον ἀέρα,
Ἀλλὰ γλυκειὰ καὶ γνώριμη 'ς τά θεϊκὰ τ'αὐτιὰ σου,
Γιατ' εἶνε γλῶσσα τῆς ζωῆς καὶ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας!
Τώρα τὰ λόγια μου ἄσχημα κι' ἂν σοῦ φανοῦν καὶ κρύα,
Κι' ἄψυχο τὸ παράπονο, μή με καταφρονέσῃς·
Ὅλα μπροστά σου εἶν' ἄψυχα, κι' αὐτὰ κι' ὁ κόσμος ὅλος,
Μπροστά σου ἀκόμα κ' οἱ θεοὶ παλῃοὶ καὶ νέοι καὶ ὅλοι
Δείχνονται 'σὰ φαντάσματα ποῦ νόημα δὲν ἔχουν.
Κι' ἄν κρύβῃ ὁ κόσμος λεβεντιὰ καὶ νιότη ἄν κρύβῃ ἀκόμα,
Εἶνε γιατὶ δὲν ἔχασε τὴ χάρι νὰ σὲ νοιώθῃ
Καὶ νὰ θαμπώνεται ἀπὸ σὲ καὶ νὰ σὲ προσκυνάῃ!
Αὐγὴ, 'ς τοῦ κόσμου τὴν αὐγὴ ἐπρωτοφανερώθης!
Ἐσ' εἶσαι ἀλάθευτη θεὰ κι' ἀνίκητη παρθένα,
Ἐσὺ δὲν ἐγεννήθηκες ἀπὸ κοιλιὰ μητέρας
Καὶ τ' ἀστροστέφανου οὐρανοῦ κόρη μονάκριβ' εἶσαι.
Ἀμόλυντη κι' ἀτέλειωτη καθώς ἐκεῖνος, μένεις
Ψηλότερ' ἀπὸ ταὶς χαραίς, ψηλότερ' ἀπ' ταὶς λύπαις.
Ποτέ, ποτὲ δὲν σ' ἔγγιξαν τοῦ κόσμου ᾑ ἁμαρτίαις.
Ταῖρι τοῦ Ἄρεως ἄξιο, κι' ὄχι ἐρωμένη χαύνη.
Βροντολογοῦσαν ἅρματα 'ς τὰ θεία σου στήθη ἐπάνω,
Κ' ἐκεῖνοι ποῦ σ' ἐλάτρευαν ἔνοιωθαν τὴν καρδιά τους
Πιὸ ἀντρειωμένα νὰ χτυπᾷ, καὶ τ' ἄσπρα περιστέρια
Παρθέναις τἄφερναν 'ς ἐσέ, κι' οἱ νικηταὶ τοῦ κόσμου,
Οἱ Καίσαρες, ὡρκίζονταν 'ς τὸ μέγα τ' ὄνομά σου.
Ἀλλ' ἦρθαν χρόνια δύστυχα, κι' ἀνήμπορος ὁ κόσμος
Σέρνεται 'ς τὸν κατήφορο, ξεφαντωτής, καὶ πέφτει
Καὶ τυφλωμένα ἐπίστεψε τὸ πῶς κ' ἐσὺ τοῦ μοιάζεις,
Καὶ σὲ φαντάστηκε τρελλὴ μητέρα ποῦ τὰ πάθη
Μικρὰ τυφλὰ κι' ἀκράτητα γεννᾷς μέσ' ς'σταὶς καρδιαίς μας
Καὶ σὲ κατέβασε, θεά, κι' ἐσένα ὁ Πραξιτέλης
Ἀπὸ τἀστέρια τ 'ἅγια'ς τὴν ἐμμορφιὰ τῆς Φρύνης!
Τότε κ' ἐσὺ παρήφανη καὶ καταφρονεμένη
Ἀπό 'να κόσμον ἄμυαλον, ἀλλὰ μητέρα πάντα,
Ἀντὶ νὰ συχαθῇς τὴ γῆ, καὶ παιδεμοὺς νὰ στείλῃς,
Τῆς γῆς τὰ σπλάχνα τ' ἄνοιξες κ' ἐκρύφθηκες, κ' ἐχάθης.
Ἔτσι ἀπ' τὰ ὕψη τ' οὐρανοῦ μὲ στοχασμοῦ γοργάδα
Ὁ θυμωμένος κεραυνὸς τρυπάει τὴ γῆ καὶ πάει!
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν γιὰ νὰ φανῇς καὶ πάλι!
Ὤ! δὸξα νἄχῃ τ' ἄγνωστο λισγάρι τοῦ χωριάτη
Ποῦ ἐκύλισε τοῦ τάφου σου τὴν πέτρα κι' ἀναστήθης!
