ΤΑ ΠΑΘΗ (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)
Α΄
ΙΔΟΥ ἐγὼ λοιπόν, ὁ πλασμένος γιὰ τὶς μικρὲς Κόρες καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου· ὁ ἐραστὴς τοῦ σκιρτήματος τῶν ζαρκαδιῶν καὶ ὁ μύστης τῶν φύλλων τῆς ἐλιᾶς· ὁ ἡλιοπότης καὶ ἀκριδοκτόνος. Ἰδοὺ ἐγὼ καταντικρὺ τοῦ μελανοῦ φορέματος τῶν ἀποφασισμένων καὶ τῆς ἄδειας τῶν ἐτῶν, ποὺ τὰ τέκνα της ἄμβλωσε, γαστέρας, τὸ ἄγκρισμα! Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεῖα καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνά. Μοῖρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενὰ! Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἄνοιξα Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἄδειασα κι ἄλλα πλούτη δὲν εἶδα, κι ἄλλα πλούτη δὲν ἄκουσα παρὰ βρύσες κρύες νὰ τρέχουν Ρόδια ἤ Ζέφυρο ἤ Φιλιά. Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του, εἶπα: Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ' ἀνοίξω Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θὰ στήσω τὰ φιλιὰ τὰ παλιὰ θ' ἀπολύσω ποὺ ἡ λαχτάρα μου ἅγιασε! Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεῖα καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνά. Μοῖρα τῶν ἀθώων, εἶσαι ἡ δική μου ἡ Μοῖρα!
Β΄
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Ἐκεῖ σπάροι καὶ πέρκες ἀνεμόδαρτα ρήματα ρεύματα πράσινα μὲς στὰ γαλάζια ὅσα εἶδα στὰ σπλάχνα μου ν' ἀνάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες μὲ τὰ πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων ὄστρακα ρόδινα μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη. Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια θεοὶ μελαχρινοί, θεῖοι κι ἐξάδελφοι τὸ λάδι ἀδειάζοντας μὲς στὰ πελώρια κιούπια· καὶ πνοὲς ἀπὸ τὴ ρεματιὰ εὐωδιάζοντας λυγαριὰ καὶ σχίνο σπάρτο καὶ πιπερόριζα μὲ τὰ πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων, ψαλμωδίες γλυκὲς μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι! Ἐκεῖ δάφνες καὶ βάγια θυμιατὸ καὶ λιβάνισμα τὶς πάλες εὐλογώντας καὶ τὰ καριοφίλια. Στὸ χῶμα τὸ στρωμένο μὲ τ' ἀμπελομάντιλα κνίσες, τσουγκρίσματα καὶ Χριστὸς Ἀνέστη μὲ τὰ πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων. Ἀγάπες μυστικὲς μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου!
α΄
ΤΟΝ ΠΗΛΟ τὸ στόμα * μου ακόμη καὶ σὲ ὀνόμαζε Ρόδινο νεογνὸ * στικτὴ πρώτη δροσιὰ Κι ἀπὸ τότε σοῦ 'πλαθε * βαθιὰ στὰ χαράματα Τὴ γραμμὴ τῶν χειλιῶν * καὶ τὸν καπνὸ τῆς κόμης Τὴν ἄρθρωση σοῦ 'δινε * καὶ τὸ λάμδα τὸ ἔψιλον Τὴν ἀέρινη ἄσφαλτη * περπατηξιά Κι ἀπ' τὴν ἴδια ἐκείνη * στιγμὴ μέσα μου ἀνοίγοντας Ἄγνωστη φυλακὴ * φαιὰ καὶ ἄσπρα πουλιὰ Στὸν αἰθέρα ἐρίζοντας * ἀνέβηκαν κι ἔνιωσα Πὼς γιὰ σένα τὰ αἵματα * γιὰ σένα τὰ δάκρυα Στοὺς αἰῶνες τὸ πάλεμα * τὸ φριχτὸ καὶ τὸ ὑπέροχο Ἡ σαγήνη γιὰ σένα καὶ * ἡ ὀμορφιά Στὰ πνευστὰ τῶν δέντρων * καὶ κρούοντας ὁ πυρρίχιος Δόρατα καὶ σπαθιὰ * νὰ λὲς ἄκουσα Ἐσὺ Μυστικὰ προστάγματα * καὶ παρθενοβίωτα Μὲ τὴν ἔκλαμψη πράσινων * ἀστέρων λόγια Καὶ πάνω ἀπ' τὴν ἄβυσσο * αἰωρούμενη γνώρισα ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!
Ἀπόσπασμα ἀπὸ "ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"
Πηγή: ΤΟ ἈΞΙΟΝ ἘΣΤΙ, Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς