ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
*Ένα ιστορικό κείμενο του ΑΠΤ για το blog "Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"
Είναι μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου, πριν ακριβώς από 188 χρόνια! 350 ένοπλοι επαναστάτες Σουλιώτες, ανάμεσά τους και λίγες δεκάδες Ευρυτάνες, ξεγλιστρούν σαν τις σκιές ανάμεσα από τα δασύφυλλα πλατάνια και αθόρυβα αναπτύσσονται γύρω από το πολυπληθές στρατόπεδο 5000 ανδρών που με διοικητή τον Τζελαλεδίν-μπέη έχουν εγκατασταθεί στο Κεφαλόβρυσο. Οι 5000 μισθοφόροι αρβανίτες υπό τον Τζελαλεδίν, αποτελούν τη δυναμική εμπροσθοφυλακή μιας τεράστιας στρατιάς που συνέκλινε από διαφορετικές κατευθύνσεις στο Καρπενήσι και αποτελούταν επίσης : από το ασκέρι του Μουσταή πασά της Σκόνδρας καθώς και από αυτό του Άγου Βασιάρη, συνολικής δυναμικότητας περίπου 15.000 στρατιωτών (άλλες ιστορικές πηγές κάνουν λόγο για 12.000). Όλοι τούτοι έχουν κατακλύσει από άκρη σε άκρη την πόλη που μυρίζει θάνατο και τρομοκρατία. Επικεφαλής των επαναστατών που επιχειρούν τον αιφνιδιασμό στο Κεφαλόβρυσο είναι ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκο(ς) Μπότσαρης. Όλοι, με εντολή του αρχηγού, φορούν δεμένες μαντήλες στα κεφάλια, έχουν ανοιχτές τις πουκαμίσες και ανασκουμπωμένα τα μανίκια τους. Είναι «το σημάδι» της αναμεταξύ τους αναγνώρισης για να μην υπάρξει σύγχυση κατά την επίθεση και τούτο διότι στο εχθρικό στρατόπεδο η συντριπτική πλειοψηφία αποτελείται από καθεστωτικούς αρβανίτες (στρατευμένους στην υπηρεσία της οθωμανικής εξουσίας) που όμως και αυτοί φορούν φουστανέλες και μιλούν την ίδια διάλεκτο –την αρβανίτικη- με τους επαναστάτες Σουλιώτες του Μπότσαρη. Ο πανέξυπνος Μάρκος τα έχει όμως όλα υπολογίσει…
Βρισκόμαστε στα 1823. Η επανάσταση έχει ξεκινήσει πριν από δυο χρόνια. Μεσούσης όμως αυτής, έχει ξεσπάσει και ο γνωστός εμφύλιος στην πλευρά των εξεγερμένων. Οι έριδες, η διχόνοια, οι συγκρούσεις, δίνουν και παίρνουν. Σχεδόν όλοι οι καπεταναίοι με τα ένοπλα επαναστατικά σώματά τους εντάσσονται σε αντίπαλες παρατάξεις, εμπλεκόμενοι, δυστυχώς και αυτοί, στην αδυσώπητη κόντρα των διάφορων προνομιούχων «τζακιών» και των πολιτικών φατριών. Μία κόντρα την οποία τρέφει η ακόρεστη δίψα για εξουσία και επιβολή, με την παράλληλη υποδαύλιση βέβαια και του ξένου παράγοντα. Οι συνέπειες είναι ολέθριες για τον αγώνα (αλλά δεν είναι της παρούσης να το αναλύσουμε διεξοδικά). Είναι σημαντικό, πάντως, να κατανοηθεί πως η περίοδος αυτή έχει οξύνει τις αντιθέσεις και τις έχθρες ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η Οθωμανική εξουσία εκμεταλλευόμενη τα γεγονότα θεωρεί κατάλληλη τη συγκυρία για να επιχειρήσει μία μεγάλου εύρους αντεπίθεση ώστε να τσακίσει μια και καλή το επαναστατικό κίνημα. Το τεράστιο εκστρατευτικό σώμα που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου μας, εντάσσεται σε αυτό το γενικό σχεδιασμό. Πρωταρχικός στόχος είναι η κατάπνιξη της εξέγερσης στα αδάμαστα Άγραφα, σε όλη τη Ρούμελη και κατόπιν στο Μοριά. Κατ’ εντολή του Σουλτάνου, ο Μουσταής πασάς κατηφορίζει, από την Σκόνδρα της Βόρειας Αλβανίας, πιάνει Τρίκαλα και στη συνέχεια διατρέχει την Ευρυτανική γη, μέσω Αγράφων, πυρπολώντας, λεηλατώντας και σφάζοντας. Τις πολεμικές επιχειρήσεις του Μουσταή πασά στην περιοχή, ενισχύουν και πολυπληθή