Κ' εἶδες τὸν κόσμο ἀλλοιώτικο, καὶ τὴν Ἑλλάδαν ἄλλη
Καὶ ξένη τὴν Ἀνατολὴ καὶ βάρβαρη τὴ γῆ σου,
Καὶ 'σὰ νὰ μὴ τὴ γνώρισες, ἐδιάβηκες 'ς τὴ Δύσι!
Γύρισε πάλι, γύρισε 'ς τὰ μέρη ποῦ ἐγεννήθης!
Ὅ,τι κ'ἂν εἶσαι, δύναμις, βασίλισσα, ὄνειρο, ἴσκιος,
Θεὰ τῆς ἐμμορφιᾶς, πηγὴ τῆς ἀρετῆς, ὦ Νίκη,
Γύρισε πάλι ὤ! γύρισε 'ς τὰ μέρη ποῦ ἐγεννήθης.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, κι' ἀκόμα σὲ προσμένει
Σὰ νὰ ἦταν χθὲς ποῦ σ'ἔχασε, χλωμός, ξεψυχισμένος
Στὰ πορφυρᾶ του σάβανα, 'ς τἀνθόπλεχτο κλινάρι
Ὁ λυγερός σου ὁ Ἄδωνις, ὁ μοσχαναθρεμμένος.
Τριγύρω του μοσχοβολοῦν σὲ κρυσταλλένιαις γάστραις
Κάθε λογῆς ἄνθη, καρποί, καὶ φύλλα καὶ κλωνάρια,
Σὲ καλαθάκια ὁλάργυρα τὰ μῆλα εὐωδιάζουν,
Κι' ἀνθοῦνε τῶν δακρύων σου βλαστάρια κ'ᾑ ἀνεμώναις,
Καὶ βαλσαμώνουν μυρουδιαίς ἀπ' τὴ Συρία καὶ κάνουν
Τὸν ὕπνο του γλυκύτατο 'ς τὸ νεκροκρέββατό του.
Κ' ἡ χλόη σιμὰ 'ς τὰ πόδια του φυτρώνει βελουδὲνια
Καὶ πλέκουν ἀπὸ 'πάνω του τὰ δέντρα πυκνούς ἴσκιους,
Χαϊδευτικὰ τοῦ γλύφουνε τὰ χέρια του τ' ἀγρίμια,
Καὶ φτερουγιάζουν οἱ ἔρωτες ἀπό 'να δέντρο 'ς ἄλλο,
Καὶ σὰν ἀηδόνια κελαϊδοῦν, σὰν πεταλοῦδες παίζουν,
Καὶ τρέχει ἀκόμα διάφανο ξανθὸ τ' ἁγνό του αἷμα,
Κι' ἀπὸ τὴν κάθε στάλα του φυτρώνει κ' ἕνα ῥόδο.
Ὅμως κανείς, οὔτε δεντρὰ κι' ἀηδόνια καὶ λουλούδια,
Οὔτε χορτάρια πράσινα καὶ μῆλ' ἀφροπλασμένα,
Οὔτε ξανθόφτεροι ἔρωτες κι' ἀνήμερα θηρία,
Οὔτε χρυσᾶ στολίσματα καὶ δῶρα ἐλεφαντένια,
Οὔτε οὐράνια κι' οὐδὲ γῆ κι' οὐδὲ θεὸς κανένας
Καμμιὰ δὲν ἔχουν δύναμι νὰ τὸν νεκραναστήσουν
Τὸν Ἄδωνι τὸ λυγερὸ τὸ μοσχαναθρεμμένο·
Κ' ἐσὺ μονάχα, ἐσύ, θεά, τὰ Τάρταρα προστάζεις
Νικᾷς τὸν ᾍδη, 'ς τὴ ζωὴ γυρίζεις τὸν καλὸ σου...
Γύρισε πάλι, γύρισε 'ς τὰ μέρη ποῦ ἐγεννήθης!
Ὁ λυγερός σου ὁ Ἄδωνις ἄλλαξε τ' ὄνομά του.
Γιὰ ἰδές! παρόμοια σὰν αὐτὸν σὲ καρτερεῖ, νομίζεις,
Νεκρὴ βασίλισσα ἡ Ἑλλάς, νεκρὴ καὶ ξαπλωμένη
Σὰ σὲ κρεββάτι ὁλόχρυσο 'ς τὴ γῆ της τὴν πανώρῃα.
Καὶ γύρω της μοσχοβολᾷ καὶ λάμπ' ἡ φύσις, ἴδια.
