Τεχνικές υποταγής των μαζών και έλεγχος της σκέψης
Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος – Καθηγήτρια ΜΒΑ, αρθρογράφος ,συγγραφέας
Ένα από τα θέματα που κυριαρχεί στις σύγχρονες συζητήσεις είναι η απάθεια του ελληνικού λαού ή έστω η υποτονική αντίδραση στα όσα συμβαίνουν. Η απάντηση μπορεί μερικώς να αποδοθεί στον έλεγχο της μάζας μέσω της υποταγής.
Ο στόχος της υποταγής των μαζών είναι ο έλεγχος της σκέψης και των συναισθημάτων. Ο έλεγχος της σκέψης οδηγεί στον αυταρχισμό γιατί ο άνθρωπος καθίσταται άβουλο πιόνι του όποιου έχει την εξουσία. Ακόμα και έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να πέσουν θύματα αυτού του ελέγχου.
Η μαζική ύπνωση μπορεί να επιτευχθεί με την ομοιομορφία της σκέψης που προάγεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία έχουν ως στόχο την εξομοίωση των ανθρώπων και τη δημιουργία ατομικής άποψης που να είναι στερεοτυπική δηλαδή οι άνθρωποι να μην εκφράζουν διαφορετική άποψη αλλά να επικρατεί αυτή που τους επιβάλλουν τα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ επιβάλλουν και αξίες τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος αποδέχεται πιο εύκολα λόγω της παθητικότητας που έχει αποκτήσει από τη σύγχρονη μηχανοποιημένη ζωή. Ακόμα και εάν θέλει να αποφύγει τη φωνή των ΜΜΕ είναι δύσκολο γιατί αυτά βρίσκονται παντού.
Οι μηχανικοί της κοινής γνώμης είναι αυτοί που χειρίζονται τις τεχνικές της μαζικής επικοινωνίας και γνωρίζουν πολύ καλά όλες τις σύγχρονες εξελίξεις για τον έλεγχο της σκέψης. Οι μάζες συνηθίζουν πλέον την εξαπάτηση αλλά όταν σταματήσουν πλέον να πιστεύουν τον οποιονδήποτε πολιτικό τότε είναι πιο εύκολο να παρασυρθούν από έναν, εν δυνάμει, δικτάτορα ο οποίος θα καλύψει τη δυσαρέσκεια που νοιώθουν.
Οι τεχνικές κάμψης της αντίστασης της θέλησης των μαζών ακολουθούν τις τεχνικές του μάρκετινγκ οι οποίες έχουν ως σκοπό τη δημιουργία αναγκών στον καταναλωτή προκειμένου να αυξηθούν οι αγορές που πραγματοποιεί.
Η δημιουργία αυτή των αναγκών χρησιμοποιεί τεχνικές της ψυχολογίας όπως είναι η αύξηση των παρορμήσεων (όπως κάνει ένα παιδί), ο ανταγωνισμός, ο φθόνος για το γείτονα, η ανάγκη για επίδειξη της πολυτέλειας κτλ. Όλα αυτά επιτυγχάνονται με τη χρήση της διαφήμισης η οποία πρέπει να δημιουργεί θετικούς συνειρμούς για το προϊόν στον καταναλωτή και να τον πείθει ότι με την αγορά του προϊόντος θα μπορεί να γίνει επιτυχημένος, ευτυχισμένος κοκ. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως είναι ο βαθμός αυτοεκτίμησης χρησιμοποιούνται κατά κόρον π.χ. με την αγορά ενός πολυτελούς προϊόντος, ο καταναλωτής καλύπτει τα αισθήματα κατωτερότητας που μπορεί να αισθάνεται.
Η κατάσταση γίνεται χειρότερη από το στοιχείο του νευρωτισμού των μαζών, υπό την έννοια, ότι ενεργοποιείται ένα μαζικό φαντασιακό (όπως είδαμε στη χώρα μας με το ψευτοδίλημμα του δημοψηφίσματος) αντί της πίστης σε πραγματικές αξίες. Η διαφήμιση δημιουργεί πλαστές αξίες και κυρίως μαζική δυσαρέσκεια γιατί ποτέ δεν αρκούν αυτά που έχουμε και έτσι ζητούμε περισσότερα.
Η κρίση των ανθρώπων δέχεται μαζικές επιθέσεις. Ακόμα και άνθρωποι με ελεύθερο πνεύμα υποτάσσονται στη δύναμη της κοινής γνώμης, μία κοινή γνώμη που το φαντασιακό της είναι ισχυρό και παράλογο γιατί προτιμά το φαντασιακό από τη μελέτη και την περισυλλογή. Η «βαριεστιμάρα» του σύγχρονου ανθρώπου τον κάνει πιο επιρρεπή στις νοητικές επιθέσεις της προπαγάνδας.