στρατεύματα του Σούλτζια Κόρτζια και του Άγου Βασιάρη. Οι μισθοφορικές αρβανίτικες ορδές, αποτελούμενες από χιλιάδες Σκοδριανούς, γκέκηδες, μιδρίτες και άλλους, εξαπολύονται εναντίον των Στορνάρη και Καραϊσκάκη, αρματολών Ασπροποτάμου και Αγράφων αντίστοιχα. Ο Στορνάρης φεύγει με τον κόσμο του κατά το Βάλτο χωρίς, κατ’ ουσία, να προβάλει καμιά αντίσταση. Ο Μουσταής περνάει από τον Ασπροπόταμο ατουφέκιστος. Από την άλλη, ο Καραϊσκάκης εκτός του τρομερά αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων, έχει να αντιμετωπίσει και πολλά επιπρόσθετα προβλήματα : τη συγκεκριμένη εποχή εκτός του ότι είναι σοβαρά άρρωστος, έχει εγκαταλειφθεί και από τους άλλους καπεταναίους που τον έχουν αφήσει μονάχο και αβοήθητο, ενώ παράλληλα έχουν προκύψει και εσωτερικές διαφωνίες με διάφορα πρωτοπαλίκαρά του, πολλά εκ των οποίων αποχωρούν! Ο ”γιός της καλόγριας”, με καμιά πεντακοσαριά πιστούς μαχητές που του έχουν απομείνει, ελλίσεται μέσα στα αγραφιώτικα βουνά αποφεύγοντας να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τα λεφούσια του Μουσταή που περνώντας από τη μεριά της Οξιάς σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους! Ο Καραϊσκάκης, έχει στο νου του, πρώτα απ' όλα, την προάσπιση του άμαχου πληθυσμού της επαρχίας του. Έτσι, αφού χωρίζει το νταϊφά του σε μικρές ευέλικτες ομάδες, δίνει κάποιες μεμονωμένες μάχες αντιπερισπασμού, όπως στο Λεοντίτο, κατορθώνοντας να φυγαδεύσει ολόκληρα χωριά της περιοχής σε απρόσιτα σημεία, μέσα σε σπηλιές και πυκνά δάση. Κατόπιν, δίνει εντολή για να κατευθυνθούν όσo γίνεται περισσότερες φαμίλιες από τους διωκόμενους πληθυσμούς σε κάποιες ελεγχόμενες προστατευμένες περιοχές -κύρια στο Σοβολάκο- και στη συνέχεια αποσύρεται προς τα εκεί και ο ίδιος μαζί με κάμποσους επίλεκτους συντρόφους του. Στην αιματηρή πορεία καθόδου του Μουσταή, ανάστημα ορθώνει ο θρυλικός αγραφιώτης Θανάσης Τσιάκας, παλιό Κατσαντωνόπουλο (βλ. σχετικό αφιέρωμα) που παρενοχλεί με 30 (!!!) ατρόμητα παλικάρια τα στρατεύματα του Μουσταή στήνοντας καρτέρια θανάτου και πραγματοποιώντας κάθε τόσο ξαφνικές επιθέσεις στα στενά και τις κλεισούρες! Τελικά ο εχθρός, με μια συντονισμένη ματωμένη επέλαση, φτάνει μέσα στο Καρπενήσι το οποίο χρησιμοποιεί σαν ενδιάμεσο σταθμό, με επόμενο προορισμό το μαρτυρικό Μεσολόγγι που σχεδιάζουν να χτυπήσουν αντάμα με τον Ομέρ Βρυώνη της Ηπείρου. Στο κατειλημμένο Καρπενήσι, ο Μουσταής πασάς, με τον αέρα που του δίνει η τεράστια αριθμητική του υπεροχή, απαιτεί από τους ντόπιους καπεταναίους και αρματολούς, δηλώσεις υποταγής και ένταξης στο στράτευμά του για να δώσει «συγχώρεση». Κάποιοι το πράττουν, όπως για παράδειγμα ο κατάπτυστος Νίκος Θέος, που είχε παλιότερα δολοφονήσει το Λεπενιώτη, τον αδερφό του Κατσαντώνη. Άλλοι, προσπαθούν με διάφορα τεχνάσματα να κερδίσουν χρόνο ώστε να αποφασίσουν εάν και πως θα κινηθούν, όπως π.χ. ο αρματολός Γιολδάσης που δήθεν συνδιαλέγεται με το Μουσταή επιτυγχάνοντας προσωρινή δεκαπενθήμερη διορία με τίμημα, όμως, την ομηρία δικών του ανθρώπων. Επίσης, ορισμένοι οπλαρχηγοί έχουν αποτραβηχτεί για ασφάλεια στα απάτητα βουνά τους και τέλος μερικοί σκόπιμα κωφεύουν! Η συνολική κατάσταση είναι απογοητευτική. Ο εχθρός, παρά τις όποιες διάσπαρτες εστίες αντίστασης, έχει κατορθώσει να επιβάλλει την παρουσία του στον τόπο.