Φωτοχυμένη, πλούσια, φωληὰ γιὰ ἐρωτευμένους.
Τὸν ὕπνο τῆς πολύπαθης γλυκαίνει, ναναρίζει,
Σκορπάει χάϊδια μητρικά, χίλια τραγούδια λέει,
Ἀλλὰ δὲν ἔχει δύναμι νὰ τῆς φωνάξῃ: Σήκω!
Γύρισε πάλι, ὤ! γύρισε νὰ τὴν νεκραναστήσῃς!
Σὲ καρτεροῦν τὰ Κύθηρα κ' ἡ Πάφος κ' ἡ Ἀθήνα,
Ἡ Σπάρτ' ἡ ἀνυπόταχτη, τὸ φημισμένο τὸ Ἄργος,
Θεά. 'ς τὸν Ἀκροκόρινθο σὲ καρτεροῦν, καὶ πέρα
Στ'ἀγαπημένα σου βουνά, 'ς ταὶς ἀκριβαίς σου χώραις...
Σὲ καρτεροῦν ; ὤ τί γλυκειὰ τῆς φαντασίας ἀπάτη!...
Εἶνε χαμένη ἡ πίστι σου, χαλάσματα οἱ ναοί σου,
Καὶ τὰ χλωρὰ στεφάνια σου μαραίνονται σὲ ξένα
Χέρια, τὰ περιστέρια σου ἀλλοῦ φωλιάζουν τώρα,
Κι' ὅπου ἔστεκαν παλάτια σου χρυσομαρμαρωμένα,
Γυρνοῦν ἀγρίμια, ὄρνια πετοῦν, πατοῦν βαρβάρων πόδια.
Ἀλλὰ κι' ἄν χάθ'ἡ πίστι σου κι' ἄν πᾶνε κ' οἱ ναοί σου,
Κάμε, θεά, τὸ θαῦμα σου, καὶ πλάσε ταὶς καρδιαίς μας
Ἁγναίς, διπλοθεμέλιωταις, ἄφθαρταις ἐκκλησιαίς σου.
Γύρισε πάλι, γύρισε 'ς τὰ μέρη ποῦ ἐγεννήθης,
Ἄστρο τῆς νιότης, πρόβαλε, ξανάνιωσέ μας πάλι.
Ἐσὺ ποῦ μέσ' 'ς τὰ σωθικὰ πόθους, φωτιαὶς ἀνάφτεις,
Ἄναψε μέσ' 'ς τὰ σπλάχνα μας φλόγες, βαθειαὶς ἀγάπαις,
Καὶ σπεῖρέ μας τὴ δύναμι γιὰ τὰ μεγάλα τὰ ἔργα!
Κι' ὅπως οἱ Καίσαρες, πρὸ τοῦ νὰ πολεμήσουν, εἶχαν
Σημάδι νίκης κ' ἔκραζαν τὸ ἱερὸ ὄνομά σου,
Κάμε νὰ ξανανθίσουμε καὶ νὰ φανοῦμε πάλι
Ἀνίκητοι μὲ τ' ὄνομα 'ς τὰ χείλη τὸ δικό σου.
Ἐσὺ ποῦ διώχνεις τὸ βορειᾶ καὶ σβεῖς τ' ἀστροπελέκι
Καὶ τὴ γαλήνη γαλανὴ 'ς τὰ πέλαγα στυλώνεις,
Διῶξε ταὶς ἔχθραις ἀπὸ 'μᾶς, τὰ πρόστυχα τὰ πάθη,
Κράτει τούς νιοὺς ἀμόλυντους, τοὺς γέρους τιμημένους,
Κ' ἐσὺ ποῦ στέλνεις μαλακὸ τ' ἀγέρι 'ς τὸ καράβι,
Κ' ἴσα τὸ σπρώχνει, ὁλόϊσα, μὲ τὰ πανιὰ ἁπλωμένα,
Μακρυὰ ἀπὸ ξέραις καὶ κακὰ, 'ς τὸ ποθητὸ λιμάνι,
Διῶξε κι' ἀπ' τῆς πατρίδος μας τριγύρω τὸ καράβι
Τ' ἀχόρταγα τὰ κύματα, τὴ μαύρη ἀνεμοζάλη,
Κ'ἴσα κι' ὁλόϊσα σπρῶξέ το, μὲ τὰ πανιὰ ἁπλωμένα.
Μακρυὰ ἀπὸ ξέραις καὶ κακά, 'ς τῆς Δόξας τὸ λιμάνι!
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΕΣΤΙΑ Τεύχος 8 (Έτος ΙΣΤ΄) 1891
Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς