ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Ξυπνῆστε ὅσοι κοιμᾶστε,
καὶ προσευχηθῆτε γιὰ τοὺς πεθαμένους.
Ἡ φωνὴ τοῦ Κράχτη τῆς Νύχτας.
Ὤ, πόσο εἶναι γλυκό, τὴ νύχτα, ὅταν ἡ ὥρα τρέμει στὸ καμπαναριό, νὰ κοιτάζεις τὴ σελήνη ποὺ ἡ μύτη της εἶναι σὰ χρυσὸ τάλλαρο!
*
Δυὸ λεπροὶ θρηνοῦσαν κάτω ἀπὸ τὸ παραθύρι μου, ἕνα σκυλὶ οὔρλιαζε στὸ σταυροδρόμι κι ὁ γρύλλος τῆς παραστιᾶς μου προφήτευε χαμηλόφωνα.
Μὲ σὲ λίγο τὸ αὐτί μου δὲν ἐρευνοῦσε πιὰ παρὰ μιὰ βαθειὰ σιωπή. Οἱ λεπροὶ εἶχαν ἐπιστρέψει στὶς τρῶγλες τους, κάτω ἀπὸ τὰ χτυπήματα τοῦ Γιακμὰρ ποὺ ἔδερνε τὴ γυναίκα του.
Τὸ σκυλὶ εἴχε μπεῖ σ' ἕνα στενὸ σοκκάκι, μπρὸς ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τὴ σκουριασμένη ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ παγωμένη ἀπὸ τὸ βορηά.
Κι' ὁ γρύλλος ἀποκοιμήθηκε μόλις ἡ τελευταία σπίθα ἔσβησε τὴν τελευταία της λάμψη στὴ στάχτη τοῦ τζακιοῦ.
Κ' ἐγώ, μοῦ φαινόταν—τόσο εἶναι ἀσυνάρτητος ὁ πυρετός!—πὼς ἡ σελήνη, σουφρώνοντας τὸ μοῦτρο της, μοῦ ἒβγαζε τὴ γλῶσσα σὰν κρεμασμένος.
ALOYSIOUS BERTRAND
Μεταφρ. ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 512, 1948
Ἑλληνων Φῶς