Κοντά στο Βραχώρι (Αγρίνιο) βρίσκεται ο 33χρονος Μάρκος Μπότσαρης. Παλιός μπαρουτοκαπνισμένος Σουλιώτης αρβανίτης μαχητής και νυν στρατηγός της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα. Μαθαίνοντας τι συμβαίνει, περνάει αρχικά από το Μεσολόγγι για να παραβρεθεί σε μία σύναξη συμφιλίωσης με άλλους οπλαρχηγούς –κατά κύριο λόγο Σουλιώτες αλλά και κάποιους Ρουμελιώτες- με ορισμένους εκ των οποίων βρίσκεται από παλιά σε διένεξη (Τζαβελαίους). Εκεί ο Μάρκος, αφού πρώτα κάνει έκκληση για ενότητα προ του κινδύνου της εχθρικής επέλασης, κατόπιν, για να αποδείξει του λόγου το αληθές και για να καταλαγιάσει εμπράκτως τις χρόνιες αντιζηλίες και αντιθέσεις, βγάζει το δίπλωμα του στρατηγού που του έχει απονεμηθεί από την πολιτική διοίκηση και ενώπιον όλων το σκίζει λέγοντας: «να μονιάσουμε χρειάζεται, τα χαρτιά δεν μας βοηθάνε, όποιος είναι άξιος, το δίπλωμα το παίρνει κατευθείαν από το Σκόντρα πασά»! Στη συνέχεια ο Μάρκος Μπότσαρης, με τη συνδρομή και μερικών ντόπιων οπλαρχηγών, συγκεντρώνει περίπου 1250 μαχητές (ανάμεσά τους υπάρχουν 350-400 "δικοί του" Σουλιώτες) και αφού εφοδιάζεται με πυρομαχικά ανηφορίζει κρυφά με τα παλικάρια του για την Ευρυτανία. Στις 30 του Αλωνάρη μήνα, συναντήθηκε στο Σοβολάκο με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος (πιθανόν) τον ενίσχυσε με ορισμένους πολεμιστές των τμημάτων του, αλλά ο ίδιος δεν τον ακολούθησε διότι βαριά άρρωστος από φυματίωση και μετακινούμενος πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο, αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μοναστήρι του Προυσού για νοσηλεία. (Κάποιοι, δύσπιστοι ιστορικοί μελετητές, ισχυρίζονται ότι η συγκεκριμένη στάση είχε να κάνει με την παλιά έχθρα του Γιώργη Καραϊσκάκη με τους Σουλιώτες και ειδικά με τη φάρα των Μποτσαραίων εξαιτίας παλιότερων συγκρούσεων μεταξύ των στα Άγραφα. Ίσως αυτό να είχε κάποια βάση, αν δεν γνωρίζαμε πως ο Καραϊσκάκης έτρεφε, ειδικά για το Μάρκο, μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, γεγονός που θα διαφανεί παρακάτω). Ο Μάρκος Μπότσαρης φτάνει απαρατήρητος κοντά στο Καρπενήσι, στο Μικρό Χωριό στις ράχες της Χελιδόνας. Από εκεί στέλνει μήνυμα για συνάντηση σε άλλους διάσπαρτους καπετάνιους της περιοχής, οι οποίοι έχουν αρχίσει να συγκλίνουν στη θέση Λακκώματα της Καλιακούδας, εκεί όπου ήδη βρίσκονται και μερικοί από τους Τζαβελαίους. Ο Μάρκος προσπαθεί να τους εμψυχώσει και να τους συντονίσει έχοντας όμως να αντιμετωπίσει και την παραδοσιακή κόντρα μεταξύ Σουλιωτών-Στερεοελλαδιτών που σίγουρα δυσκολεύει τη συνεννόηση και τη συνεργασία. Εντούτοις, επιτυγχάνει να πραγματοποιήσει με πολλούς εξ αυτών (Γιολδάσηδες, Κοντογιανναίους, Φωτομάρα, Σιαδήμα, Τζαβέλα κ.