ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ (1886)
Ἀπὸ τὰ Δημοτικὰ τραγούδια ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὸ Ἀρκάδι δημοσιεύουμε ἕνα ποὺ γράφτηκε στὴν Ἴμβρο. Γράφει γι' αὐτὸ ὁ Μέγας τὰ ἑξῆς: «Ἡ καταστροφὴ τοῦ Ἀρκαδίου ἔγινεν, ὡς γνωστόν, τὴν 8 Νοεμβρίου τοῦ 1886. Τὸ θλιβερὸν ἄσκουσμα διεδόθη παντοῦ, ἔφθασε καὶ εἰς τὴν Ἴμβρον. Θὰ ἐπλησίαζεν ἡ Πρωτοχρονιὰ μὲ τὰ τραγούδια της καὶ τὴν χαρὰν ποὺ φέρει ἡ πρώτη ἑορτὴ τοῦ χρόνου. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ τραγουδιστοῦ δὲν θέλει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ χαρῇ· αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ θρηνήσῃ, νὰ κλαύσῃ τοὺς Κρητικοὺς ποὺ ἐθυσιάσθηκαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν. Ὁ πόθος τοῦ θρήνου κυριεύει τὴν ψυχή του καὶ τὸ τραγούδι γίνεται μοιρολόγι».
Ἰδοὺ καὶ τὸ ποίημα:
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ (1886)
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται χλομὸς καὶ λυπημένος,
καὶ στὸ ραβδὶ ἀκούμπησε σὰν κ' ἦταν κουρασμένος·
βαστοῦσε πέννα καὶ χαρτὶ καὶ τὸ χαρτί του λέγει
καὶ τὸ δγαβάζει γι Ἅγιος καὶ πικραμμένα κλαίγει.
—«Φέτο νὰ μὴ γιορτάσετε σὰν πρῶτα τὴ γιορτή μου,
καλὰ νὰ μὲ γλυκάνετε, νά 'χετε τὴν εὐχή μου.
Κόλλυβα νὰ μοιράσετε, νὰ φᾶν', νὰ συγχωρέσουν,
νὰ κλάψουν οἱ χριστιανοὶ ὅσο κι ἂν ἠμπορέσουν.
Ἀπὸ τὴν Κρήτη πέρασα, ἀπ' τὰ πιστὰ παιδιά μου,
καὶ πολεμοῦν νὰ μὲ σηκώσ' καὶ κόφτηκ' ἡ καρδιά μου.
Ἐκεῖ 'ναι τὸ περήφανο, τὸ ἅγιον Ἀρκάδι
εἰς σὲ σωρὸ κατάμαυρον, καθὼς τὸν μαῦρον Ἅδη·
ἐκεῖ πεινοῦν οἱ ζωντανοὶ καὶ κλαῖν οἱ πεθαμένοι,
εἶναι στὸν κόσμο ἄθαφτοι, στὸν κάμπο ξαπλωμένοι·
ἒχει καὶ νιές, ἔχει καὶ νιούς, παιδιὰ σὰν ἀγγελούδια,
ποὺ τὰ θερίζει τὸ σπαθὶ τοῦ Τούρκου σὰν πουλούδια.
Πηγή: ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
«Νέα Ἑστία» τχ. 944, 1966
Ἑλληνων Φῶς