ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Κ' ἔγυρ' Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου· ἄστρα γινῆκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου. Οἱ καταφρονεμένοι...
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾿ ἄμμι φιλήσεαι: αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.»
Κ' ἔγυρ' Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου· ἄστρα γινῆκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου. Οἱ καταφρονεμένοι...
Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ; Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη; Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα, γιὰ νὰ σὲ φτάσῃ! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι δὲν εἶναι γιὰ δικά σου...
Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παῖδα μεγάλου Διὸς ἐρῶ σ' ἅτε· παρ· ἀκρονιφῆ τὸνδε πάγον... Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι, τὰ λόγια Σου τ' ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα...
Στὸ μακάριο ἴσκιο τοῦ Tigran Yergate ποὺ ἀγάπησε τὶς «Πατρίδες μου» Ὅπου βογγάει τὸ πολυκάραβο λιμάνι ἀπ' ἄγριο κῦμ' ἁπλώνεται δαρμέν' ἡ χώρα, καὶ δὲ θυμᾶται μήτε σὰν ὀνείρου πλάνη τὰ πρωτινὰ μετάξια της...