ΤΑ ΤΣΕΡΚΕΝΙΑ
Μια δημοφιλής «παιδιά» της Σμύρνης: Τα Τσερκένια
Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα.
[Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου]
Τσερκένι ή τσερκένιο ήταν ο σμυρναϊκός χαρταετός. Το αμολάρισμα, δηλαδή το πέταγμα, του τσερκενιού αποτελούσε μία κυρίαρχη στη ζωή της Σμύρνης εκδήλωση, η οποία ξεπερνούσε το απλό παιχνίδι, ενώ συμμετείχαν και ενήλικες. Συνηθιζόταν κυρίως στη διάρκεια την Αποκρεών μέχρι και μετά το Πάσχα, αν και μπορούσε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε εποχή του έτους. Κυριακές και εορτές, από το πρωί, περισσότερο όμως το απόγευμα, άρχιζε το παιχνίδι και τσερκένια ανυψώνονταν από τα δώματα (τις ταράτσες) των σπιτιών και στόλιζαν το σμυρναϊκό ουρανό. Το παιχνίδι είχε σαφώς αγωνιστικό χαρακτήρα, πολεμικό –θα λέγαμε- αφού ο στόχος ήταν να καταρρίψεις το τσερκένι του αντιπάλου.
Το πέταγμα δηλαδή του τσερκενιού, το λεγόμενο «τσάκωμα», ήταν σωστή μάχη, με κανόνες προσυμφωνημένους και πειθαρχίες ιπποτικές, η παραβίαση των οποίων εξέθετε τους συμμετέχοντες ανεπανόρθωτα. Η συμφωνία γινόταν επί των δωμάτων και είχε δύο εκδοχές: «Να τα παίρνωμεεεε!», που σήμαινε ότι ο νικητής κρατούσε ως λάφυρο το τσερκένι του ηττημένου ή «Να τα δίνωμεεεε!», που σήμαινε την επιστροφή του αιχμαλωτισμένου τσερκενιού στον κάτοχό του. Η νίκη ήταν περιφανής και συνοδευόταν με ενθουσιώδεις ιαχές: «Άλλοοο! Άλλοοο! Και πιο μεγάλοοο!» Ο ηττημένος έμπαινε πάραυτα μέσα στο σπίτι, ντροπιασμένος, με μόνη παρηγοριά την ελπίδα της νίκης στην επόμενη αναμέτρηση, που θα ξέπλενε την ντροπή.
Συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του ανδρικού πληθυσμού όλων των ηλικιών. Τα νήπια, με το που άρχιζαν να βαδίζουν αποκτούσαν και τη «σαΐτα» τους, απλούστερη μορφή και πρόδρομο του τσερκενιού, και άρχιζαν την εξάσκηση στην τέχνη του αμολαρίσματος, μαθαίνοντας να τυλίγουν τον σπάγκο σε κουβάρι, να τον ξεμπερδεύουν, να δένουν «οριές» (ουρές), να «παίρνουν κεφάλι», δηλαδή να σηκώσουν το τσερκένι στον αέρα. Αλλά και οι ηλικιωμένοι ανέβαιναν στα δώματα και συμμετείχαν στο «τσάκωμα».
Παράγοντες της επιτυχούς έκβασης της μάχης ήταν βεβαίως το μέγεθος του τσερκενιού, η κατάλληλη θέση, ο ευνοϊκός αέρας, αλλά κυρίως η στρατηγική των μαχητών. Αυτή συνίστατο στο ταχύτερο τράβηγμα του σπάγκου ώστε να στριμωχτεί κοντά στο δικό σου δώμα ή έστω πιο κοντά σου το αντίπαλο τσερκένι και να του σπάσεις τον σπάγκο, να το «φάγης». Μεγίστη στρατηγική και η παραπλανητική χαλάρωση της καλούμας, ως υποτιθέμενη υποχώρηση, και στη συνέχεια το μελετημένο στην κατάλληλη στιγμή απότομο τράβηγμα, κόβοντας τον σπάγκο του αντιπάλου και παίρνοντάς του το τσερκένι. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας και ο μονοκόμματος σπάγκος, χωρίς κόμπους -γι’ αυτό επιβαλλόταν και το σχολαστικό κάθε φορά ξεμπέρδεμά του.
