ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΩΔΗ.
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Ἕνα ποίημα τοῦ Μαρκορᾶ
Ὁ φίλος κ. Γιάννης Βλαχογιάννης μᾶς στέλνει τὸ ακόλουθο ποίημα τοῦ Γεράσιμου Μαρκορᾶ, ποὺ τυπώθηκε σὲ φύλλο χωριστὸ καὶ κυκλοφόρησε, χωρὶς ἄλλο, ἀμέσως ἔπειτ' ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Σολωμοῦ:
« ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
ΩΔΗ.
Αὐτός, Θεά, 'ποὺ σ' ἔκραξε, Μ' ἀρμονικὴ γλυκάδα, Νὰ κλάψῃς 'ς ἕνα λείψανο, (α) Μία 'μέρα, 'ς τὴν Ἑλλάδα, Τώρα 'ς τοῦ χάρου κείτεται Τὸ παγωμένο στρῶμα, Κ' ἕνα σου δάκρυ ἀκόμα Ἀποζητάει κ' ἐκεῖ. Αὐτὸς, μὲ τὴν ὁλόθερμη Τῆς νειότης φαντασία, Ὀχ τῶν Ἡρώων τὰ κόκκαλα Σ' εἶδε νὰ βγῇς, ὦ! Θεία! Μὲ τὸ σπαθὶ, ποῦ 'τρόμαξε Τ' Ἀγαρινοῦ τ' ἀστέρι, Μὲ τὸ σταυρὸ 'ς τὸ χέρι Σ' εἴδε νά βγῇς μ' ὁρμή. Θυμᾶσαι πῶς 'χαιρέτησε Τῆς νίκης τὴν ἡμέρα, 'Σὰν ἡ λαμπρὴ 'κυμάτισε Σημαία σου 'ς τὸν ἀέρα; Ἀλοιά! τὸν ἀγροικήσαμε Καὶ πρὶν νὰ ξεψυχήσῃ, Γλυκὰ νὰ τραγουδήσῃ Τὸ θεῖο χαιρετισμό! (β) Ἔλα, Θεά! — δὲν πρέπουνε Τῆς δάφνης τὰ κλανάρια Μόνον ἐκεῖ 'ποῦ 'πέσανε Τ' ἀνδρεῖα σου παλληκάρια — Νὰ πλέξῃς ὁλοπράσινο Στεφάνι τιμημένο, Μὲ δάκρυα ποτισμένο, Ἔλα γοργὰ κ' ἐδῶ! Ἰδὲς, ἰδὲς περίλυπη Κι' ἄλλη Θεὰ περνάει, Καὶ 'ς τὴν ἀχνὴ παλάμη της Τὸ μέτωπο βαστάει· Λύρα κρατεῖ μ' ὁλόμαυρο Μαγνάδι σκεπασμένη, 'Σ τὸ ξόδι ποῦ θὰ γένῃ Παγένοντας κι' αὐτή. Ἀγκαλλιασθεῖτε, κλάψετε Κ' ᾑ δύο 'ς αὐτὸ τὸ Σῶμα, 'Ποῦ λὲς κι' ἀπὸ τὴ φλόγα Σας Εἶν' ἀναμμένο ἀκόμα· Χαρὰ 'ς τὴ γῆ, 'π' ἀνοίγοντας, Θὰ 'χῃ παρόμοια χάρι 'Σ τὰ σπλάγχνά της νὰ πάρῃ Ἐκεῖνο τὸ κορμί! Ὦ! πέστε, Σεῖς Ἀθάναταις, Τὶ θησαυρὸ θὰ κλείσῃ Κι' ὁ λάκκος ὀχ τὰ βάθη του Μὲ μιᾶς νὰ λαχταρίσῃ; Τ' ἄστρα δροσιὰ νὰ ῥίξουνε, Ἡ γῆ λουλούδια πλῆθος, 'Σ τὸ παγωμένο στῆθος, 'Σ τὴν ἄσπρη κεφαλή. Πέστε, ν' ἀκούσουν Ἕλληνες, Φίλοι κ' ἐχθροί μας ξένοι, 'Ποῦ μὲ τὸν Ὕμνο ἡ Τέχνη του Δὲν εἶναι ἀπεθαμμένη· Ὁποῦ 'ς τὸν κόσμο 'γλίγορα Θὲ νὰ 'βγη τραγουδῶντας, Πατόκορφα φορῶντας Λαμπρότατη στολή. Καὶ ζῇ — καθάρια, ξάστερη Ἡ θεία ψυχὴ μᾶς μένει 'Σ τὸ στίχο τὸν ἀθάνατο Πιστὰ ζωγραφισμένη· Ἐκεῖ τὸ Πνεῦμα δείχνεται Μ' ἀναλαμπὴ μεγάλη, Φέγγουν ἐκεῖ τὰ κάλλη Ὀποῦ 'χε 'ς τὴ θωριά.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΑΡΚΟΡΑ
(α) Λευτεριὰ γιὰ 'λίγο πᾶψε — Νὰ χτυπᾷς μὲ τὸ σπαθὶ — Τώρα σίμωσε καὶ κλᾶψε — εἰς τοῦ Μπάϊρον τὸ κορμί. — Στροφὴ α΄. Ὕμνος εἰς τὸν θάνατο Λόρδ Μπάϊρον.
(β) Λίγαις στιγμαῖς προτοῦ ὁ Ποιητὴς ἀπεθάνῃ, ἐτραγουδοῦσε τὸν Ὕμνον τῆς Ἐλευθερίας.»
Τὸ ἔντυπο φύλλο, ὅπου τυπώθηκε τὸ «Πρῶτο Ψυχοσάββατο», ἔχει καὶ τὶς μικρὲς αὐτὲς ἐπεξηγηματικὲς σημειώσεις τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ. Ἀπὸ τὸν τίτλο του, φαίνεται καθαρὰ ὅτι εἶναι τὸ πρῶτο γράψιμο τοῦ γνωστοῦ ποιήματος ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα» τοῦ Μαρκορᾶ (σελ. 179), ποὺ ἔχει κ' ἐκεῖ τὸν τίτλο «Τὸ πρῶτο Ψυχοσάββατο», στροφὲς 10, ἀλλὰ μὲ σημαντικὲς διαφορές. Ὁ Μαρκορᾶς, δηλαδή, στὰ «Ἅπαντά» του, ἔκαμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μία νέα ἀνάπλαση τοῦ ποιήματος. Ἡ «Νέα Ἑστία», σύμφωνη μὲ τὴ γνώμη τοῦ κ. Βλαχογιάννη, ἐνόμισε ὅτι ἔπρεπε νὰ διασωθῇ καὶ ἡ πρώτη «ἔκδοση» τοῦ ποιήματος, ποὺ δείχνει τὴν πρώτη αἰσθηματικὴ ἐντύπωση τοῦ θανάτου τοῦ Σολωμοῦ στὴ φαντασία τοῦ μαθητῆ του καὶ πιστοῦ φίλου του.
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 224, 1936
Φωτογραφία: «Νέα Ἑστία» τχ. 413-414, 1944
Ἑλληνων Φῶς