Ο ψυχολογικός πόλεμος που υφίσταται ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ως όπλο το φόβο. Τα γεγονότα διαστρεβλώνονται με τη χρήση του φόβου και το ανθρώπινο μυαλό προσπαθεί να αντισταθεί διαρκώς. Ο φόβος εγκαθίσταται στο μυαλό του ανθρώπου όπως και η αίσθηση του ότι και να κάνει είναι μάταιο γιατί θα ηττηθεί. Ο απολυταρχισμός που επιβάλλεται, πολτοποιεί την ανθρώπινη σκέψη η οποία δέχεται διαρκείς και έντονες επιθέσεις.
Ο «δικτάτορας» χρησιμοποιεί τεχνικές τρομοκράτησης απομακρύνοντας τους ανθρώπους από το να σκεφθούν τα πραγματικά τους προβλήματα, παραπλανώντας τους και οδηγώντας τους μέσω της μαζικής ύπνωσης στην υποταγή. Η χρήση των διαφόρων φημών που εξαπλώνονται τάχιστα με τα μέσα μαζικής προπαγάνδας εξυπηρετούν αυτή την ενστάλαξη του φόβου με στόχο την κάμψη της θέλησης, κάτι στο οποίο οι Ναζί ήταν πρωτοπόροι.
Ο «δικτάτορας» απειλεί επίσης ψυχολογικά με την αδίστακτη χρήση βίας. Φροντίζει ο εχθρός του να είναι σε κατάσταση συνεχούς έντασης και αναταραχής. Είναι απρόβλεπτος, ψεύτης και παράλογος. Στις λογικές επιθέσεις απαντά παράλογα όπως βλέπουμε π.χ. από τις επικροτήσεις απεργιών από κυβερνήσεις που έχουν προκαλέσει,μέσω της δυσαρέσκειας, αυτές τις απεργίες. Η κατάσταση αυτή του ψυχολογικού σοκ που υφίσταται ο επιτιθέμενος παραλύει την κριτική αξιολόγηση και τον κάνει να δέχεται παθητικά τη γνώμη των άλλων. Κατ’αυτό τον τρόπο καθίσταται ευάλωτος και ψυχικά ασθενής ώστε να αντιμετωπίσει τον τρόμο που του επιβάλλεται.
Ο συνεχής βομβαρδισμός από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας προκαλούν δύο αντιδράσεις στους ανθρώπους. Την απάθεια και αδιαφορία (στάση «τι με νοιάζει εμένα») ή την πιο έντονη επιθυμία για μελέτη και κατανόηση των συμβάντων. Δυστυχώς, κατά κόρον, επικρατεί η απάθεια γιατί ο κόσμος έχει συνηθίσει στο να δέχεται από τα μέσα συγκεχυμένες εικόνες.
Ο στόχος του αποπροσανατολισμού επιτυγχάνεται μέσω της συνεχούς επανάληψης που στοχεύει στην αποδοχή από το άτομο μίας «αποδεκτής αλήθειας», μίας «αλήθειας» που προηγουμένως αρνούνταν. Ο «δικτάτορας» χρησιμοποιεί όμως και άλλα μέσα όπως την ενοχή, τη γελοιοποίηση. Μία πιο εκλεπτυσμένη στρατηγική που χρησιμοποιεί, είναι η αποκοπή του ανθρώπου από την κουλτούρα του λαού του και την ιστορία του. Όσο πιο πολύ ο άνθρωπος ξεχνά τις ρίζες του τόσο πιο ευάλωτος είναι στο να πέσει θύμα πνευματικής κατοχής από τους εξουσιαστές.
Ο «δικτάτορας», ως παραπλανητική πολιτική, μπορεί να χρησιμοποιήσει όμορφες λέξεις και εκφράσεις όπως είναι η ειρηνική συνύπαρξη των λαών κτλ. με στόχο την ωραιοποίηση της κατάστασης και έτσι την επιφανειακή αντιμετώπιση των προβλημάτων όπως συμβαίνει π.χ. με το μεταναστευτικό πρόβλημα στη χώρα μας. Η ωραιοποίηση αυτή αποδυναμώνει τις αντιστάσεις του πληθυσμού μπροστά στο ουσιαστικό πρόβλημα. Η συνύπαρξη μπορεί να σημαίνει μία ασφυκτική υποταγή όπως είναι αυτή της συνύπαρξης των φυλακισμένων με τους δεσμοφύλακές τους. Ο πιο αδύναμος θα υποταχθεί με τη χρήση βίας. Συνύπαρξη, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σεβασμό στην ατομικότητα, στη συλλογικότητα και στον πολιτισμό.
Προκειμένου, λοιπόν, να διασωθεί η δημοκρατία είναι απαραίτητο να ξαναρχίσουμε τη μελέτη διαφορετικά θα είμαστε θύματα του ψυχολογικού πολέμου, με ότι αυτό συνεπάγεται. Θα πρέπει να προβληματισθούμε και να κατανοούμε τις ψυχολογικές επιθέσεις που δεχόμαστε εάν θέλουμε να διασώσουμε όχι μόνο τη δημοκρατία αλλά και να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο κόσμο.
Πηγή: Φωτεινή Μαστρογιάννη