ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Ὁ Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, παρ' ὅτι γεννήθηκε ἀρκετές δεκαετίες μετά τήν ἐπανάσταση του 1821, μιά μέρα ἐγκατέλειψε τό εὐρωπαϊκό στύλ ντυσίματος καί υἱοθέτησε τήν παραδοσιακή φορεσιά, τήν φουστανέλα. Ταυτίστηκε μέ τόν ἑλληνικό μῦθο ἑνός κόσμου ἡρώων, ἀπό τό Μεγάλο Ἀλέξανδρο ὡς τούς κλέφτες καί ἁμαρτωλούς του 19ου αἰῶνα. Τρεφόταν ἀπό τίς καθημερινές μορφές τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ἀπό τό φῶς τῆς Ἑλλάδας. Φοροῦσε τά ροῦχα τῶν ἀνθρώπων πού ζωγράφιζε. Ζοῦσε μέσα ἀπό τούς μύθους καί τήν ἱστορία τῶνν συμβόλων αἰτοῦ τοῦ τόπου. Αὐτός ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος, ὁδηγήθηκε στήν πιό ἀπόκρυφη ἀπουσία τοῦ Ἑλληνικοῦ Μύθου, στήν τέχνη του. Ζωγράφιζε μέ ἕνα μοναδικό προσωπικό τρόπο, πρωτοφανῆ γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς.
Στὶς 22 Μαρτίου 1934, πεθαίνει ὁ μεγάλος μας λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Θὰ ποῦμε τὸ τραγούδι του ποὺ ξεκινᾶ ἀπ' τόν ἥλιο
Μὲ τὴν ἀπόκρημνη λαλιά τοῦ τηλεβόα
Ὀλκάδος ποὺ συνήντησε τὸν νεαρό τιτάνα
Μὲ ρίγανη στὰ χείλη του κι ὁλόκληρη τὴν χώρα
Μέσα στὸ στῆθος του.
Τὸ ρῆμα κρουσταλλώθηκε καὶ φέγγει
Κι' ἀκόμη τρέχουν τὰ κορίτσια
Μέσ' στὰ πλατυὰ φουστάνια τους
Στὶς δροσερὲς μαρμαρυγὲς τῆς ἄσπιλης ἡμέρας
Μέσα σὲ ρίγος ποὺ γελᾶ καθὼς ξανθὴ γοργόνα
Σ' ἕνα καράβι ὀρθόπλωρο ποὺ πλέχει
Στὸν οὐρανὸ τῆς θάλασσας μὲ τὰ μεγάλα μάτια.
Φωνὲς θερμὲς γλυκειὲς παιδίσκες τῶν ἐρώτων
Πάνω στὴ γῆ κ' ἐπί τῶν χόρτων ἤ στὰ φύλλα
Βιβλίου γιομάτου δέντρα πράσινα σὰν παραθύρια
Ποὺ βλέπουν πρὸς τὴν ἄνοιξι
Χωρίς ἀπροσδιόριστη φενάκη μὰ μὲ πλῆθος
Πολύχρωμων παλμῶν μεταξωτῆς αἰώρας
Σὲ κάστρο δόξας μυρμηκιᾶς μὲ πλούσια ζώνη
Σφιγμένη δυνατά στὴ μέση τῆς ἡμέρας.
Πλατυὰ τὰ στέρνα μας καὶ τὰ πουλιά μας τρέχουν
στόν ἀέρα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1934-1937)
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ (1935-1936)
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
*
Σὲ ζύγια καὶ τεφτέρια τὰ πλήθη ἦταν σκυφτά,
τὸ «Λαβεῖν» μαλλιοτραβιόταν μὲ τὸ «Δοῦναι»,
ὅλοι κοιτάγανε νὰ κάνουνε λεφτά
κι οὔτε γυρίσανε τὴν τέχνη μου νὰ δοῦνε.
Ἀπ' τὸ χρόνο ἐγὼ τὸ δίκιο μου θὰ βρῶ
εἶν' ὁ μόνος ἡγεμόνας καὶ κριτής.
Τῆς ἀπόφασης προσμένω τὸν καιρό,
στὸ ταμπούρι τῆς σοφῆς ὑπομονῆς.
Λαγοκοιμᾶται ἡ σπίθα μέσ' στὴν ἴσκα
κι ἡ δόξα τοῦ τεχνίτη στὴν ἀφάνεια.
Τοῦ Προμηθέα τὰ πάθη καὶ τὰ ρίσκα
ἔχω γιὰ μοίρα μου τιμὴ καὶ περηφάνια.
* *
Εἴμουν κάποιος Θεόφιλος
ὁ μπογιατζὴς τοῦ δρόμου,
κι ἢτανε δίχως ὄφελος,
τὸ μεροκάματό μου.
Γιὰ κάθε πρόσκαιρο «Ὡσαννά»
χίλιοι σταυροὶ καὶ βάσανα.
Προχώραγα σὰν τὸ Χριστό,
μὲ σταύρωναν καὶ νίκαγα,
τὴν ἀλεποὺ τὸν προεστὸ
καὶ τῆς σκλαβιᾶς τὸν τοῦρκο-ἀγά.
Σ' αὐτὸ τὸν κόσμο ποιός τιμᾶ
τ' ἁγνὰ καὶ τὰ πολύτιμα;
Μιὰ φτώχια σὰν ἀπόστημα
μιὰ μοίρα σὰν ἀγκούσα
κι ὅμως τὴν Ψωροκώσταινα
πολὺ τὴν ἀγαποῦσα
γιατὶ σ' αὐτὴν ἀνάσταινα
τὸ μύθο καὶ τὴ μούσα.
Ὅπου νὰ ρίξεις τὴ ματιὰ
περίγελος καὶ ξενιτιά.