α.) μια μυστική συνάντηση στο χωριό Κλαψί, όπου εκεί προτείνει ταυτόχρονο αιφνιδιαστικό χτύπημα του αντιπάλου από δύο πλευρές : Ο Μάρκος με 350 θα επιτεθεί στον Τζελαλεδίν μπέη εισβάλλοντας μέσα στο Κεφαλόβρυσο και όλοι οι υπόλοιποι (άλλες πηγές αναφέρουν 800 και άλλες πολύ περισσότερους από 2000) θα εφορμήσουν στο εχθρικό στράτευμα από την κορυφογραμμή του Αγίου Ανδρέα στα Πλατάνια, αποκόπτοντας παράλληλα με συντονισμένες ενέργειες και την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών στρατοπέδων του εχθρού. Το σχέδιο, παρά επιμέρους διαφοροποιήσεις, εγκρίνεται. Όμως στην πράξη δεν τηρήθηκε από όλους όπως είχε συμφωνηθεί. Εδώ, λοιπόν, οφείλουμε να σημειώσουμε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: η έκβαση της καταδρομικής επίθεσης του Μάρκου εναντίον των στρατευμάτων του κατακτητή, θα είχε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία εάν δεν υπήρχαν οι παλινωδίες, οι υπεκφυγές και εν τέλει η πρώιμη απόσυρση των άλλων καπεταναίων οι οποίοι αφού έριξαν μονάχα μερικές ντουφεκιές, “για την τιμή των όπλων”, δεν κατήλθαν και αποχώρησαν γρήγορα δίχως να συνδράμουν επί της ουσίας τους Σουλιώτες του Μπότσαρη στην επιχείρηση. Πλην του Κίτσου Τζαβέλα που αυτός ενήργησε υποβοηθώντας το Μάρκο.
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι έχει λουφάξει στα σύννεφα και η νυχτιά είναι ιδανική για τον αιφνιδιασμό. Οι μαχητές, ξεγελώντας τους φρουρούς, διεισδύουν έξυπνα μέσα στο αντίπαλο στρατόπεδο και κατευθύνονται απαρατήρητοι προς τις σκηνές των αξιωματούχων. Την κομβική στιγμή, πρώτος ο Μάρκος δίνει με μια σάλπιγγα το σύνθημα της επίθεσης και τραβώντας τη σπάθα χυμάει καταπάνω στον εχθρό. Οι λίγοι αλλά ψυχωμένοι επαναστάτες τον ακολουθούν αλαλάζοντας σε ένα γιουρούσι τρόμου, σκορπώντας τον όλεθρο στους αλαφιασμένους αρβανίτες του Τζελαλεδίν μπέη που πριν προλάβουν να συνέλθουν πέφτουν κομμένοι. Τα παλικάρια του Μάρκου, με σημάδι τη χαρακτηριστική “μαντιλοδεσιά” που λέγαμε παραπάνω, ενώ αναγνωρίζονται και συντονίζονται μεταξύ τους, καταφέρνουν με την αμφίεση και τις πολεμικές κραυγές τους, στην αρβανίτικη γλώσσα, να προκαλέσουν απίστευτη σύγχυση και ταραχή στον εχθρό που δεν μπορεί αρχικά ούτε να διακρίνει και βέβαια ούτε να κατανοήσει τι συμβαίνει μέσα στο στρατόπεδο και από ποιους! Για πολλή ώρα επικρατεί πανδαιμόνιο και μέσα στο χαμό οι εχθροί μακελεύονται ακόμη και αναμεταξύ τους. Η μάχη ανάβει για τα καλά και οι δύο πλευρές συγκρούονται με μοναδικό πείσμα για ώρες.
