Tὸ παμπάλαιο χῶμα
Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου
Κοιτάζω, μὲ μιὰ θλίψη φορές, παλιὰ δεφτέρια. Καραβαγγέλης, Καούδης, Καραβίτης, τὰ γράμματα τοῦ Παύλου. Ἡμερολόγια, τετράδια, ἀπομνημονεύματα. Ἀγῶνες κι ὄχι ἐκθέματα γιὰ ἄψυχες ντουλάπες.
Πόσο πιὸ φωτεινά, ἀλλιώτικα βρὲ παιδί μου, ἀπό αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε κάθε βράδυ στὰ μουχλιασμένα νέα. Παραιτημένος ἀπὸ τὴν ἀπελπισία τῆς τηλεόρασης, κάθισα, συνοδεύοντας τὴν ἀγωνία παλαιότερων, νὰ δῶ τὴν 151άδα. Τὰ ἔχασα. Συμβαίνει αὐτό; Εἶναι κάποιο κακόγουστο ἀστεῖο; Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἑλλάδα;
Δὲν θὰ μᾶς σώσει ἡ πολιτικὴ αὐτή, οὔτε τὰ γκρεμνὰ τοῦ κάθε διχασμοῦ.
Γράφω σὲ μιὰ μικρὴ μεριὰ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. Μακεδόνες οἱ γονεῖς μου καὶ οἱ παπποῦδες τους καὶ οἱ πιὸ πρὶν ἀπὸ αὐτούς. Γνώρισε, εἶδε, βασανίστηκε ὁ τόπος. Ξέρει. Δὲν νογάει ἀπὸ ἐθνικισμούς, πατριδοκαπηλίες. Νιώθει, ὅμως, πατρίδα καὶ ἐκείνη τὴν ἀνάσα ποὺ πᾶνε νὰ μᾶς κόψουνε καὶ τὴν εἴχαμε κυρά μας στὸν ὕμνο· ἐλευθερία. Ρημαγμένη τώρα σὲ χέρια μοχθηρά. Πνιγμένη σὲ σύμφωνα καὶ ὑπογραφὲς κάτω ἀπὸ τὸ ἄρβυλο τοῦ ἰσχυροῦ.
Τὰ μαθαίναμε στὸ Γυμνάσιο τὰ γράμματα ποὺ λάμπουν:
ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου
τὸ παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
Καὶ τὸ χῶμα δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴ φτέρνα τους.
Δὲν θὰ δέσει καὶ τώρα. Ἡ Μακεδονία δὲν εἶναι πεθαμένη λέξη σὲ ἀναγνωστικὸ τοῦ ’50. Εἴμαστε ἐμεῖς καὶ κάνουμε ὑπακοὴ στὸν ποιητή:
Τοῦτο μόνο νὰ ξέρεις:
Ὅ,τι σώσεις μὲς στὴν ἀστραπή
Καθαρὸ στὸν αἰώνα θὰ διαρκέσει.
Ἀπό τήν στήλη ἘΜΦΡΩΝ της ἐφημερίδας τῶν Γρεβενῶν «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας»
Στην εικαστική πλαισίωση: Ξάνθου Χατζησωτηρίου "Το άλεσμα" (1993)
Πηγή: Aντίφωνο