Καλὰ πού 'ταν οἱ φίλοι
ἐκεῖνοι τῶν ὀνείρων
ἀπ' τὸν καιρὸ τοῦ Ὁμήρου
μέχρι τὴν κλεφτουριά.
Δόρυ καὶ καριοφίλι
σοφία καὶ λευτεριά.
Στ' ὄνειρο τοὺς κιαλάριζα
στὸ ξύπνιο τοὺς ζωγράφιζα.
Κόντρα στὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ
μοῦ 'φεγγε γούρι φοβερὸ
τὸ πέταλο τὸ τυχερὸ
τοῦ Παγασητικοῦ.
Ταξίδεψα ἀπ' τὸ Πήλιο
μέχρι τὴ Μυτιλήνη,
κι ὕστερα στὴ σελήνη
καὶ πιὸ ψηλὰ στὸν ἥλιο.
Σὲ γῆ κι ἀστέρια κι οὐρανὸ
δούλεψα μεροκάματο...
Κι ἦρθε τὸ κέρδος τὸ τρανὸ
μονάχα μεταθάνατο.
* *
Ἀκόμα κι ἂν δὲν ἔλαμπες ἀπὸ δόξες πάμπλουτη
ἀκόμα κι ἂν δὲν ἤσουνα στὴν Ἱστορία παρούσα,
ἀκόμα κι ἂν τ' ἀστέρι σου δὲν φώτιζε σὰν ἄλλοτε
ἐγὼ καὶ πάλι πατρίδα μου θὰ σ' ἀγαποῦσα.
Γι' αὐτὴ τὴ θάλασσα, τὸ φῶς σου καὶ τὰ χώματα
καὶ τὰ βουνά σου τὰ κακοτράχαλα σὰν τὴ μοίρα
κι αὐτὰ τ' ἀθάνατα καὶ τὰ θνητά σου χρώματα...
(Στὴ θλίψη πάει τὸ σταχτὶ καὶ στὴ χαρὰ ἡ πορφύρα).
Ἀκόμα κι ἂν ἤμουν ἐσκιμῶος καὶ σὺ παγετώνας
ἀκόμα κι ἂν ἢμουν βεδουΐνος καὶ σὺ λόφος ἄμμου
ἀκόμα κι ἂν δὲν εἶχες Δελφοὺς καὶ Παρθενῶνες
ἐγὼ καὶ πάλι θὰ σ' εἶχα ρήγισσα στὴν καρδιά μου.
Ἀκόμα κι ἂν δὲν εἶχες τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ἀλέξανδρο
τὶς Θερμοπύλες καὶ τὴν ἀποκοτιὰ τοῦ Εἰκοσιένα
τὸ Ζάλογγο καὶ τοῦ Μεσολογγιοῦ τὴν Ἔξοδο
πάλι θὰ ζοῦσα καὶ θὰ πέθαινα γιὰ σένα,
κι ὅτι εἶσαι σὺ γιὰ τὴν ψυχή μου καὶ τὸ χέρι μου
γιὰ τὸ ζωγράφο καὶ τῶν χρωμάτων τὴ μαγεία
γιὰ τοῦ προφήτη τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἔρημο
καὶ τοῦ πιστοῦ τὴν ἁγιορείτικη μυσταγωγία
καὶ τοῦ πιστοῦ τὴν ἁγιορείτικη μυσταγωγία
γιὰ τὰ πολλά μου τὰ ζητούμενα, τὴ λίγη μπόρεση
γιὰ τὸ ξωμάχο μου γονιό, τὴ μάνα καὶ τὸ σπίτι
τὴ φτώχια ποὺ μοῦ χάρισε μιὰν πλούσιαν ὅραση-
αὐτὴ ποὺ μέσ' στὸν ἄνθρωπο γεννάει τὸν τεχνίτη.
Ἀκόμα κι ἄν μὲ πνίγανε γιὰ σένα τὰ παράπονα
ἀκόμα κι ἄν μὲ δίκαζες νὰ πάω στὰ ξένα πίσω
τὸν οὐρανὸ σὰν μουσαμὰ στὴ γῆ μας θ' ἅπλωνα
σὰν Παναγιὰ καὶ μάνα μου γιὰ νὰ σὲ ζωγραφίσω.
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ
Πηγή:
Ἐνδοχώρα (1934-1937), Ἐκδόσεις ΑΓΡΑ
«Νέα Εστία» τχ. 1608, 1994
Ἑλληνων Φῶς
Ἔργα τοῦ Θεόφιλου Χατζημιχαήλ μπορεῖτε νὰ δεῖτε ἐδῶ καὶ ἐδῶ.
"Μέ τριῶν μελάνια, μπλέ, βιολετί καί κόκκινο, ὁ Θεόφιλος ἀνθολογεῖ ἐκεῖ μέσα, σκόρπια καί ἀνάκατα, ὅσα ἡ δίψα του γιά μάθηση μπόρεσε νά συνάξει. "
Ἡρόδοτο
Ὅμηρο
Μυθολογία
Ἑλληνική ἀρχαιολογία
Μακεδονομάχους
Πατριωτικά ποιήματα...
"Αὐτά εἶναι ὅλα-ὅλα τά ἐφόδια, ἑνός αὐτοδίδακτου Ἕλληνα, ἑνός παρθένου μαθητῆ τῶν αἰσθήσεων πού, μέσα σέ μιά κοινωνία σπουδασμένη στά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κι εὐαίσθητη μονάχα στούς Ραφαέλους, ἐπέτυχε νά καθαρίσει καί νά δώσει ἔκφραση πλαστική στό ἀληθινό μας πρόσωπο".
https://www.youtube.com/watch?v=JHHou-uBgVE