Κανόνας της μάχης ήταν να μην «τσακωθεί» τσερκένι δώματος με τσερκένι περαστικό από τον δρόμο. Τα πλανόδια τσερκένια είχαν πλεονέκτημα και αν προκαλούσαν σε μάχη συνήθως κέρδιζαν, απαιτώντας το αιχμάλωτο τσερκένι. Αλλά και όταν έχαναν, εκβίαζαν την επιστροφή τους, απειλώντας να πετροβολήσουν τα τζάμια του σπιτιού, οπότε τον έπαιρναν πίσω με παρέμβαση έντρομων μητέρων. «Ήταν πραγματικοί ληστοπειραταί αυτοί οι πλανώδιοι», γράφει ο Αρ. Σταυρίτσης. Υπήρχε όμως και άλλη «πειρατική» μέθοδος, αυτή της πετονιάς, κατά την οποία εκτοξευόταν πέτρα με σπάγκο σε χαμηλωμένο τσερκένι και το έριχνε.
Το τσερκένι διέφερε από τους γνωστούς μας χαρταετούς και ως προς την κατασκευή, που απαιτούσε ιδιαίτερη τέχνη. Αποτελούνταν από σκελετό, στεφάνι, από κατάλληλα πελεκημένη λωρίδα καλαμιού στα μικρά, και ποικίλου μεγέθους ξύλινο τσέρκι βαρελιού στα μεγάλα. Το χαρτί ήταν λεπτό στα μικρά και στα μεγάλα ειδικό γι’ αυτόν τον σκοπό, εισαγωγής από την Ευρώπη, με υδατογράφημα παράσταση καπέλλων ή κορωνών. Κριτήρια επιλογής πριν την αγορά ήταν ο έλεγχος του στεφανιού, να λεπταίνει από τη μέση προς τα άκρα, του γιαρμά (κεντρική βέργα του τσερκενιού), να μην παρουσιάζει ρωγμή ή ρόζο και να είναι ακριβώς στη μέση, του χαρτιού, να είναι σωστά κολημένο, δηλαδή ομοιόμορφα τεντωμένο και με σωστά μονταρίσματα, και του σπάγκο, να είναι τσαγκαράδικος, αντοχής, να μην σπάει.
Ως προς το μέγεθος, τα σχέδια και τα χρώματα τα τσερκένια παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία. Τα σχέδια και χρώματα μάλιστα που έφεραν έδιναν στα τσερκένια και διαφορετικά ονόματα (σημαίες, μπακλαβουδωτά, νταμωτά, ήλιοι, έναστροι ουρανοί κ.ά.) Το τσερκένι που παρίστανε σημαία θεωρείτο γένους αρσενικού και συνοδευόταν κατά το παιχνίδι με την ιαχή: «Δόστου του Εγγλέζου», όταν, για παράδειγμα, το τσερκένι έμοιαζε με την βρετανική σημαία.
Προσοχή χρειαζόταν και η μεταφορά στο σπίτι. Έπρεπε να τον κρατά κανείς ανάποδα, από την ουρά για να μη διακινδυνεύσει να σκιστεί με κάποιο ρεύμα αέρα.
Εμπειρία και προσοχή απαιτούσε και η προετοιμασία για το πέταγμα, ώστε να εξασφαλιστεί η ευστάθεια και η ευκινησία του τσερκενιού. Ρόλο σε αυτά τα στοιχεία έπαιζαν τα σωστά δεμένα ζύγια, η σωστού μήκους «οριά» (ουρά), ο σπάγκος ανάλογος με το μέγεθος του τσερκενιού, ώστε να μην κάνει «κοιλιά» κατά το πέταγμα (ψιλό σπαγκάκι για τα μικρά, κουβαρίσιο για τα μέτρια, τσουβαλίσιο [«μπαλαντούρος»] για τα μεγάλα).
