ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ

Πείνα - Περικλής Βυζάντιος

Πείνα (Περικλής Βυζάντιος)

Ὑπακοή κ' ἡ ἀναπνοὴ, σὲ θάμπος μοῦ καρφώνει
Τὸ νοῦ, ἐνῶ γύρα μου τὸ φῶς τὸ ἀνέλπιστο κορφώνει.
Ἀπάνου ἀπ' τὰ παράταιρα κι' ἀπὸ τὴ μάταιην ὥρα
Στὸν αἰῶνα φέγγε ἀτάραχη ψυχή, ἀγαλματοφόρα.
Θερμὰ σὲ ζώνει ἀστέρωμα καὶ μαντικὰ χτυπᾶνε
Γύρα σου, οἱ κόσμοι ἀθάνατοι, ποὺ καῖν καὶ σὲ κυττᾶνε.
Γαλήνη μεγαλόχαρη, στὸν ἄχαρο κυκλῶνα,
Τῆς πίστης ὡς ἐστύλωσες τὴ μαρμαροκολώνα,
Κι' ὁλόβολη, ἀκατάσυρτη στὸ πεῖσμα τῶν ἀνέμων
Φωτᾶς, σὰν ἡ πανσέληνος, τὸ πέλαο τῶν πολέμων,
Διῶξε τὸ μαῦρο σύγνεφο, νὰ λάμψει ἡ θεία κοιλάδα,
Μ' ὅλα τὰ κρῖνα της ὀρτά, ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη ἡ Ἑλλάδα!
Κι' ἄν τὸ χαλκεύει ἡ μοίρα της νὰ φέξει μιὰν ἡμέρα,
Ποὺ ὡς αἷμα ταύρου ἡ σάλπιγγα, νὰ βάψει τὸν ἀέρα,
Κι' ἄν σκούζει σύνταχα ὁ βαλμᾶς, φορώντας τὴν κορώνα,
Τοῦ Σατανᾶ, στὰ σκοτεινά, μὲ τὸν τυφλὸ λεγεῶνα,
Τ' ἀκάθαρτο συγκρίνοντας τὸ πνέμα μ' ἕνα στόμα,
Καθὼς μηνάει τῶν κορακιῶν τῶν ψοφιμιῶνε ἡ βρώμα,
Κι' ἄν ὡς κυττᾶνε οἱ Σάτυροι στοὺς ὕπνους της μιὰ Νύφη,
Κι' ὅπως ὁ λάγνος πίθηκος, ποὺ τὰ κρυφά του γλύφει,
— ἔτσι τὸν ξένο, ὁλόγυρα, στ' ἅγια του πέλαγα, εἶδα —
Σὲ ἰδεῖ μὲ μάτια ἀλλοίθωρα, γῆ τοῦ Ἥλιου, ὦ Τιτανίδα,
Ἀπάνω ἀπ' τὰ παράταιρα, κι' ἀπὸ τὴ μάταιην ὥρα,
Στὸν αἰῶνα, φέγγε, ἀτάραχη ψυχή, ἀγαλματοφόρα!
Πώς, μπρὸς στὴν ἁγια-κοινωνιὰ τἀνὸ ὁ ἀσκητὴς νηστεύει,
Νιώθει ὁ κρυφὸς ἀγώνας του βαθειά του νὰ θεριεύει,
Ὡς ποὺ ψυχὴ κι' ἀναπνοὴ στὴ δόξα του καρφώνει,
Ἄντρας, γυναίκα, γέροντας, παιδί, παρθένα, ὀμπρός σου,
Μὲ τὸ κομμάτι τοῦ ψωμιοῦ, θεριεύει, νά ὁ λαός σου.
Κι' ἄν αὔριο ἔρτει ὁ ἄγγελος τοῦ δοξαστοῦ θανάτου,
Νά τοῦ μετρήσει ἀπάνω του, γοργὸς τὰ κόκκαλά του,
Κι' ἄν ἀπ' τὴ μοίρα χαλκευτεῖ στὶς μέρες μιὰν ἡμέρα,
Ποὺ ὡς αἷμα ταύρου, ἡ σάλπιγγα θὰ βάψει τὸν ἀέρα,
Ἄντρας, γυναίκα, γέροντας, παιδί, παρθένα ὀμπρός σου
Μὲ τὸ κομμάτι τοῦ στερνοῦ ψωμιοῦ, φωτιὰ ὁ λαός σου,
Θὰ νὰ σκιρτήσει ἀκράτητος, νὰ θρέψει τὸ καμίνι,
Τὶ ὁ σπόρος ζῆ τοῦ ἀθάνατου καὶ μέσα ἔχει ἀπομείνει
Νὰ σοῦ κράξει πασίχαρος. Τὸ κουφάρι μου πάρτο
Καὶ σκῶσε μὲ τὴ στάχτη μου τῆς δόξας μου τὸν ἄρτο,
Τὶ ὁ σπόρος ζεῖ τοῦ ἀθάνατου καὶ μέσα μου παλεύει,
Ὡσὰν ἡ σάρκα, τοῦ ψωμιοῦ τοῦ πρόσφορου, ν' ἀνέβει,
Ἀπάνω ἀπ' τὰ παράταιρα κι' ἀπὸ τὴ μάταιην ὥρα,
Νὰ φέγγει, ἡ ἀβασίλευτη ψυχή, ἀγαλματοφόρα.

Ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 28 Δεκεμβρίου 1916



Πηγή: «Νέα Εστία», τχ. 611, 1952

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *