Το βυθισμένο ανάκτορο
Το μοναδικό αξιοθέατο της Πόλης
Το θέαμα που αντικρίζει κανείς, όταν κατεβαίνει τα σκαλιά είναι εκπληκτικό. Ξαφνικά όμως, και κάτω από την πόλη, βρίσκεται σε μια έκταση δέκα στρεμμάτων και βιώνει μια τραυματική εμπειρία. Οι αναρίθμητοι κίονες που στηρίζουν την πλίνθινη οροφή, οι οποίοι συνδυάζουν διάφορους ρυθμούς, δημιουργούν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, και με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση υποβάλλουν τους επισκέπτες. Αν κάποιος βαδίσει πάνω στις ξύλινες εξέδρες, θα φτάσει στη γωνία με τις δυο Μέδουσες. Συγχρόνως θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τα υπερμεγέθη ψάρια του γλυκού νερού που κολυμπούν στο νερό. Στον χώρο αυτόν λειτουργούν σήμερα εκθέσεις ζωγραφικής και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Καθώς κατεβαίνεις τα ξύλινα σκαλοπάτια, σε υποδέχεται ένα κύμα δροσερού αέρα. Στον <<επάνω>> κόσμο μπορεί να κάνει ζέστη ή κρύο ή μπορεί να βρέχει. Όταν όμως ολοκληρωθεί η κάθοδος, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της Πόλης.
Στο έκτο ταξίδι μου στην Πόλη, όταν τότε άρχισα να τη γνωρίζω, στη αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης, διάβασα σε ένα περιοδικό έναν παράξενο τίτλο:<<Mέδουσες και δάκρυα>>. Ο τίτλος μου κίνησε την περιέργεια όπως και η φωτογραφία μια μυθικής Μέδουσας, με φίδια για μαλλιά, τοποθετημένης ανάποδα στη βάση ενός κίονα. Έκπληκτος διαπίστωσα ότι το άρθρο περιέγραφε την υπόγεια βασιλική δεξαμενή των Βυζαντινών που βρίσκεται στο άκρο του Ιπποδρόμου, μεταξύ της Αγιά Σοφιάς και του ανακτόρου Τοπ Καπί.
Όταν επέστρεψα στο γραφείο, άρχισα, όπως ήταν φυσικό, την έρευνα γι΄ αυτήν την δεξαμενή. Βέβαια, ορισμένοι συνεργάτες απόρησαν:<<Δεν την είχες δει στην ταινία με τον Τζέιμς Μπόντ όπου διαδραματίζεται ένα φοβερό ανθρωποκυνηγητό μέσα σε αυτήν;>>
Tην εποχή των Βυζαντινών, αλλά και παλιότερα, συχνά η πολιορκία μιας πόλης κατέληγε σε παράδοση, μόλις τελείωνε το διαθέσιμο νερό. Αποτελούσε λοιπόν, εκείνα τα χρόνια κοινή πρακτική η κατασκευή υπόγειων δεξαμενών, στις οποίες συγκέντρωναν νερό, συχνά το βρόχινο, για την εποχή της λειψυδρίας. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε και για την Κωνσταντινούπολη, η οποία διέθετε αρκετές τέτοιες υπόγειες δεξαμενές (κινστέρνες). Το καλύτερο όμως δείγμα της έξοχης βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας είναι η Βασιλική Δεξαμενή. Αναφερόμαστε σε μια κολοσσιαία κατασκευή μήκους 140, πλάτους 70 και ύψους 9 μέτρων, που μπορεί να αποθηκεύσει περισσότερα από 800.000 κυβικά μέτρα νερού, το οποίο έρχεται από το φημισμένο δάσος του Βελιγραδίου που απέχει 19χμ. από την Πόλη.
Φαίνεται ότι στη θέση της σημερινής Βασιλικής Δεξαμενής προϋπήρχε δεξαμενή η οποία δημιουργήθηκε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον 4ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια καταστράφηκε. Η κατασκευή που βλέπουμε σήμερα άρχισε να οικοδομείται το 532 από τον Ιουστινιανό, έχει δηλαδή την ίδια ηλικία με την Αγία Σοφία.
Η είσοδος γίνεται από ένα μικρό πέτρινο κτίριο που θυμίζει περίπτερο, στη γωνία απέναντι από την Αγία Σοφία. Μολονότι είχα περάσει πολλές φορές απέξω, δεν είχα αντιληφθεί αυτό που αντικρίζει κανείς αν κατέβει μόνο 52 σκαλιά. Το θέαμα είναι εντυπωσιακό και πράγματι κατανοώ γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποιούν για το χώρο αυτόν τον όρο ‘’βυθισμένο ανάκτορο’’. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη και σκεφτείτε μια αίθουσα με εμβαδό 10 στρέμματα και μήκος 140 μέτρα, στην οποία υπάρχουν 336 κίονες τοποθετημένοι σε 12 σειρές, η καθεμία με 28 κίονες φτιαγμένους από διάφορους τύπους γρανίτη και μαρμάρου. Η απόσταση ανάμεσα στους κίονες είναι περίπου 5 μέτρα. Οι αρμοί τους είναι μεταλλικοί και η οροφή, που αποτελείται από μικρούς θόλους και έχει πάχος 4,8 μέτρα, είναι χτισμένη με μικρά τούβλα και έχει επιστρωθεί με κουρασάνι( κονίαμα από τετριμμένο κεραμίδια και άμμο.) Αν όλα τα παραπάνω συνδυαστούν και με τον επιβλητικό φωτισμό και συχνά με την κλασική μουσική που ακούγεται, συνιστούν έναν εξαίσιο χώρο. Είναι σίγουρα δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος της κατασκευής αυτής, για την οποία δούλεψαν περίπου 7000 σκλάβοι.
Κάτι που προκαλεί εντύπωση είναι ότι οι κίονες αυτοί είναι διαφορετικών ρυθμών, ιωνικού, κορινθιακού και λίγοι δωρικού, και δεν υπάρχει καμιά ομοιομορφία στον τρόπο με τον οποίο έχουν τοποθετηθεί.
Μολονότι αρκετοί κάνουν διάφορες υποθέσεις τόσο για την ύπαρξη των διαφορετικών ρυθμών κιόνων όσο και των Μεδουσών, η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Όλα αυτά, από ό,τι φαίνεται, έχουν σχέση με τη λεγόμενη ανακύκλωση. Άλλωστε για τη δημιουργία της δεξαμενής χρησιμοποιήθηκε υλικό από προϋπάρχουσες κατασκευές.
Φαίνεται παράξενο αλλά την εποχή της Άλωσης και για έναν περίπου αιώνα, οι Οθωμανοί αγνοούσαν την ύπαρξη της Δεξαμενής. Την εκ νέου ανακάλυψή της τη χρωστάμε στο Γάλλο περιηγητή Πιερ Ζιλ, ο οποίος ασχολούταν με την ιχθυολογία και τον κόσμο της θάλασσας. Το 1544 έφυγε από τη Γαλλία και πήγε στην Πόλη μαζί με έναν Γάλλο πρέσβη. Τότε η Κωνσταντινούπολη είχε 70.000 κατοίκους. Ο Ζίλ μελέτησε τις αρχαίες πηγές για τη δομή της πόλης, αλλά το 1548 ξέμεινε από λεφτά, γι΄ αυτό κατατάχτηκε στο στρατό του Σουλεϊμάν του μεγαλοπρεπούς και έλαβε μέρος στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Την ίδια εποχή συνάντησε τον Γάλλο πρέσβη στην αυλή του σουλτάνου και τον πήρε μαζί του στους Αγίους Τόπους και στη Αίγυπτο. Το 1550 επιστρέφει στην Πόλη και από εκεί στη Γαλλία. Σχεδόν αμέσως έφυγε για τη Ρώμη, όπου άρχισε να γράφει βιβλίο για την Κωνσταντινούπολη.
Ο Πιερ Ζιλ πιθανολογείται ότι ανακάλυψε τη Βασιλική Δεξαμενή αρχικά χάρη σε ποιήματα των Βυζαντινών και στη συνέχεια από έρευνα που έκανε σε σπίτια που είχαν χτιστεί από πάνω. Σε ορισμένα μάλιστα από αυτά είχαν ανοίξει τρύπες στο δάπεδο των υπογείων για να παίρνουν νερό και, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ψάρια. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι, επειδή ο Ζιλ έγραψε το βιβλίο του στα Λατινικά, απέδωσε και το όνομά του ως Πέτρους Τζούλιους. Αυτό παραπλάνησε ορισμένους μελετητές με αποτέλεσμα να αναφέρονται σε δυο πρόσωπα : στο Γάλλο Ζιλ, και στον Ολλανδό Πέτρους Τζούλιους!
Από τη εποχή που ο Ζιλ ανακάλυψε την υπόγεια δεξαμενή, άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα νερά της για το πότισμα των κήπων του ανακτόρου του Τοπ Καπί, που βρίσκεται δίπλα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα και στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τη βοήθεια της γερμανική τεχνολογίας της εποχής, έγινε η πρώτη εμβαδομέτρηση.
Ήδη όμως από πάνω όλη η έκταση είχε χτιστεί, οπότε το 1940 αποφασίστηκαν απαλλοτριώσεις και ανάπλαση του χώρου με πλατείες και κήπους, ώστε να αναδειχτεί όλη η περιοχή από την Αγιά Σοφιά μέχρι το Τοπ Καπί.
Έπειτα από μια δεκαετία άρχισαν εργασίες συντήρησης και μερικής αποκατάστασης, ενώ αντικαταστάθηκαν και 8 ετοιμόρροποι κίονες.
Μέχρι τα μέσα του ’80 η Βασιλική Δεξαμενή δεν ήταν ανοικτή στο κοινό και όσοι ήθελαν να την επισκεφτούν έπαιρναν άδεια και με βάρκα την εξερευνούσαν. Αυτό έγινε και στην ταινία του Τζέιμς Μποντ, στην οποία υπάρχει ένα εξωπραγματικό κυνηγητό του Σον Κόνερι με την απαραίτητη βάρκα.
Το 1985 άρχισαν εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης, οι οποίες προϋπόθεταν, όπως ήταν φυσικό, πλήρη άντληση των υδάτων που για 1500 χρόνια έρρεαν στη δεξαμενή. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι μετά τον καθαρισμό και την απομάκρυνση 50000 τόνων λάσπης εξαφανίστηκε και το πέπλο των μύθων και των δοξασιών που για αιώνες τώρα την καλύπτει. Σύμφωνα με αυτές, δεν υπάρχει τέλος στη δεξαμενή ή φτάνοντας κάποιος στο τέλος έπειτα από πολυήμερο ταξίδι θα συναντήσει έναν γκρεμό.
Έτσι, όταν με τον καθαρισμό αποκαλύφθηκαν δυο γιγαντιαία κεφάλια της Μέδουσας, αρκετοί έσπευσαν να τα συνδέσουν με το μύθο, σύμφωνα με τον οποίο εκείνος που αντίκριζε την τρομακτική μορφή της πέτρωνε. Επιπλέον, το πιθανότατα τυχαίο γεγονός της τοποθέτησής τους ανάποδα και οριζόντια έδωσε λαβή για πολλές ερμηνείες. Παράλληλα, ορισμένοι θυμήθηκαν ότι οι γλύπτες πάντα τοποθετούσαν τις Μέδουσες σε τριάδες που κοιτούν σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, συμβολίζοντας την τρίπλευρη λάμψη του ξίφους του Περσέα, που ήταν ερωτευμένος με τη Μέδουσα πριν η Αθηνά μεταμόρφωσε τα ωραία της μαλλιά σε φίδια.
Όπως και να έχει, η νέα διαμόρφωση του χώρου, με ξύλινες εξέδρες, διαδρόμος και εντυπωσιακό φωτισμό υπό τους ήχους κλασικής μουσικής συμβάλλει σίγουρα στη δημιουργία μιας εξαιρετικά υποβλητικής ατμόσφαιρας, ιδιαίτερα όταν ο επισκέπτης προσεγγίζει τα δυο κεφάλια της Μέδουσας ή φτάνει στο λεγόμενο κίονα των Δακρύων, που φέρει σχέδια με φτερά παγονιού.
Ο κίονας είναι αρκετά μεγάλος και ένα άτομο δεν μπορεί να τον αγκαλιάσει. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι δύσκολο λόγω των βρύων και των φυκιών που τον καλύπτουν. Κάτω από τα σχέδια διακρίνεται μια οπή. Σύμφωνα με τη παράδοση(;), οι τουρίστες πρέπει να βάλουν το δάχτυλο τους σε αυτή, να το στρέψουν κυκλικά και παράλληλα να κάνουν μια ευχή.
Η εκπληκτική ακουστική του χώρου έχει ως αποτέλεσμα έχει ως αποτέλεσμα να διοργανώνονται συναυλίες κλασικής μουσικής σε αυτόν. Ακόμα όμως και η παραμονή στο καφέ που έχει δημιουργηθεί, απογειώνει τους επισκέπτες και τους μεταφέρει σε άλλες εποχές.
N. Σ. Μάργαρης
Πηγή: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