Εάν συνέβαινες το τσερκένι να γέρνει από το ένα μέρος (από λάθος στην κατασκευή ή μπάλωμα), αυτό διορθωνόταν με την προσθήκη «σκουλαρικιού», δηλαδή κομματιών ουράς από το αντίθετο μέρος ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία. Σκουλαρίκια έφεραν τα τσερκένια και ως στολίδια και αυτά λέγονταν «φαβορίτες» ή επί το λαϊκότερον «φαγουρίτες». Τα τσερκένια που τις έφεραν διακρίνονταν για την βασιλική τους μεγαλοπρέπεια, παρομοιάζονταν συνειρμικά με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ της Αυστρίας και έμεναν ακίνητα, στάση που ονομαζόταν «κορώνισμα». Υπήρχαν και άλλα στολίδια, τα «κρόταλα». Επρόκειτο για χοντρά χαρτιά, κολημένα σε σπάγκο, κατά πλάτος του τσερκενιού στις άκρες του στεφανιού, που κροτάλιζαν με τον άνεμο.
Οι επιδιορθώσεις των τραυματισμένων τσερκενιών, τα «μπαλώματα», γίνονταν με ψιλό χαρτί και γλουτίνη («τσιρίσι»), αλευρόκολλα ή και προζύμι. Τα πολυπαθή και πολυμπαλωμένα τσερκένια λέγονταν «χαντάζες», ενώ «τελευταίος βαθμός καταπτώσεως» ήταν οι «γαζετιέρες», δηλαδή τσερκένια κολημένα με εφημερίδες [gazette=εφημερίδα).
Ας σημειωθεί ότι το τσερκένι εμπεριείχε σοβαρούς κινδύνους για τους συμμετέχοντες. Οι τραυματισμοί ήταν συχνοί καθώς πολλοί έπεφταν από τα δώματα ή τις στέγες των σπιτιών, στην προσπάθεια να αμολάρει ευχερέστερα, ή να σώσει το τσερκένι του ή να πιάσει κάποιο άλλο που είχε βρεθεί εκεί και πλέον θα του ανήκε.
Εντυπωσιακό θέαμα αποτελούσε και το πέταγμα νύχτα νηνεμίας των μεγάλων τσερκενιών με φαναράκια με αναμμένα κεράκια μέσα, δεμένα στους σπάγκους τους. Τα φαναράκια ανέβαιναν και αυτά ψηλά και έμοιαζαν με άστρα. Εννοείται πως δεν γινόταν τσάκωμα ή άλλα παιχνίδια σε τέτοια περίπτωση. Ήταν μόνο για τη φαντασμαγορία.
Γράφει ο Αριστοτέλης Σταυρίτσης στο κείμενό του για τα τσερκένια που αποτελεί μία νοσταλγική γλαφυρή και παιγνιώδη περιγραφή του αγαπημένου παιχνιδιού των Σμυρνιών. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Σμυρναϊκαί σελίδες, και από αυτό αντλήθηκαν οι περισσότερες πληροφορίες του δικού μας κειμένου:
«Το τσερκένι ήτο συνυφασμένο με την ψυχή του Σμυρνιού σαν το άλογο με το σώμα των Κενταύρων. […] το τσερκένι ήτο όχι μόνον μια χαριτωμένη παιδιά και μια μοναδική ψυχαγωγία, αλλά και πρώτης τάξεως γυμναστική. Δυνάμωνε τα μπράτσα και τα πόδια, εφάρδαινε το στέρνο, δούλευε Και χαλύβδωνε όλους τους ποντικούς του κορμιού, προωθούσε το παιδί στην άμιλλα και στην μαχητικότητα, και το προγύμναζε σε ένα από τα κυριώτερα εφόδια στην ζωή: την ετοιμότητα της σκέψεως και την ταχύτητα της αποφάσεως. Γι’ αυτό και το καταλογίσαμε δικαίως μεταξύ των σπορ.»
[Αριστοτέλης Σταυρίτσης, «Το τσερκένι», Σμυρναϊκαί σελίδες, Αθήνα, 1947, σ. 189-196.]
...Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό...
«Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα —ήτανε αντέτι— και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι —όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά — συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες —να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα— και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια —σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο— ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.»
[Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 140-143]