Ο Μάρκος, όμοιο λιοντάρι, δεν βρίσκει αναπαμό. Πολεμάει σα θηρίο, σπέρνει το θανατικό δεξιά και αριστερά, οργώνει τον τόπο, μπαίνει με το γιαταγάνι του σε σκηνές αξιωματούχων και τους πετσοκόβει αλύπητα. Κάποια στιγμή μια μπαταριά τον πληγώνει στο βουβώνα αλλά δε λυγίζει! Συνεχίζει αποφασισμένος. Ώσπου, όταν πάει να σκαρφαλώσει σε ένα μαντρότοιχο για να πραγματοποιήσει έφοδο, μάλλον προς τη σκηνή του ίδιου του Τζελαλεδίν μπέη, ένα θανατηφόρο βόλι τον βρίσκει στο μέτωπο, στο δεξί φρύδι, και πέφτει νεκρός. Ο ξάδερφός του, Τούσια Μπότσαρης, σκεπάζει με μία χλαίνη το άψυχο σώμα του αρχηγού και κατόπιν το φορτώνεται στην πλάτη απομακρύνοντάς το κρυφά για να μην κιοτέψουν οι σύντροφοι. Κοντά στο χάραμα δίνεται και το σύνθημα της συντεταγμένης αποχώρησης προς τα βουνά, με κυρίαρχο το αίσθημα της νίκης. Ξοπίσω κείτονται νεκροί κοντά στους 800 από το μισοδιαλυμένο αντίπαλο στρατόπεδο και σιμά στους 60 επαναστάτες. Οι λαβωμένοι είναι καμιά 40ριά. Οι μαχητές ανηφορίζουν θριαμβευτές στα ευρυτανικά βουνά φορτωμένοι με λάφυρα, όπλα κι άλογα και με αιχμάλωτο τον ίδιο τον Άγο Βασιάρη! Η χαρά της επιτυχίας μετατρέπεται σε θρήνο όταν στον Κώνισκο αντικρίζουν τον Τούσια Μπότσαρη με το νεκρό αρχηγό. Ο επιτόπου αποκεφαλισμός του Άγου Βασιάρη είναι η άμεση απάντηση για το χαμό του Μάρκου. Οι ένοπλοι συνεχίζουν την περιπετειώδη ανάβαση. Περνώντας ψηλά από τον Προυσό, ο άρρωστος Καραϊσκάκης βγαίνει σερνάμενος από το μοναστήρι και προσκυνάει το άψυχο κορμί του Μάρκου λέγοντας: «Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Ούτε το δάχτυλό του δεν φτάνουμε εμείς. Άμποτες ήρωα Μάρκο από τέτοιο βόλι να πήγαινα κι εγώ».
Η πομπή φτάνει στο Μεσολόγγι με το νεκρό Μάρκο δεμένο ολόρθο πάνω στο άλογό του, περιστοιχισμένο από 100 διαλεχτούς συντρόφους του. Ολόκληρη η πόλη θρηνεί και με μία περίλαμπρη κηδεία τιμά τον ατρόμητο λεβέντη που δεν δίστασε να τα βάλει με ολόκληρο στρατό! Στην Ευρώπη ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη προκαλεί τεράστια συγκίνηση στους αλληλέγγυους προς την επανάσταση, ενώ αντιθέτως οι Τούρκοι πανηγυρίζουν το χαμό του, ρίχνοντας χαρμόσυνες κανονιές από τα φρούρια όλων των ευρωπαϊκών επαρχιών τους! Όμως το μεγάλο γεγονός που κατέγραψε η θυσία του Μάρκου είναι ότι το πάθος ενός γενναίου και αποφασισμένου επαναστάτη είναι δυνατότερο από κάθε αντίπαλο όσο ισχυρός και αν είναι αυτός!
Σήμερα… εκεί στο ειδυλλιακό Κεφαλόβρυσο (μόλις 2,5 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι) με τα αιωνόβια πανύψηλα πλατάνια, τις λίμνες, το ξύλινο γεφυράκι και τις δροσερές πηγές, διαλέγουμε πολλοί από εμάς να πιούμε τον καφέ ή το κρασί μας στο εξοχικό κεντράκι που φωλιάζει καταμεσίς στο πανέμορφο τοπίο. Ας θυμόμαστε που και που να αφήνουμε ένα κόκκινο γαρύφαλλο εκεί στο παλιό ή στο καινούργιο μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη. Είναι φόρος τιμής στο αίμα του μεγάλου επαναστάτη που πότισε τον τόπο αυτό. Γιατί, ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ!
*Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου, ο ΑΠΤ άντλησε κάποια χρήσιμα ιστορικά στοιχεία από την προσωπική του βιβλιοθήκη και τα βιβλία των: Μ. Γκιόλια (“Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους 1393-1821”, εκδόσεις Πορεία), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών), “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” (Τόμος 7ος Παπαρρηγόπουλος), Κ. Δέτσικα (“ΚαραΙσκάκης ο στρατάρχης”, εκδόσεις Ηλιοτρόπιο) και Χ. Μηχιώτη (“Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι”, εκδόσεις Κασταλία)
Πηγή: ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